Διακόσια χρόνια συμπληρώνονται από την επέτειο της γέννησης της Γαλλίδας ζωγράφου Ρόζα Μπονέρ και το Musée d'Orsay οργανώνει έκθεση αφιερωμένη στην καλλιτέχνιδα του 19ου αιώνα η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2023. Τα νατουραλιστικά της έργα απεικονίζουν πλάσματα του ζωικού βασιλείου και, όπως λένε οι επιμελητές της έκθεσης, ο τρόπος με τον οποίο τα ζωγράφιζε ήταν ένας τρόπος να τα σέβεται.
Οι εικόνες τους ξεχειλίζουν συναίσθημα. «Μεταφέρει την έκφραση της ψυχής τους μέσα από τα μάτια και τις στάσεις τους, ζωγραφίζοντάς τα προσεκτικά και πιστά», λέει η Leïla Jarbouai, επιμελήτρια της έκθεσης.
Η έκθεση συγκεντρώνει περίπου 200 έργα, από πίνακες και σχέδια μέχρι γλυπτά και φωτογραφίες. Έχει σημασία η εποχή στην οποία δημιούργησε η Ρόζα Μπονέρ τα έργα της. Στον ανδροκρατούμενο κόσμο των ιμπρεσιονιστών και των ζωγράφων του 19ου αιώνα, ήταν φωτεινές και λίγες οι εξαιρέσεις των γυναικών καλλιτεχνών.
Παρά την περιορισμένη πρόσβασή τους στα σαλόνια της τέχνης, τα επιτεύγματα και η παρουσία των γυναικών που ξεπερνούσαν την ταυτότητα της ερωμένης, του μοντέλου ή της μούσας ήταν αξιοσημείωτα στα τέλη του 19ου αιώνα στο Παρίσι, που ήταν το πιο ζωντανό πολιτιστικό κέντρο του κόσμου εκείνης της εποχής. Οι γυναίκες μέσα στον ιμπρεσιονισμό ξεπέρασαν τους περιορισμούς του φύλου, δημιουργώντας αδιανόητες για την εποχή σταδιοδρομίες.
Παρά την περιορισμένη πρόσβασή τους στα σαλόνια της τέχνης, τα επιτεύγματα και η παρουσία των γυναικών που ξεπερνούσαν την ταυτότητα της ερωμένης, του μοντέλου ή της μούσας ήταν αξιοσημείωτα στα τέλη του 19ου αιώνα στο Παρίσι, που ήταν το πιο ζωντανό πολιτιστικό κέντρο του κόσμου εκείνης της εποχής.
Η φοίτηση τους στην Έcole des Beaux-Arts, τη σπουδαιότερη Ακαδημία της Γαλλίας μέχρι το 1897 ήταν απαγορευμένη. Παρακολουθούσαν ιδιωτικές ακαδημίες και εξέθεταν ανεξάρτητα τα έργα τους, και έφτιαξαν τη δική τους ένωση, που ονομαζόταν «Femmes Peintres et Sculpteurs», το 1881.
Πολύ αργότερα, οι Γαλλίδες απέκτησαν θεμελιώδη δικαιώματα όπως η πρόσβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού και η απόκτηση νόμιμης κηδεμονίας των παιδιών τους.
Το ηθικό και κοινωνικό στίγμα εμπόδιζε την πλήρη συμμετοχή των γυναικών στις τέχνες. Τα ταμπού και η περιορισμένη πρόσβαση σε διάφορες τοποθεσίες περιόρισαν αυτόματα και την γκάμα των θεμάτων τους. Όμως έσπρωξαν με τον τρόπο τους το γυναικείο ζήτημα στα άκρα μέσα στον κόσμο της τέχνης, ξεκινώντας έναν αγώνα για ισότητα που συνεχίζεται ακόμα.
Η Ρόζα Μπονέρ γεννήθηκε στο Μπορντό της Γαλλίας και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον καλλιτεχνικό που υποστήριζε την ελευθερία στη σκέψη και στην κίνηση. Ο πατέρας της άσκησε μεγάλη επιρροή στη Ρόζα, τόσο καλλιτεχνικά όσο και κοινωνικά. Ήταν και ο ίδιος καλλιτέχνης και σοσιαλιστής, υποστήριζε την ισότητα των δύο φύλων και την κατάργηση των ταξικών διαφορών και έδωσε καλλιτεχνική παιδεία και στα τέσσερα παιδιά του.
Η Ρόζα εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο και εξέθεσε για πρώτη φορά στο Σαλόνι σε ηλικία 19 ετών. Άρχισε να αντιγράφει έργα του Λούβρου, σχεδιάζοντάς τα και ζωγραφίζοντάς τα με φωτογραφική ακρίβεια. Πεπεισμένη ότι τα ζώα έχουν ψυχή, τα απεικόνιζε συχνά να κοιτούν τον θεατή κατάματα, σαν να ήταν άνθρωποι.
Η Μπονέρ από μικρή ζωγράφιζε ζώα. Ως ενήλικη, στο Παρίσι το 1829, εξασφάλισε την άδεια της αστυνομίας να κυκλοφορεί με ανδρικά ρούχα για να μην τραβάει την ανεπιθύμητη προσοχή την ώρα που σκίτσαρε. Ζωγράφιζε σε πάρκα, αγορές αλόγων και σφαγεία και σήμερα θεωρείται η πιο διάσημη ζωγράφος ζώων του 19ου αιώνα.
Έλεγαν ότι ζωγράφιζε «σχεδόν σαν άντρας», που ήταν η καλύτερη δυνατή φιλοφρόνηση για το έργο της εκείνη την εποχή. Φορώντας ένα βαρύ αντρικό πανωφόρι και τις ψηλές λασπωμένες μπότες της, δούλεψε σκληρά και το έργο της έγινε διάσημο ακόμα και στην Αμερική. Με τη στάση της άνοιξε τον δρόμο σε καλλιτέχνιδες που ακολούθησαν. Ήταν τόσο διάσημη που υπήρχαν παιδικές κούκλες με το όνομα Ρόζα. Την αποθέωσαν βασιλείς και πολιτικοί άνδρες. Μια ποικιλία τριαντάφυλλου πήρε το όνομά της.
Στην έκθεση παρουσιάζονται σκίτσα της ελάχιστα γνωστά, μεταξύ των οποίων ένα σχέδιο με κάρβουνο σε λινό για τον πιο γνωστό της πίνακα, το μνημειώδες έργο της «Το πανηγύρι των αλόγων» (1852-55). Ανακαλύφθηκε πρόσφατα από την ομάδα του Château de By, του μουσείου που είναι αφιερωμένο στην καλλιτέχνιδα στις παρυφές του δάσους του Fontainebleau, σε ένα κτίριο που αγόρασε η ίδια το 1859 και στο οποίο μετέφερε το εργαστήριό της.
Σε ηλικία 37 ετών, βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητάς της και έκανε το κτίριο σπίτι και στούντιό της για σαράντα χρόνια, με κλουβιά για τα ζώα της στο πάρκο του. Ανακατασκεύασε το κάστρο για να το κάνει άνετο και να προσθέσει ένα τεράστιο νεογοτθικό στούντιο με τον χώρο και το φως που χρειαζόταν. Στο κάστρο αυτό η αυτοκράτειρα Ευγενία της απένειμε το 1865 το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής.
Η Μπονέρ ήταν γνωστή κατά τη διάρκεια της ζωής της για τις ιδιόρρυθμες συνήθειές της, και για το γεγονός ότι αψηφούσε τους περιορισμούς του φύλου της τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική της ζωή. Είχε τα μαλλιά της κοντά, ίππευε «με τον αντρικό τρόπο», έμαθε να πυροβολεί με όπλο, κυνηγούσε μικρά θηράματα, έλεγε πρόστυχα αστεία, έστριβε τα δικά της τσιγάρα και κάπνιζε πολύ σε μια εποχή που η συνήθεια αυτή δεν θεωρούνταν σεβαστή για τις γυναίκες. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και μερικές φορές την περνούσαν για άντρα.
Έζησε επί τέσσερις δεκαετίες στο κάστρο της με τη Νάταλι Μίκας, παιδική φίλη και συνάδελφο ζωγράφο. «Αν ήμουν άντρας, θα την είχα παντρευτεί», έγραψε η Μπονέρ για τη Μίκας. «Θα είχα κάνει οικογένεια, με κληρονόμους τα παιδιά μου, και κανείς δεν θα είχε δικαίωμα να παραπονεθεί».
Η Μίκας πέθανε το 1889 και η Μπονέρ, 67 ετών τότε, κάλεσε την Άννα Κλούμπκε, μια Αμερικανίδα ζωγράφο 34 χρόνια νεότερή της, να ζήσει μαζί της. Η σχέση τους ήταν ο «θείος γάμος δύο ψυχών», έγραψε σε μια επιστολή προς τη νεαρή γυναίκα, την οποία αργότερα αποκάλεσε την κόρη που δεν είχε ποτέ. Μετά τον θάνατό της, η Κλούμπκε έγινε η μοναδική κληρονόμος της περιουσίας της. Έχουν ταφεί μαζί στο κοιμητήριο Père Lachaise στο Παρίσι.
Οι επιμελητές της έκθεσης θέλουν επίσης να επιστήσουν την προσοχή των επισκεπτών στην ανεξερεύνητη ρομαντική πλευρά του έργου της Μπονέρ, η οποία είναι ορατή σε μια μελανόχρωμη λιθογραφία με λύκους και έναν μοναχικό αναβάτη στη Σκωτία.
Η Μπονέρ πουλούσε τα έργα της απευθείας σε συλλέκτες και ο Βέλγος έμπορος Ernest Gambart, ο οποίος παρήγαγε εκτυπώσεις των πινάκων της και οργάνωνε διαφημιστικές περιοδείες, έπαιξε ρόλο στη διεθνή επιτυχία της. Μετά το 1853, ωστόσο, συμμετείχε σπάνια στο Σαλόνι. Οι Γάλλοι επισκέπτες δεν γνώριζαν πλέον το έργο της, γνώριζαν τη γυναίκα, τον θρύλο, περισσότερο από ό,τι την τέχνη της.
Η ιστορία της τέχνης και η έννοια της πρωτοπορίας δεν άφησαν χώρο για την τέχνη της Μπονέρ που απεικόνιζε κυρίως ζώα και με αυτή την έκθεση το Musée d'Orsay ελπίζει να ανακτήσει χώρο τόσο για την καλλιτέχνιδα όσο και για τις δημιουργίες της.