«Το 1988 η Sheryl Leach δημιούργησε ένα τέρας». Έτσι ξεκινά το ντοκιμαντέρ «I love you, you hate me» που προβάλλεται στο Ρeacock και αναδεικνύει το τεράστιο κύμα αγάπης και μίσους που συνόδευσε τον διάσημο μοβ δεινόσαυρο των παιδικών μας χρόνων.
Όσοι έτυχε να είναι παιδιά την εποχή που το ίντερνετ έκανε θόρυβο στο τηλέφωνο και τα websites ήταν απλώς μερικές δεκάδες χιλιάδες, θα το θυμούνται. Τα πρωινά που πριν πάμε σχολείο κουλουριαζόμασταν στον καναπέ για να δούμε το ατσαλάκωτο χαμόγελό του, την παρέα των παιδιών από διαφορετικές εθνικότητες που τραγουδούσαν γύρω του, τα διδάγματα και τις παραινέσεις του μεγάλου και φιλικού Barney.
Όπως και να τον έχετε στη μνήμη σας, το σίγουρο είναι ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάθε άλλο παρά τέρας. «I love you, you love me, we are a happy family» τραγουδούσαν τα παιδιά και όλα έμοιαζαν ρόδινα σε έναν ήρωα που μοίραζε απλόχερα αγάπη.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, όμως, την εποχή του «Pulp Fiction», των Nirvana, της ειρωνείας του David Letterman και της αυγής των social media, ο γλυκός, μοβ δεινόσαυρος θα γινόταν η αιτία για μια σειρά από αδιανόητα εχθρικές και βάναυσες συμπεριφορές και ένα κύμα μίσους που θα δημιουργούσε μία από τις πρώτες περιπτώσεις viral cyberbullying.
Παρότι σίγουρα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση αγάπης-μίσους, ένα case study για τη δύναμη της πληροφορίας και των viral trends που άρχισαν να μπαίνουν για πρώτη φορά στις ράγες του διαδικτύου, ο Barney είναι κυρίως ένα από τα πιο δημοφιλή παιδικά shows που έχει δει ο πλανήτης.
Ο Barney θα έτρωγε σφαίρες, θα έβγαινε knock out σε κατάμεστα γήπεδα, θα δεχόταν χτυπήματα με βαριοπούλες και θα προκαλούσε εκστρατείες με σκοπό τον αφανισμό του. Και αν κάτι τέτοιο συνέβαινε σε έναν συγκεκριμένο βαθμό, το ντοκιμαντέρ του Peacock φροντίζει με στόμφο και δραματικότητα να το αναγάγει σε μείζονα προβληματισμό της τότε εποχής.
Η κλιμάκωση της μουσικής και οι υπερβολικές εκφράσεις των συνεντευξιαζόμενων προσθέτουν ένταση σε ένα ντοκιμαντέρ που, παρότι τράβηξε το βλέμμα των media, άρα αποτελεί αυτόματα εμπορική επιτυχία, παλεύει να δημιουργήσει ένα μεγάλο case, που στερείται όμως ερείσματα. Η ίδια η δημιουργός του Barney αρνήθηκε να μιλήσει.
Το αφήγημα του ντοκιμαντέρ, που ξεκινά με τον πυροβολισμό μιας κούκλας του Barney, βασίζεται στην ιδέα πως η παιδική εκπομπή που λατρεύτηκε ταξιδεύοντας σε περισσότερες από 200 χώρες στον κόσμο είχε ως επίκεντρο μια φιγούρα η οποία ήταν υπερβολικά τέλεια, μη ανθρώπινη, μονίμως και ατσαλάκωτα χαμογελαστή, και μοίραζε διδακτισμό και συμβουλές. Μια φιγούρα που δεν θα άντεχε να παρακολουθήσει κανένας γονιός για πάνω από τρία λεπτά.
Η επανάληψη των τραγουδιών από τα παιδιά, οι τσιριχτές φωνές και η έλλειψη του παραμικρού ελαττώματος που θα καθιστούσε τον Barney ανθρώπινο ήταν στοιχεία που πυροδότησαν το μίσος.
«I love you, you hate me» - Official Trailer Peacock Original
Το show ξεκίνησε ως low budget παραγωγή, με δεκάδες μαμάδες να σηκώνουν σταθερά τηλέφωνα για να ενημερώσουν άλλες, ως τακτική marketing, ελλείψει πόρων που θα επέτρεπαν τη δημιουργία promo βίντεο.
Όταν ένα απόγευμα η Sheryl Leach πήγε σε βιντεοκλάμπ ενός προαστίου του Ντάλας για να βρει μια κασέτα που θα κρατούσε τον δίχρονο γιο της απασχολημένο, ανακάλυψε ένα πρόγραμμα όπου τα παιδιά τραγουδούσαν όλα μαζί. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα. Η Leach λέει σε μια συνέντευξή της πως δεν είχε ένσημα στη βιομηχανία των βίντεο. «Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;» σκεφτόταν. Ο νονός της είχε ένα στούντιο παραγωγής κι έτσι ξεκίνησαν τα γυρίσματα.
O αρχικός σεναριογράφος λέει ότι η Leach δεν ήθελε ο Barney να έχει αιχμηρά δόντια αλλά προτιμούσε να είναι μια αστεία προσωπικότητα, εμπνευσμένη από τον χαρακτήρα του Bruce Willis στο «Moonlighting». Τελικά ο σεναριογράφος απολύθηκε με μια επιστολή που ανέφερε: «Αποφασίσαμε πως έχεις ένα πολύ δημιουργικό πνεύμα που δεν μπορεί να περιοριστεί».
Για κεντρικός ηθοποιός προοριζόταν η φωνή των διαφημιστικών σποτ των McDonald, όμως η στολή δεν ταίριαζε στο ύψος του, έτσι προσέλαβαν άλλο ηθοποιό για το performance και κράτησαν εκείνον για τις εκφωνήσεις. Όταν όμως πήγε στον στρατό, προσέλαβαν στη θέση έναν χορευτή, ο οποίος επρόκειτο στη συνέχεια να γίνει δάσκαλος tantra και πνευματικής σεξουαλικότητας.
Με το show να κάνει επιτυχία στην τηλεόραση του Tέξας και τις live εμφανίσεις σε θέατρα να γίνονται sold out από γονείς και παιδιά, το όλο εγχείρημα τράβηξε το βλέμμα ενός ανθρώπου του PBS που προσάρμοσε τη σειρά στο διάσημο κανάλι. Η μανία είχε μόλις ξεκινήσει.
Όλο και περισσότερα παιδιά στον κόσμο μαγνητίζονταν από την καλοσύνη του μοβ δεινόσαυρου, ο οποίος με ένα χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπό του τα παρακινούσε να χορεύουν, να πλένουν τακτικά τα δόντια τους και να αγαπούν τους διπλανούς τους. Τι θα μπορούσε να πάει λάθος;
«Όταν κάτι είναι διαρκώς χαρούμενο, χωρίς καμιά διακύμανση, προκαλεί τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, που θέλει την καταστροφή του για να ικανοποιηθεί», αναφέρει ένας από τους συνεντευξιαζόμενους.
Όταν ένας γονιός γύρισε σπίτι και το παιδί του, αντί να τον αγκαλιάσει, παρακολουθούσε στην τηλεόραση το αγαπημένο του show, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ίδρυσε την «I hate Barney secret society», μια ομάδα που αυτοπροσδιορίζεται στο ντοκιμαντέρ ως «support group» για γονείς με εθισμένα στον Barney μέλη της οικογένειας. Αυτό που έκαναν ήταν να βγάζουν τακτικά ένα «I hate Barney» newsletter.
Όμως εκείνο που συνέβαλε σημαντικά στη στοχοποίηση του μοβ δεινόσαυρου ήταν η έλλειψη αρρενωπότητας, ενός στοιχείου που την εποχή εκείνη έπρεπε να την επιδεικνύεις. Το ντοκιμαντέρ συνδέει το όλο κλίμα εναντίον του σόου με την περίοδο του AIDS και της έντονης ομοφοβίας. Ο Barney είναι ευγενικός και γλυκός σε μια εποχή που το να συμπεριφέρεσαι έτσι σε καθιστούσε στόχο.
Τις πρώτες ενδείξεις ακολούθησαν ακόμα περισσότερες βίαιες ενέργειες. «Είναι σαν τα παιδιά να είναι όμηροι ενός φανταστικού δεινόσαυρου», αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ. Ο συνθέτης της μουσικής που ακούγεται στην έναρξη του show αρχίζει να δέχεται απειλητικά mails. Παιδιά τού στέλνουν μηνύματα ότι τον μισούν. «Εσύ είσαι ο Barney που μαχαίρωσα και πυροβόλησα έξω από τη Νέα Ορλεάνη;» ρωτούσε ένα mail απευθυνόμενο στον Bob West, τη φωνή του Barney.
Μία από τις πρώτες σελίδες την εποχή του διαδικτύου ονομαζόταν «The Jihad to destroy Barney» και δημιουργήθηκε από φοιτητές κολεγίου. Για να μπεις πληκτρολογούσες alt.Barney.dinosaur.die.die.die.
Το μίσος κατά του μοβ δεινόσαυρου με τον καιρό πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις: βίντεο με haters που καίνε και χτυπούν αρκουδάκια με τη μορφή του, video games με τον Barney στόχο πυροβολισμών και μάχες σε live shows με αθλητικούς αγώνες. Όταν ένας άντρας ντυμένος κοτόπουλο –η διάσημη μασκότ μιας ομάδας σε ένα γήπεδο μπέιζμπολ– άρχισε να παλεύει με έναν άλλο τύπο ντυμένο Barney, ακολούθησε μια μήνυση 100.000 δολαρίων για προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας. Το δικαστήριο όμως θεώρησε ότι δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο από παρωδία. Στο στόχαστρο του νόμου μπαίνουν και οι ομάδες των haters.
Κάποια στιγμή η δημιουργός του Sheryl αποχωρεί από το show. Η διαδικασία πώλησης των δικαιωμάτων ξεκινούν. Ο Barney αλλάζει, η αρχική απλοϊκή φιλοσοφία παίρνει πιο εμπορικό χαρακτήρα, νέοι ήρωες μπαίνουν στο show και η εκπομπή χάνει την αυθεντική λάμψη της.
Προς το τέλος του το ντοκιμαντέρ εστιάζει ιδιαιτέρως και στον γιο της Sheryl, Patrick, που αργότερα κατηγορήθηκε για ένοπλη επίθεση και καταδικάστηκε σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση επειδή διαφώνησε με έναν γείτονά του και τον πυροβόλησε. Η σχέση του με τον φανταστικό ήρωα που εκείνη δημιούργησε, η οποία υποδηλώνεται στο ντοκιμαντέρ, αλλά δεν συζητείται ανοιχτά, λένε ότι υπήρξε ένας από τους βασικούς λόγους που η δημιουργός αρνήθηκε να μιλήσει.
Παρότι σίγουρα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση αγάπης-μίσους, ένα case study για τη δύναμη της πληροφορίας και των viral trends που άρχισαν να μπαίνουν για πρώτη φορά στις ράγες του διαδικτύου, ο Barney είναι κυρίως ένα από τα πιο δημοφιλή παιδικά shows που έχει δει ο πλανήτης.
Ακόμα κι αν το ντοκιμαντέρ φροντίζει να στρέψει τους προβολείς στο κύμα των haters, φέρνοντας με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο στο προσκήνιο ανθρώπους που δούλευαν στα κοστούμια και πίσω από τις κάμερες, δεν παύει να είναι επιφανειακό.
Το μόνο που καταφέρνει είναι να μας γυρίσει για λίγο στην εποχή που δεν είχαμε καμία απολύτως σκοτούρα και απλώς κοιτούσαμε τον τέλειο δεινόσαυρο, ο οποίος, μακριά από την πραγματικότητα, γινόταν ο ήρωας της παιδικής μας ηλικίας. Αντί για κάπα, όπως ο Σούπερμαν, είχε μοβ στολή. Ήταν απλώς πολύ τέλειος. Και για κάποιους αυτό είναι εκνευριστικό.