ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ από την πλατεία του πάρκου Κρήτης (στη γειτονιά μου της Θεσσαλονίκης) ήρθαν προς το μέρος μου οι δυνατές φωνές μιας παρέας κοριτσιών. Δεν θα ήταν πάνω από δεκατεσσάρων ή κάπου εκεί.
Αν και ξέρω από καιρό τι συμβαίνει, αισθάνθηκα ένα μούδιασμα, ένα φόβο. Οι λέξεις. μα ιδίως ο τρόπος που έβγαιναν μέσα στο κουβάρι των φωνών, είχαν μια ωμότητα πιο σεξιστική και από την πιο ακίνητη στο χρόνο, αρσενική ρητορική. Οι φράσεις που άκουσα δεν είχαν κάτι το «ιδιωτικά» κουβεντιαστό, αδιαφορούσαν εμφανώς αν θα ακουστούν από τρίτους και στα πενήντα μέτρα.
Σκέφτομαι προφανώς ότι μου έκανε εντύπωση επειδή ήταν κορίτσια της πρώιμης εφηβείας. Η ωμή γλώσσα της πιάτσας σε στόματα «τρυφερά» πάντα αιφνιδιάζει έναν ενήλικα, άνδρα ή γυναίκα. Και ίσως και να τον τρομοκρατεί αν επιπλέον αυτός έχει μια κόρη λίγα χρόνια μεγαλύτερη από αυτή των κοριτσιών του πάρκου.
Άλλο ερώτημα όμως γεννιέται εδώ που υπερβαίνει το σοκ κάποιων λέξεων και το τυχαίο ενός προσωπικού βιώματος: είναι η ωμή γλώσσα σημάδι μιας πιο ελεύθερης σκέψης; Είναι το τίμημα της απελευθέρωσης όχι μόνο από απαγορεύσεις και περιορισμούς, αλλά και από τον επιτηδευμένο, κοριτσίστικο ρομαντισμό, από όλο αυτό το προαιώνιο φορτίο αισθηματικής αφέλειας με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι όσοι προερχόμαστε από τον εικοστό αιώνα, παρά τις τόσες ανατροπές και τις πρωτοπορίες του;
Αυτή όμως η τωρινή ένωση ωμότητας και απελευθέρωσης, δεν πείθει ως ελευθερία. Ίσως γιατί παρατηρεί κανείς πως αυτή η εκφραστική ωμότητα φέρνει μαζί της, δίδυμη σκιά της, μια καταθλιπτική έλλειψη περιέργειας. Να τα έχεις δει όλα, σε έναν πρόωρο κορεσμό. Δεν είναι ότι αυτά τα κορίτσια μιλούσαν «σαν άνδρες» αλλά ότι μιλούσαν σαν τις χειρότερες στιγμές κάποιων συναισθηματικά ματαιωμένων αντρών.
Φυσικά όλα αυτά απασχολούν τη φεμινιστική σκέψη, ψυχολόγους και ειδικούς στη μελέτη της νεανικής κουλτούρας εδώ και δεκαετίες. Κάποιος θα έλεγε ότι αυτό που σε μένα φάνηκε ωμότητα είναι απλώς η άσκηση του δικαιώματος στην αλήθεια: στην αλήθεια της επιθυμίας ή, συγχωρέστε με, στην αλήθεια της καύλας. Η γλώσσα απλώς δεν θέλει πια να κρυφτεί, να μεταμφιεστεί, να σκεπαστεί από κάποια αιδώ – η αιδώς έφερε ανέκαθεν μαζί της το πέπλο, μια κουρτίνα, ένα κουτί με μυστικά (θυμηθείτε τα συρτάρια με το λεύκωμα της μαθήτριας, τα γράμματα, τα ραβασάκια).
Αυτή όμως η τωρινή ένωση ωμότητας και απελευθέρωσης, δεν πείθει ως ελευθερία. Ίσως γιατί παρατηρεί κανείς πως αυτή η εκφραστική ωμότητα φέρνει μαζί της, δίδυμη σκιά της, μια καταθλιπτική έλλειψη περιέργειας. Να τα έχεις δει όλα, σε έναν πρόωρο κορεσμό. Δεν είναι ότι αυτά τα κορίτσια μιλούσαν «σαν άνδρες» αλλά ότι μιλούσαν σαν τις χειρότερες στιγμές κάποιων συναισθηματικά ματαιωμένων αντρών.
Ξέρω πως αυτά τα παράπονο και η αντίστοιχη ενόχληση μπορεί να είναι εφέ της ηλικίας και του φύλου μου: η αιώνια διαμαρτυρία για τη γλώσσα κάποιων νεότερων, για κάποια ήθη του παρόντος. Εξ ορισμού άρα είναι υπονομευμένη η γραφή για τέτοια μικροεπεισόδια της καθημερινότητας όπου κανείς μπορεί να ξαφνιαστεί από το πόσο ξένος του έχει γίνει ένας κόσμος.
Η ανησυχία μου όμως και η κατοπινή λύπη (γιατί τελικά αυτή η εμπειρία σε λύπη μεταβολίστηκε) έχει να κάνει με την αίσθηση ότι αυτά τα κορίτσια έχουν τον πειρασμό να δανειστούν την ωμότητα σαν να είναι αυτή που θα τις λυτρώσει από την αδυναμία και τους δεύτερους ρόλους. Όπως όταν κανείς πάει να γίνει βίαιος πιστεύοντας πως η βία θα του χαρίσει μαγική δύναμη. Ή γίνεται αγενής μπερδεύοντας την αγένεια με εμπειρία ισότητας. Ή μεταβάλλεται στον «κακό», υποθέτοντας πως έτσι θα τον υπολογίζουν και θα τον σέβονται περισσότερο στην οικονομία των ρόλων.
Μπορεί βέβαια να μην ισχύει αυτό και απλώς τα κορίτσια, κάποια κορίτσια, να ζουν τελείως φυσικά αυτό που επικρατεί στο πεδίο της ζωής τους. Έτσι μιλούν όλοι ή έτσι μιλούν στη δική μου «φυλή» κι εγώ απλώς πρέπει να συντονιστώ. Περισσότερο από ωμότητα να 'ναι απλώς ο φόβος μη βρεθείς άστεγος και ο ακόμα μεγαλύτερος φόβος μη θεωρηθείς παράξενος και βγεις εκτός παιχνιδιού.
Η ωμότητα επιβάλλεται έτσι ως καταπιεστική ορθοδοξία απέναντι στην αίρεση της καλοσύνης και της «ρομαντικής» προσέγγισης. Μια στεγνή ορθοδοξία που αντιστοιχεί στην εποχή της συνεχούς πληροφόρησης σε ζωντανό χρόνο για τις κινήσεις, τα λόγια και τις επιλογές των άλλων.
Το πρόβλημα δεν είναι πια η σεμνοτυφία, η υποκρισία, η σεξουαλικότητα και οι κώδικές της. Το πρόβλημα είναι η ξερή διαφάνεια όπου το δωδεκάχρονο «τα έχει δει όλα», όπου η μαζική, ανεμπόδιστη πορνογραφία έχει εισβάλει σε ηλικίες που πρέπει να μάθουν τη γλώσσα της επιθυμίας, δηλαδή τη γλώσσα της αληθινής σαγήνης.
Και αν θα έδινα έναν ορισμό της ωμότητας θα έβλεπα σε αυτή κυρίως την απουσία σαγήνης, όχι την ελευθερία, ούτε την απροσποίητη ειλικρίνεια. Το θέμα εντέλει ξεπερνάει όσα έτυχε να ακούσω και τελικά (γιατί άραγε;) δεν τόλμησα να τα μεταφέρω εδώ αυτολεξεί.