Υπάρχει ένα τμήμα του φετινού προγράμματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που υπόσχεται μια διαφορετική εμπειρία στους φεστιβαλιστές και αυτό είναι το αφιέρωμα στο σινεμά των αυτοχθόνων.
Αν έπρεπε να συνοψίσουμε σε μερικές αράδες το σινεφιλικό ιδανικό, θα γράφαμε ότι συνίσταται στη γνωριμία μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει, στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, στην τοποθέτησή μας στη θέση του (όποιου) άλλου. Ε, οι ταινίες που απαρτίζουν το συγκεκριμένο αφιέρωμα δεδομένα πραγματώνουν το σινεφιλικό ιδανικό και με το παραπάνω.
Κάποιες έχουν γυριστεί από αυτόχθονες, κάποιες έχουν τέτοιους στο επίκεντρο της δράσης τους, όλες τους, όμως, φέρνουν τους αυτόχθονες στο προσκήνιο, αναδεικνύοντας την ιδιοσυγκρασία τους μακριά από συνήθεις, στερεοτυπικές απεικονίσεις. Επίσης, οι περισσότερες είτε δεν έχουν προβληθεί ποτέ στις ελληνικές αίθουσες, είτε είχαν μεμονωμένες προβολές σε φεστιβάλ, είτε βρήκαν διανομή, μα πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες.
Σκεφτείτε ότι η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά από όλες ήταν ο «Παγωμένος Δρομέας» (2001), ο οποίος, αν δεν μας απατά η μνήμη μας, είχε κόψει γύρω στα 6.000 εισιτήρια όταν είχε βγει στις αίθουσες, ένας αριθμός που σήμερα θα τον καθιστούσε sleeper hit, μα τότε ήταν ένα νούμερο στα όρια του ανεκτού για καλλιτεχνικούς τίτλους σαν αυτόν.
Κάποιες έχουν γυριστεί από αυτόχθονες, κάποιες έχουν τέτοιους στο επίκεντρο της δράσης τους, όλες τους, όμως, φέρνουν τους αυτόχθονες στο προσκήνιο, αναδεικνύοντας την ιδιοσυγκρασία τους μακριά από συνήθεις, στερεοτυπικές απεικονίσεις.
Στις πρώτες δεκαετίες του μέσου, το σινεμά προσέγγισε τους αυτόχθονες με έντονο το στοιχείο του εξωτισμού. Τους συναντούσαμε, άλλωστε, κυρίως μέσα από τις εξωτικές περιπέτειες, οι οποίες αποτελούσαν (και) μια σεβαστή μερίδα των κινηματογραφικών σίριαλ. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, το βλέμμα του Δυτικού και το αποικιοκρατικό στοιχείο ήταν δομικά στοιχεία της απεικόνισής τους, με μικρές εξαιρέσεις.
Μία χαρακτηριστική από αυτές είναι το ασπρόμαυρο «The Exiles» (1961) του Κεντ Μακένζι, το οποίο αφορά μια ομάδα Αμερικανών αυτοχθόνων από διαφορετικές φυλές που ζει στο Λος Άντζελες. Με σχεδόν ντοκιμαντερίστικη γραφή, ο ΜακΚένζι συλλαμβάνει στιγμές από την καθημερινότητα νεαρών ανθρώπων που βρίσκονται ανάμεσα σε δύο κόσμους και περιφέρονται στο αστικό τοπίο, κουβαλώντας ταυτόχρονα την κληρονομιά της καταγωγής τους. Το φιλμ παρέμενε χαμένο για χρόνια, για να αποκατασταθεί ψηφιακά και να προβληθεί στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2008.
Μια άλλη είναι το «Ballad of Crοwfoot» (1968), ένα μικρού μήκους φιλμ που μέσα από ένα κολάζ φωτογραφιών τραβηγμένων τον 19ο αιώνα και με όχημα την ομώνυμη μπαλάντα του Γούιλι Νταν, την οποία μπορείτε να ακούσετε εδώ, αφηγείται την ιστορία του αρχηγού των Μαυροπόδαρων, του Crowfoot. Οι θεωρητικοί του Καναδά αναφέρουν το έργο συχνά ως το πρώτο βιντεοκλίπ που γυρίστηκε στη χώρα.
Από τη δεκαετία του ’60, το αφιέρωμα μάς μεταφέρει στα ‘80s. To «Ngati» (1987) αποτελεί την πρώτη ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία Μαορί δημιουργού, θεωρείται φιλμ-σταθμός στη Νέα Ζηλανδία, είχε προβληθεί δε και στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών. Μας μεταφέρει στη μετα-αποικιοκρατική Νέα Ζηλανδία του 1948, όταν ακόμα η συνύπαρξη ανάμεσα σε λευκούς και Μαορί κάθε άλλο παρά αρμονική ήταν, και τοποθετεί τη δράση του σε ένα φανταστικό παραθαλάσσιο χωριό, το οποίο επισκέπτεται ένας Αυστραλός γιατρός, για να διαπιστώσει ότι τον συνδέουν πολλά περισσότερα με τους Μαορί από όσα πίστευε.
To «Geronima» (1986), μια ανακάλυψη των προγραμματιστών του φεστιβάλ, μας ταξιδεύει στην παγωμένη έρημο της Παταγονίας, όπου η ομώνυμη ηρωίδα, που ανήκει στη φυλή Μαπούτσε, μεγαλώνει ολομόναχη τα τέσσερα παιδιά της, μέχρι που ένας κρατικός αξιωματούχος μεταφέρει όλη την οικογένεια σε δημόσιο νοσοκομείο, όπου η Χερόνιμα καταρρέει ψυχολογικά. Σύμφωνα με τους ανθρώπους του φεστιβάλ, «η αυθεντική κόπια από την ηχογραφημένη κλινική διάγνωση της Χερόνιμα ακούγεται στο φόντο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ως αδιάψευστος μάρτυρας για τα αποτρόπαια ιστορικά γεγονότα στα οποία βασίστηκε το σενάριο».
Το αλαφροϊσκιωτο «Βe Devil» (1993) φέρει την υπογραφή της Τρέισι Μόφατ, μιας σημαίνουσας καλλιτεχνικής μορφής για τους Αβορίγινες. Αν και γνωστή κυρίως για τη δουλειά της ως φωτογράφου, η Μόφατ έχει γυρίσει και ταινίες. Η συγκεκριμένη είναι η πιο επιτυχημένη της, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών του 1993, απαρτίζεται από τρεις ιστορίες φαντασμάτων και λέγεται ότι αποτελεί μια υπνωτιστική κινηματογραφική εμπειρία. Το «Seven Songs of the Tundra» (2000) αποτελείται από 7 διαφορετικές ιστορίες, είναι γυρισμένο εξ ολοκλήρου στη γλώσσα των ιθαγενών Νενέτς, κινείται ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην τεκμηρίωση και συνδυάζει τους μύθους της φυλής με τις πραγματικές δοκιμασίες της από τον διωγμό που υπέστη η φυλή από τους Σοβιετικούς.
Παραμένουμε σε παγωμένο κλίμα και μεταφερόμαστε στην Αρκτική, καθώς η επόμενη χρονολογικά ταινία του αφιερώματος είναι το «Atanarjuat: The Fast Runner» (2001), δηλαδή o «Παγωμένος Δρομέας», στον οποίο είχαμε αναφερθεί και στην εισαγωγή μας. Η ταινία επιστρέφει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθώς είχε προβληθεί εκεί πριν δύο δεκαετίες, σε μια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, επεισοδιακή προβολή – είχε γίνει ένα μπέρδεμα με τις μπομπίνες, το οποίο ευτυχώς έγινε αντιληπτό από τους παρευρισκόμενους και αποκαταστάθηκε έγκαιρα.
Bασισμένο σε έναν θρύλο των Ινουί που αφηγείται μια πολυετή σύγκρουση ανάμεσα σε δυο άντρες με αντικείμενο τον έρωτα της πανέμορφης Ανουάτ, το φιλμ είναι γραμμένο και γυρισμένο από έναν Ινουί δημιουργό, μιλά τη γλώσσα των Ινουκτιτούτ και παίζουν σε αυτό αποκλειστικά ερασιτέχνες ηθοποιοί.
Με γυρίσματα που κράτησαν για μήνες, ο «Παγωμένος Δρομέας» έχει εκθαμβωτική φωτογραφία, μας γνωρίζει την κουλτούρα των αυτοχθόνων της Αρκτικής και, παρά τη γενναία, τρίωρη διάρκειά του, μας αποζημιώνει, ανοίγοντας παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο. Αν καταφέρετε να συγχρονιστείτε με τους ρυθμούς του, μετά το πέρας της προβολής θα σας πάρει λίγη ώρα μέχρι να προσαρμοστείτε και να επανέλθετε στην πολύβουη πραγματικότητα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Αλλάζουμε θερμοκρασίες και πηγαίνουμε στη Βραζιλία με το, όπως λέγεται, βραδύκαυστο «Birdwatchers» (2008), το οποίο απεικονίζει τον αγώνα των ιθαγενών Γκουαρανί να διατηρήσουν τη γη τους.
To μινιμαλιστικό «Samson and Delilah», από τις πιο γνωστές ταινίες του αφιερώματος, είχε κερδίσει Χρυσή Κάμερα στις Κάννες το 2009. Αφηγείται την ιστορία δύο ερωτευμένων έφηβων Αβοριγίνων που ξεκινούν την αναζήτηση της δικής τους θέσης σε αυτό τον κόσμο, μια θεματική ικανή να αγγίξει ευαίσθητες χορδές σε θεατές οποιωνδήποτε καταβολών και παραστάσεων. Φυσικά, η ταινία αποτελεί (και) μια από τις πιο αξιόλογες προσθήκες στη σχετική φιλμογραφία που στοχεύει στην ευαισθητοποίηση της αυστραλιανής κοινωνίας γύρω από το διαχρονικό ζήτημα της αντιμετώπισης του πληθυσμού των Αβοριγίνων.
Το «Heart of Time» (2009) του Αλμπέρτο Κορτές «διεισδύει στα άδυτα της Τσιάπας, στην καρδιά του αγώνα των Ζαπατίστας για αυτονομία», όπως μας ενημερώνει το φεστιβάλ, το «Quispe Girls» (2013) εξελίσσεται το 1974 σε ένα όρος στη Χιλή κι αφορά τρεις αδελφές που βόσκουν τα πρόβατά τους εκεί πιο κάτω, όταν μαθαίνουν για έναν νόμο που θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο που ζουν, ενώ το δράμα «The Orator» (2011) γυρίστηκε στο νησάκι Ουπόλου σε συμπαραγωγή Νέας Ζηλανδίας και Σαμόα, μιλά την τοπική γλώσσα, αποτέλεσε την πρώτη ταινία από τη Σαμόα που συμμετείχε στο φεστιβάλ της Βενετίας και, σύμφωνα με τις κριτικές, διαθέτει μια κορύφωση που δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο. Ήταν, μάλιστα, η πρώτη ταινία που υπέβαλε ποτέ η Νεα Ζηλανδία στην κατηγορία του Ξενόγλωσσου Όσκαρ, χωρίς να φτάσει στην τελική πεντάδα.
Αντίθετα, μια ταινία που επίσης προβλήθηκε στo Φεστιβάλ Βενετίας, πήρε βραβείο στην Εβδομάδα Κριτικής και τελικά κατάφερε να βρεθεί υποψήφια για Ξενόγλωσσο Όσκαρ –ήταν η έκπληξη στην πεντάδα εκείνης της χρονιάς– είναι το «Tanna» (2015). Το φιλμ μάς τοποθετεί σε ένα νησί του νότιου Ειρηνικού, όπου φυλές ιθαγενών αρνούνται να ασπαστούν τον δυτικό πολιτισμό που έχει επεκταθεί μέχρι τα παράλια του νησιού τους.
Αυτό είναι το σκηνικό όπου οι σκηνοθέτες Μπέντλι Ντιν και Μάρτιν Μπάτλερ θα αφηγηθούν μια (πάρα πολύ) απλή ιστορία αγάπης, που δοκιμάζεται από τις συνθήκες. Το δράμα ίσως είναι τετριμμένο, μα το ηθογραφικό σκέλος της ταινίας είναι ανεκτίμητο. Οι σκηνοθέτες καταγράφουν πιστά τη ζωή και τις συνήθειες των ιθαγενών, δίχως ποτέ να (επι)κρίνουν τα πιστεύω τους.
Η αληθοφάνεια και η πληρότητα του πορτρέτου αυτής της ιδιαίτερης μικρής κοινότητας ήταν μάλλον το στοιχείο που λειτούργησε ως κινητήριος μοχλός για το απίθανο ταξίδι αυτής της ταπεινής σε φιλοδοξίες και μέγεθος ταινίας με τελικό προορισμό το κόκκινο χαλί του Dolby Theater.
H «Καταγωγή των Σάμι» («Sami’s Blood», 2016) της Αμάντα Κερνέλ, μια ταινία που επίσης είχαμε δει στις ελληνικές αίθουσες, είναι μια ιστορία δύσκολης ενηλικίωσης, καθώς αφορά την απόφαση μιας δεκατετράχρονης να απαρνηθεί τη λαπωνική παράδοση των Σάμι και να ζήσει στον κόσμο τον λευκών, μόνο που βρισκόμαστε στα ‘30s και ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία των δεύτερων θέτει εμπόδια στην απόφασή της.
Η ταινία είχε πάρει το βραβείο Lux εκείνης της χρονιάς και, πέρα από την ενηλικίωση, αφορά την ταυτότητα, τον αυτοπροσδιορισμό και τον ετεροπροσδιορισμό, κάτι που την καθιστά μία από τις πιο ιδιαίτερες επιλογές του αφιερώματος.
Εκτός από το «Ballad of Crowfoot», στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, υπάρχουν τρεις ακόμα ταινίες μικρού μήκους. To «When the Leaves Are All Gone» (2010) έχει για κεντρική ηρωίδα τη μοναδική αυτόχθονα μαθήτρια σε ένα ολόκληρο σχολείο, η οποία, για να αντιμετωπίσει το διόλου φιλικό κλίμα απέναντί της, βρίσκει καταφύγιο στη φαντασία της.
Το «Snow in Paradise» (2011) αναφέρεται στο ζήτημα των πυρηνικών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν κατά καιρούς στον Ειρηνικό Ωκεανό, χωρίς να λογαριάσουν τις φυλές που ζούσαν στα νησιά τριγύρω, ενώ το «Blackbird» (2015) αναδεικνύει ακόμα μια περίπτωση εκμετάλλευσης και κακοποίησης των αυτοχθόνων μέσα από την ιστορία δυο αδελφών από τα νησιά του Σολομώντα που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία στα τέλη του 19ου αιώνα και να δουλέψουν ως σκλάβοι σε φυτείες ζάχαρης.
Όλες οι παραπάνω ταινίες συνθέτουν ένα ενδιαφέρον και, κατά περιπτώσεις, συναρπαστικό μωσαϊκό από ιστορίες φυλών και λαών προερχόμενων από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, ειπωμένων όχι μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη του δυτικού σινεμά, ούτε μέσα από τον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα και την ινσταγκραμική καλλιγραφία του «National Geographic», αλλά μέσα από την αμεσότητα και την «απορροφητική» δύναμη του αγνού, αμόλυντου σινεμά, εκείνου που από «έναν εξώστη μας δείχνει μια άλλη ζωή».