ΕΧΩ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ που τους αγγίζω για να πάρω δύναμη. Κάποιους δεν τους έχω δει ποτέ από κοντά, οι λογοτεχνικοί μου Άγιοι, ζωντανοί και νεκροί, στους οποίους γυρίζω όποτε θέλω κουράγιο. Κι άλλους, τους ξέρω, είναι συνήθως γυναίκες που ζουν μια «ασήμαντη» ζωή και αναμετρώνται με τα πιο δύσκολα πράγματα.
Την ποιήτρια Δανάη Σιώζου την είχα μάθει ως ποιήτρια των Ενδεχόμενων Τοπίων και δεν την ήξερα προσωπικά. Μου είχε αρέσει πολύ εκείνο το βιβλίο. Και τώρα την ξαναμαθαίνω μέσα από τα λόγια στο μπλογκ της (Αυτά δεν είναι ποιήματα) και τις φωτογραφίες που ανεβάζει στο Instagram, κρατώντας κάτι σαν ημερολόγιο καρκίνου.
Η ζωή, δύσκολη λόγω της επίθεσης της ασθένειας στο σώμα, μεταβολίζεται μέσα από λέξεις και εικόνες. Προφανώς, η ίδια δηλώνει πως δεν είναι ποιήματα αυτά, όμως φυσικά και είναι. Ή, αλλιώς, πρόκειται για ένα μεικτό εγχείρημα με φωτογραφίες και λέξεις που φωτίζει τις στιγμές της ασθένειας σε νεαρή ηλικία.
Δεν είναι μόνο η δύναμη που παίρνει κανείς διαβάζοντας αυτές τις λέξεις: «επιστρέφω / μαθαίνω να ζω με τον φόβο / μαθαίνω να ζω με τον πόνο / μαθαίνω να ζω». Είναι σαν κάτι ζεστό μέσα μας, σαν μαγικό φίλτρο, αυτή η τσουχτερή ειλικρίνεια. Αυτές οι λιτές σημειώσεις κάνουν αυτό που, κατά τη δική μου άποψη, πάντα καλείται να κάνει η λογοτεχνία και γι’ αυτό εγώ τις λέω ποιήματα. Μας κάνουν παρέα. Μας αφήνουν λιγότερο μόνους-ες μας στο σύμπαν, λιγότερο χαμένους. Είναι ένα είδος σωτηρίας. Μια προσευχή.
Παράλληλα, στο Ιnstagram η Σιώζου αντιστρέφει το κλισέ. Δεν μας δείχνει πόσο τέλεια περνάει αλλά βρίσκει το αδιανόητο θάρρος να μας δείξει ορούς, κρεβάτια νοσοκομείου, ουλές, σκασμένο δέρμα, σπασμένες φλέβες. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως η δημιουργικότητα είναι ένα από τα ελάχιστα που έχουμε να αντιτάξουμε στις συνθήκες της παρουσίας μας στον κόσμο.
Κάθε άνθρωπος που μιλάει για την ασθένειά του λέει αυτό που δεν θέλουμε ν’ ακούμε. Δεν είναι σπάνιο. Είναι η φύση μας. Μάλιστα η Δανάη Σιώζου αποφεύγει κάθε ναρκισσισμό γύρω από την ασθένεια. Δηλώνει μία ανάμεσα σε πολλούς, μέλος μιας κοινότητας γυναικών με τις οποίες συνδέθηκε με αφορμή τον καρκίνο.
Οι εικόνες της Σιώζου, όπως και άλλων καρκινοπαθών στο Instagram, καταλαμβάνουν έναν χώρο προορισμένο για διαφήμιση, ομορφιά και πλαστική «ευτυχία». Αντίθετα η Σιώζου εισφέρει κάτι άλλο. Η δημοσιοποίηση της ασθένειας, εκτός από εγχείρημα παρηγορητικό για τους άλλους, είναι και πολιτική πράξη.
Η αρρώστια δεν είναι καθόλου προσωπικό ζήτημα. Φάνηκε αυτό το φρικτό 2021. Το φρικτό 2021 έσπασε και το ταμπού της νεανικής ασθένειας, ειδικά εάν συνυπολογίσουμε τις ψυχικές ασθένειες και τους εθισμούς σε ναρκωτικά. Αποδείχτηκε πόσο πολύ εξαρτάται η επιβίωσή μας από την τύχη, την ύπαρξη συστημάτων περίθαλψης, τους άλλους, την ιστορική συγκυρία.
Η ασθένεια που μένει κρυφή και μυστική, βαθιά μες στην ιδιωτική σφαίρα, αφήνει ακλόνητες φαντασιώσεις που θέλουν τον πληθυσμό άτρωτο ή τρωτό από δική του ευθύνη. Κι όμως, τόσοι νέοι άνθρωποι όλο και κάτι παθαίνουν τώρα και δεν έχουν πια το κοινωνικό κράτος πρόνοιας ή τα εισοδήματα άλλων εποχών.
Κάθε άνθρωπος που μιλάει για την ασθένειά του λέει αυτό που δεν θέλουμε ν’ ακούμε. Δεν είναι σπάνιο. Είναι η φύση μας. Μάλιστα η Δανάη Σιώζου αποφεύγει κάθε ναρκισσισμό γύρω από την ασθένεια. Δηλώνει μία ανάμεσα σε πολλούς, μέλος μιας κοινότητας γυναικών με τις οποίες συνδέθηκε με αφορμή τον καρκίνο. Απέχει έτσι συνειδητά από το γνωστό «γιατί συνέβη σ’ εμένα;». Μα γιατί συμβαίνει στον καθένα.
Οι φωτογραφίες μιας πανέμορφης νεαρής κοπέλας χωρίς μαλλιά βγάζουν τη γλώσσα και σ’ αυτό το ανόητο ταμπού-φετίχ με τα μαλλιά μας. Σ’ έναν κόσμο με φίλτρα, πλαστική επέμβαση στα δεκαέξι και πλήρη άρνηση του γήρατος κάποιοι/-ες φωτογραφίζονται χωρίς μαλλιά. Αυτή η αγέρωχη ελευθερία σπάει τα δεσμά όλων μας. Είναι κάτι νέο για την ελληνική κοινωνία που δεν θέλει να ξέρει, να ονοματίζει ή να συζητά τον καρκίνο, την απώλεια, την ψυχική πάθηση, τους εθισμούς ή ό,τι άλλο παρουσιάζεται συστηματικά ως πρόβλημα προσωπικό ή, έστω, της οικογένειας.
Το παράδειγμα της Δανάης Σιώζου με γεμίζει ζεστασιά, αγάπη και όρεξη για ζωή. Κάνει αυτό που οφείλουν να κάνουν οι λογοτέχνες, φτιάχνει ένα μέρος να κρυφτείς μέσα στην άβολη ειλικρίνεια, μέσα σε γλυκόπικρες αλήθειες. Πάω στο μπλογκ της όποτε νιώθω χάλια, έτοιμη να γκρινιάξω, να ουρλιάξω ή να σταματήσω να βλέπω την ομορφιά στα πάντα γύρω μου, να σταματήσω να ενδιαφέρομαι. Γράφει: «Τώρα κοιτάζω από το παράθυρο / το φως / θυμάμαι πως παίζω με τις ηλιαχτίδες / ίσως μπορώ και χωρίς τις βλεφαρίδες μου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.