Όταν λέμε ντοπιολαλιά, εννοούμε τον ιδιαίτερο τρόπο που μιλάνε οι άνθρωποι σε κάποια περιοχή της Ελλάδας ή όπου υπάρχουν κάτοικοι ελληνικής καταγωγής. Τον προφορικό λόγο με τους ιδιωματισμούς και την ξεχωριστή προφορά των λέξεων της επαρχίας, γιατί στον γραπτό κυριαρχεί η εθνική γλώσσα, η επίσημη, που ταυτίζεται με τη γλώσσα της πρωτεύουσας, αυτή που διδασκόμαστε στο σχολείο.
Η τοπική διάλεκτος ήταν για πολλά χρόνια θέμα ταμπού γιατί η επίσημη γλώσσα και η πρωτευουσιάνικη προφορά ήταν ένας τρόπος για να δείξει κάποιος ότι έχει εξελιχθεί, ότι έχει αφήσει πίσω του το χωριό και έχει ενσωματωθεί στην αστική κουλτούρα – είναι πλέον μορφωμένος, επιστήμονας, διανοούμενος.
Μέχρι να εμφανιστεί το «Ντιάλιθ’ ιμ’ Χριστάκη» (Ύψιλον, 1987 / Πατάκης, 2018) του Σωτήρη Δημητρίου, γραμμένο στην ηπειρώτικη διάλεκτο, στην ελληνική λογοτεχνία δεν υπήρχαν ολόκληρα κείμενα σε ντοπιολαλιά. Η επίσημη γλώσσα της εξάλλου ήταν, και είναι, ένα είδος ανάγκης, το να γράφει ο συγγραφέας σε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν όλοι, γιατί το γλωσσικό ιδίωμα είναι δυσνόητο και απευθύνεται σε μικρότερο αριθμητικά κοινό, άρα υπάρχει και μεγαλύτερο ρίσκο να μείνει το βιβλίο στο ράφι.
Τα περισσότερα βιβλία που είναι γραμμένα σε τοπική διάλεκτο είναι συλλογές διηγημάτων, με ιστορίες που «ζωντανεύουν» παλιά περιστατικά που συνέβησαν σε κάθε τόπο, με αφηγήσεις απλών, αγράμματων ανθρώπων. Αποτελούν εν μέρει ηθογραφία και εν μέρει ιστορική καταγραφή έστω και γεγονότων που για πολλούς μπορεί να είναι ασήμαντα, αλλά σημαίνουν πολλά για την τοπική ιστορία.
Το επόμενο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» (Κέδρος, 1993 / Πατάκης, 2015) άνοιξε έναν νέο δρόμο για την ελληνική λογοτεχνία, με τους συγγραφείς να ανακαλύπτουν τον πλούτο της γλώσσας των παππούδων τους και των ταπεινών ανθρώπων της επαρχίας.
Ακολούθησαν ο Θανάσης Βαλτινός, η Κλαίρη Μιτσοτάκη, ο Γιάννης Μακριδάκης, το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Αντίποδες, 2014 / Πατάκης, 2020), που έγινε ένα απρόσμενο best seller. Η ντοπιολαλιά της Μαλεσίνας με κάποιες αρβανίτικες φράσεις του «Γκιακ» (που σημαίνει «αίμα») δημιούργησε σε νέους –και όχι τόσο νέους– συγγραφείς ενδιαφέρον για την τοπική γλώσσα και ένα κλίμα «επιστροφής στις ρίζες» που άρχισε να δημιουργείται ως αντίσταση στην ομογενοποίηση των ελληνικών. Οι άνθρωποι που μεγάλωσαν με τα social media και την τάση για ομαδοποίηση, μέσα σε μεγάλες κοινότητες, προσπαθούν να διαφοροποιηθούν ανακαλύπτοντας μια γλώσσα και μια κουλτούρα που είναι έξω από τους θεσμούς της παιδείας, της γλώσσας που κυριαρχεί, που μιλάει η τηλεόραση και οι εφημερίδες. Κι επειδή τη γνωρίζουν ξώφαλτσα και ελάχιστα (είναι η γλώσσα των παππούδων και ίσως των γονιών), τη χρησιμοποιούν σε μικρής κλίμακας κείμενα, κυρίως διηγήματα.
Μετά το «Γκιακ» εμφανίστηκε η συλλογή διηγημάτων «Μόνο το αρνί» (εκδ. Πόλις, 2015) της Βασιλικής Πέτσα, με την ντοπιολαλιά της Καρδίτσας, που ήταν άλλη μια απρόσμενα μεγάλη εκδοτική επιτυχία.
Τα τελευταία δέκα χρόνια είναι αρκετά τα βιβλία που είναι γραμμένα σε τοπικές διαλέκτους, αλλά ελάχιστα όσα είναι εξ ολοκλήρου γραμμένα σε μια τοπική γλώσσα. Το «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» του Σωτήρη Δημητρίου (Πατάκης, 2021), στο οποίο παρουσιάζεται να αφηγείται μια σχεδόν εκατόχρονη γυναίκα από την Ήπειρο, είναι γραμμένο ολόκληρο στην ηπειρώτικη διάλεκτο, μια γλώσσα «τραγουδιστή πηγή πλαγιάς που άνθισε κάποια μακρινή άνοιξη και μαράθηκε στις μέρες μας», «αφολοή», όπως λέει συχνά πυκνά η αφηγήτρια.
Το «Χάθηκε Βελόνι» του Χρήστου Αρμάντου Γκέζου (Μεταίχμιο, 2021) είναι μυθιστόρημα γραμμένο κατά το 1/3 στη βορειοηπειρώτικη διάλεκτο. Ο συγγραφέας αφηγείται την (πονεμένη) ιστορία της οικογένειάς του, γεγονότα από τρεις γενιές, στη Βόρεια Ήπειρο, στην Ελλάδα και στην Αμερική. Επίσης best seller.
Μυθιστόρημα είναι και το βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (Νήσος, 2022) που χρησιμοποιεί αρκετά διακριτικά την κρητική διάλεκτο για να ξεδιπλώσει μια απολαυστική ιστορία με χιούμορ και σκληρό ρεαλισμό. «Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ' ένα χωριό της κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ' το χωριό και ν' αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ως "διερμηνείς των πεθαμένων"».
Τα περισσότερα βιβλία που είναι γραμμένα σε τοπική διάλεκτο είναι συλλογές διηγημάτων με ιστορίες που «ζωντανεύουν» παλιά περιστατικά τα οποία συνέβησαν σε κάθε τόπο, αφηγήσεις απλών, αγράμματων ανθρώπων. Αποτελούν εν μέρει ηθογραφία και εν μέρει ιστορική καταγραφή έστω και γεγονότων που για πολλούς μπορεί να είναι ασήμαντα, αλλά σημαίνουν πολλά για την τοπική ιστορία. Στο «Μάκινα» (Ηδύφωνο, 2019) ο Ανδρέας Νικολακόπουλος χρησιμοποιεί την τοπική διάλεκτο της ορεινής Αιγιαλείας σε δεκατρείς ιστορίες που εκτυλίσσονται σε μια περίοδο εξήντα χρόνων, δηλαδή όσο κράτησε η κρίση σταφίδας που μάστιζε τα χωριά της περιοχής και τάραξε τη χώρα στις αρχές του περασμένου αιώνα. «Μάκινα» ονομάζεται ο διαλογέας της σταφίδας, μια μεγάλη ξύλινη μηχανή που στο επάνω μέρος της ρίχνονται οι σταφίδες και στο κάτω βγαίνουν διαχωρισμένοι οι καρποί από τα κλωνάρια. Τη γλώσσα των παππούδων του θυμάται περιστασιακά και στις δύο επόμενες συλλογές διηγημάτων του, την «Αποδοχή Κληρονομιάς» (Ίκαρος, 2020) και τον «Σάλτο» (Ίκαρος, 2022).
Ο Κώστας Μπαρμπάτσης στη «Λυκοχαβιά» (Κέδρος, 2022) χρησιμοποιεί την ντοπιολαλιά της Αιτωλοακαρνανίας για να στολίσει τα διηγήματά του που αφορούν ανθρώπους οι οποίοι καλούνται να τα βγάλουν πέρα σε εχθρικά περιβάλλοντα (στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, ως μετανάστες σε ξένη χώρα).
Ο Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπιλής στο «Ώπα Ώπα Μπλάτιμοι» (Ενύπνιο, 2022) χρησιμοποιεί την ντοπιολαλιά της Πιερίας για να αφηγηθεί δεκαοχτώ σύντομες ιστορίες μαγικού ρεαλισμού και λαογραφικού τρόμου.
Την κυπριακή διάλεκτο, παρότι είναι η βασική γλώσσα που μιλιέται στην καθημερινότητα των ανθρώπων στην Κύπρο, δεν την έβρισκες εύκολα στον γραπτό λόγο, ίσως επειδή είναι αρκετά δύσκολη και κουραστική για τους Ελλαδίτες και η κυπριακή αγορά είναι αρκετά μικρή. Το «Βουνί» της Λουίζα Παπαλοΐζου (Το Ροδακιό, 2020), η «Ανάσα των δίπλα» (Το Ροδακιό, 2022) και το «Ένα αλπούμ ιστορίες» (Το Ροδακιό, 2014) του Αντώνη Γεωργίου, το «Η Αϊσέ πάει διακοπές» (Πατάκης, 2015) και η «Πικρία χώρα» (Πατάκης, 2019) της Κωστάντιας Σωτηρίου, το «Τι είναι ένας κάμπος» της Νάσιας Διονυσίου (Πόλις, 2021) είναι τα βιβλία που έβαλαν την κυπριακή γλώσσα στη λογοτεχνία και διαβάστηκαν από ένα κοινό που δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένο μαζί της.
Από το «Γκιακ» στο «Ώπα Ώπα Μπλάτιμοι»
Δημοσθένης Παπαμάρκος
Γκιακ
Πατάκης
«Χρόνια, Αντώνη, περίμενα τη στιγμή που θα ’βρισκα αυτόν που ’χε κάνει το κακό στην αδερφή μ’. Χρόνια ολάκερα κουβάλαγα αυτή την έγνοια σαν κάρβουνο κατάσαρκα στον κόρφο μ’. Και τώρα που τον είχα βρει, έπρεπε να ν’ ατιμάσει την αδερφή μ’ και με ψέματα. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Τον ρίχνω ανάσκελα και πιάνω και του σπάω τα δόντια ένα ένα. Και σε κάθε δόντι τον ρώταγα, πες μου, ρε, πες μου τι της έκανες. Έκλιαιε ο πούστης σαν κορίτσ’ και να σου κι άλλα ψέματα, ωσότου είδε πως δεν είχα σκοπό να τον αφήσω και μου λέει, τη σκότωσα. Δεν τη χάλασα αλλιώτικα όμως. Άσε με να χαρείς κι εγώ θα σου πληρώσω το μισό αίμα που σου πήρα στο ακέριο, άμα γυρίσουμε πίσω. Μόνο άσε με και στ’ ορκίζομαι, ό,τι ορίζει ο Κανόνας θα το λάβεις. Του λέω τότες, η Σύρμω δεν είναι μισό αίμα. Νιε μαμ. Νιε μοτρ. Νιε γκιακ. Άσε με, μου λέει, κι ορκίζομαι να στο πληρώσω για ένα. Τα λεφτά χαλούνε στα χέρια, τα σπίτια γίνονται χώμα, του είπα, πο γκιάκου, γκιάκου βέτετ νιε βίτρα. Ο Κανόνας δεν είναι έτς’, μου λέει. Νιε βεντ τσι γιέμι νάνι, Κανούνι νουκ ζίχετ, νιέτερ βετ, νιέτερ θόμι. Πιάνω και βγάζω από τον σάκο μου μια βέργα, απ’ αυτές που είχαμε για να καθαρίζουμε τα ντουφέκια. Την είχα ακονίσει το προηγούμενο βράδυ ίσα να κάνει μια μύτη σα σουβλί. Η Σύρμω πέθαινε δυο μέρες ολάκερες. Άμα μπορούσα, κι εσένα τόσο αργά θα σε σκότωνα, αλλά θα το προσπαθήσω. Και παίρνω και με τη βέργα τού χτυπάω σε πέντ’ έξι μεριές τα πλεμόνια, κι έπειτα τον γυρίζω στο πλάι στο ’να χέρι. Μπίτου νανί ι γκιακ, του ’πα, κουρ το γκόρδες, το τε χώσ’ νι κοπρέ».
Σωτήρης Δημητρίου
Ουρανός απ’ άλλους τόπους
Πατάκης
«Στο Καστρί μάς μοίρασαν στις φαμίλιες· κάτι κονακάκια μικρά, με κάτι σανιδούλες. Πατημένο χώμα ήταν κάτω, αυτά είχαν οι άνθρωποι. Ο κόσμος μάς δέχτηκαν καλά. Ψέναμαν στους φούρνους τους, μας έδιναν τα τεψιά τους, τη σκάφη τους, το καζάνι. Όσο που μας έδωκε το κράτος αλεύρι και κάναμαν μοναχοί μας ψωμί, μας έδιναν απ’ το δικό τους άγινο. Ήταν έτσι με τορούς δαχτυλιές δαχτυλιές ψηλά του. Μας έδωκε το κράτος και ψάρι. Το ’χαν παστωμένο και τα κόκαλά του ήταν σαν από αλεύρι, δεν πνίγονταν καένας. Ότε θέριζαν οι Καστριώτες το ρύζι, έπαιρναν τις γυναίκες εργατιά. Άφηναν αυτές καλαμιές με ρύζι και το μάζευαν τα παιδιά από τα πίσω. Ήβλεπαν οι Αρβανίτες, αλλά άφηναν. Ίσια το γιόμα το στουμπάγαμαν και το ξεσπυρίζαμαν. Τι σπυρί να ’βγαινε αγίνωτο. Το βράζαμαν κατόπι, με τι ξύλο. Ρείκια κι ασφάκες. Πρι, πρι, πρι αυτά, έκαιγαν ψια, σβηόνταν, άι να βάλομε άλλα. Η φωτιά της ασφάκας κρατάει όσο η χαρά της νύφης, ήλεγε η μαλέκω μου η Σωτήρη Γάννοβα. Γένονταν κείνο το ρύζι λασπερό σαν μπαζίνα, αλλά έκανε ο διάολος και κρατς κρατς. Η Βενέταινα της Λένης θάηταν τώρε πέντε έξι; Πήγαινε κι αυτή να μάσει ρύζι. Η καμπάνα στο Καστρί ήτανε σαν η δική μας στο χωριό – έτσι ξέλαμπρη. Την είχαμαν ψηλά στο πουρνάρι, τον αφαΐτη, και την ήκουγαν και στην Λιντίζντα, ξάστερα ξάστερα».
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
Χάθηκε Βελόνι
Μεταίχμιο
«Τα βράδια που πέφταμε σο κρεβάτι κι είχε σιγαλιά θυμιόμουνα που ήμουνα μικρή και αρέντευα μέσα σις ελαίες. Ήλεγα με το νου μου: “Τόσο ωραία χρόνια ήσανε κείνα και δεν το ’ξερες, μωρ’ Τέτα; ”. Μου ερχότανε να σηκωθώ και να πάγω ση μάνα μου, σον τάφο του τάτα μου, κι έβανα τα κλάματα μέχρι να με πάρει η μίσα. Αλλά το μπονόρα ήγλεπα τα παιδία κι έπαιρα τα ήπατα. Καλά εγώ κι ο Παύλος, πες είχαμε τελειώσει. Κείνα όμως είχανε όλη τη ζωή αμπροσά. Είχανε καιρό να τα φτιάσουνε όλα. Ένα παγωτό τούς παίραμε μία φορά το μήνα και χαιρούντανε για μέρες. Για κείνο το παγωτό έσφιγγα τα δόντια. Και, κατόπις, ήταν κι ο Αλέξανδρος. Σάντο τον ήλεγε ο τάτας του, ποτές Αλέξανδρο. Εμένα μου άρεσε πιο πολύ το Αλέξανδρος. Μου φαινούτανε πιο αρχοντικό. Τόνε βάφτισε μια καλή οικογένεια, αλλά τα χαρία Σάντο τον είχανε. Ήρθε μια μέρα το παιδί κλαίγοντας και μου είπε “Μαμά, γιατί με γράφουν Σάντο σο σκολείο, αφού εγώ Αλέξανδρος είμαι”. Σον Αλέξανδρο είχαμε ριχτεί όλοι. Κείνον είχαμε μικρότερο τώρα, κείνον είχαμε για χαρά του σπιτίου. Σο σκολείο ήτανε πρώτος. Ερχούτανε σπίτι και κλεινούτανε μέσα να διαβάσει ατός του. Όλο διάβαζε, έβγανε τα μάτια του. Μη διαβάζεις τόσο, του λέγαμε εμείς, θα πάθεις τίποτις. Έβγα και λίγο όξω. Κείνος κει, σα βιβλία χωμένος. Λέγαμε τούτος θα γενεί γιατρός, τούτος θα μας κάμει τα γεράματα. Πήγαινε κι ο Παύλος κάθε φορά να πάρει τους βαθμούς μέσα σο καμάρι. Αναΐα, κάτι μάγλα που είχε το παιδί… Τα πέθαινε τα γαριδάκια και τις τσοκουλάτες. Τα αδέρφια του τον είχανε για παιχνίδι, τον φουλάγανε και τον μαλάζανε όλη την ώρα. Του ρουφάγανε τα μάγλα. Λες κι ήτανε φάρμακο για τον βήχα. Η Γκένα δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Τον εβάσα αγκαλιά σαν μωρό, του εχάιδευε φια ώρα τα μαλλία. Ερχούτανε κείνος από το σκολείο και τον έφερε γύρα σο κρεβάτι μέχρι να κουραστεί και να τονε πάρει η μίσα».
Βασιλική Πέτσα
Μόνο το αρνί
Πόλις
«Στο γιατάκι τ’ μπροστά καθόντανε ο Λάμπρος, και καμάρωνε την γκέσα τ’ τη χρονιάρα να βιλάζ’ τέτοια ευτυχία τρανή τον χάλασαν, που δεν ματάειδε όνειρο καλό κοντά δυο μήνες και να ξυπνήσει αρνιόντανε, τήρα την τη γραμμένη μ’ φωνή που βγάνει, έλεγε μοναχός τ’, και μόνος του γελούσε, άκουγε τ’ όνομά τ’ μες στον ύπνο τ’ και νόμ’ζε η μάνα τ’ πως τον κρένει, μα τον κόπ’κε απότομα η χαρά, ίδιο στειλιάρι τον γύρ’σε ο πόνος στο πλευρό, σαν τότε που ’φευγνε ίδια φορά ίδιο πικρό το στόμα, απ’ το μπράτσο σαν τον τραβήξανε να τονε σ’κώσουν και σαν τ’ άν’ξε τα μάτια, και το ’χασε για μια στιγμή να πει πού βρισκόταν, ποιοι τον βαστάνε, και ποιώνε είναι οι στολές δε γνώρ’ζε μες στη ζάλη τ’, όλα τα παν’ κατ’ που του ήρθαν κείνο το χρόνο, έτσι τον πήρε το παράπονο τον Λάμπρο, που τονε πέσανε πολλά μαζί για το κεφάλι τ’ κι απόκαμε, “κάλλιο να μην γεννιόμανε ποτές”, τον έφυγε και είπε τον στρατιώτη που ’χε από δίπλα, “λαγός να γίνομαν’ να τ’ς ξεφεύγω όλοι”, και σαν τον έρ’ξε ο άλλος μια αγκωνιά, “στιφάδο θα σε κάναν, κακομοίρη”, σαν τον είπε και ξεστρίφκαν όλοι ένα γύρο κοροϊδία, φλούδα φχήθηκε ο Λάμπρος να γενεί, μια φλούδα απ’ τα κρομμύδια, χαμένος που θα πάει, μια η άλλη, μα να τ’ς εκδικηθεί το λίγο κλάμα πριν τον φάνε».
Ανδρέας Νικολακόπουλος
Σάλτος / Αποδοχή Κληρονομιάς
Ίκαρος
Μάκινα
Ηδύφωνο
«Δύσκολη να ανάβαση κι ύστερα δυσκολότερη. Ώρες σκαρφάλωνε ο Κωνσταντάκης και τελειωμό δεν είχε. Πέρασε εκείνο το στενό μονοπάτι, σκέτη μποκρίλα, που στα δεξιά έχεις τον βράχο γκριζωπό και παγωμένο και κάτω φεύγει ο γκρεμός πενήντα μέτρα ύψος. Έτοιμο να σπάσει το έδαφος σε κάθε πατημασιά. Μια μπελενίτσα ασπρόγκριζη που στέκει εκεί απ’ τα αρχαία χρόνια. Ζαλίστηκε και κόλλησε σφιχτά πάνω στον βράχο. Έκανε τις λιγόνες και τα ξεροχόρταρα για δυναμάρι και σχεδόν γεργαδωτά πέρασε τον βράχο. Έτσι συνέχισε και το μονοπάτι τον έβγαλε σε μια σάρα από μικρές πέτρες, που σε κάθε πάτημα που έκανε έφευγαν προς τα κάτω και κινδύνευαν να τον παρασύρουν μαζί τους στον γκρεμό».
Κώστας Μπαρμπάτσης
Λυκοχαβιά
Κέδρος
«“Έβγα γαμώ τον αντίθεό σου”, φώναζε. “Έβγα που θα ’ρθει άνθρωπος το βράδυ και θα ζέχνει ο τόπος”. Απ’ όξω τα ’λεγε αυτά, από μια λάκκα προτού τα πολλά δέντρα. Βλέπεις μέσα δεν κόταγε να μπει. Κι όχι μόνο αυτός, όλοι τους στο χωριό. Βλέπανε τις βελανιδιές που ’φταναν ως αμ’ πάν’ και το σκοτάδι που ’φτιαχναν μέσα τα κλαδιά και να τους πάαινε. Κι όσο άκουγαν και τις ιστορίες που ’λέγαν οι γερόντοι, τόσο μεγάλωνε ο φόβος τους. Ιστορίες για κάτι λύκους λέγανε, για κάτι θεόρατους μονοκόκαλους, που σα να γύρναγαν χορτάτοι απ’ το σεργιάνι, ξάπλωναν γύρα απ’ τη φωτιά και κουβέντιαζαν. Όχι με αλυχτήματα, με φωνές λέγανε πως κουβέντιαζαν. Με φωνές κανονικές, ανθρώπινες. Κι ο Τσίλιας τα ’χε ακουσμένα, αλλά δεν χαμπάριαζε από κάτι τέτοια. Από τόσο δα στο λόγγο γύρναγε, τι να καταλάβαινε; Το ’παιρνε από παλιά ο πατέρας μαζί και καλύτερα κι απ’ το μαντρί τα ’ξερε τα τόπια. Γι’ αυτό όποτε τσακωνότανε με τον μπάρμπα ή θυμότανε τους γονέους, εκειά μέσα έψαχνε θαραπαή. Σκαρφάλωνε στα δέντρα, μάζωνε κάνα ξύλο, κάνα βαλανίδι, διάφορα. Και πολλές φορές αδεκεί μέσα κοιμότανε και ’ν’ άλλη μέρα το πρωί γύρναγε πίσω».
Μιχάλης Αλμπάτης
Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους
Νήσος
«”Και ήντα μπρε, θα τα κάνεις τα φλουριά; Πού θα τα κρύψεις να μην τα βρούνε;” του κάνω. “Θα τα φάω”, μου λέει, κι ως το ’πε αρχίζει ένα ένα, λίρες και χρυσαφικά, να τα καταπίνει! Τον κοίταζα και δεν πίστευα στα μάτια μου! “Θα ψοφήσεις, ωρέ Μηνά!” του λέω. “Θα φράξουν τ’ άντερά σου απ’ το πολύ χρυσάφι!” “Δεν με νοιάζει, εγώ δεν ξαναγυρίζω στο χωριό φτωχός, να κάνω τον φαμέγιο, καλιά μου να ποθάνω”, και συνέχισε πίνοντας λίγο λίγο νερό απ’ το παγούρι του, μέχρι που γέμισε τη στομάχα του με τον θησαυρό!»
Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπιλής
Ώπα Ώπα Μπλάτιμοι
Ενύπνιο
«“Ώπα-ώπα μπλάτιμοι! Ώπα-ώπα μπλάτιμοι!” Η γυναίκα του Βαγγέλη, η κερά Λεμονιά, φοβισμένη, αλλά ψύχραιμη –μεγαλωμένη μέσα στο φάραγγα της Μόρνας, ήξερε καλά από θαύματα και γκολιαβαίους– φέρνει γρήγορα τα κούτσικα μπροστά στο τζάκι, και παίρνει και βγάζει μέσα από την ποδιά της μια χούφτα γίδινο μαλλί που το φυλούσε για τις πρόκοβες. Τρίχα-τρίχα αρχίζει να το πετάει μες στη φωτιά, ψιθυρίζοντας το “Πιστεύω”. Τα όντα αφηνιάζουν, τρελαίνονται. Αλλά πριν την τελευταία τρίχα, προλαβαίνει ο πρωτοσυρτής κι αρπάζει την κερά Λεμονιά, της σκίζει τα ρούχα και τη φορτώνει στον ώμο του, ενώ από πίσω ορμάνε άλλοι δύο και στριμώχνουνε τα κούτσικα. “Άιντε, λε μπλατίμια, να κινήσει ο γάμος!” φωνάζουνε οι τρεις τους, σκάζοντας στα γέλια, κι όπως βγαίνουν από το σπίτι τραμπαλίζοντας όλο μέκλα και κολπάκι, σέρνουνε και τα τέσσερα κούτσικα, και τα σωριάζουνε πεσκέσι στο πλατύσκαλο. Ύστερα φεύγουν χαχανίζοντας και κραυγάζοντας αλλόκοτα, με τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά της κερά Λεμονιάς σιγά-σιγά να σβήνουν και να χάνονται μέσα στη νύχτα».
Τα Κυπριακά
Λουίζα Παπαλωίζου
Το Βουνί
Το Ροδακιό
«Έσσω τα αρσενικά πορτοκλοτσούν καπάλιν. Έν αντρέπουνται κανέναν. Καμιάν φοράν οι πόρτοι τους ξιππάζουν τον αέραν. Ως τζαι τα βούθκια μες στον στάβλον γελούν μιτά τους. Δύσοσμον ζώον ο άνθρωπος. Τόσα λόγια επήαν στον αγύριστον, μα τούτη η κουβέντα του δασκάλου για κάποιον λόγον εκαρφώθηκεν μέσα στον νουν μου. Πουκάτω που τα αρώματα ο άνθρωπος εν’ ζόλος! Εν’ τούτα τα λόγια που πάσιν έρκουνται ξαπόλυτα, όπου τζαι να ’μια βρίσκουν με, σημαθκιάζουν τον νου μου. Η μάνα μου λαλεί πως οι αρσενιτζοί το μόνο που θέλουσιν εν σάρκα για να τους υπηρετούσιν. Αντί να τους κρώννεσαι, πρέπει να τους αρρώνεις. Άμαν με νευριάσουν, άμαν εν με ακούν, άμαν κάμνουν της τζεφαλής τους, φοβερίζω τους μιαν, θκυο, τρεις, ώσπου πιάννω την τρυπητήν κουτάλαν τζαι τους απειλώ τους: “Βούρτουλας που σας χρειάζεται:” λαλώ τους. “Κάτι ξέρει ο τζύρης σας που σας διά ξύλον καπάλιν!”. Άμαν εν βάλλουν νουν, άμαν συνεχίζουν τον χαβάν τους, περιμένω τουν τζύρην τους να έρτει σπίτιν για να τους δικάσει. Ο τζύρης τους, άμαν έσει τες μαύρες του, άμαν έννεν’ στες καλές του, πάει ως το σώσπιτον, αρπάσσει την βίτσαν που έσει κρεμμάμενην στον τοίχον τζαι κατεβάζει την πάνω στο κρέας τους ώσπου να φκάλουν νερόν που τα μμάθκια».
Αντώνης Γεωργίου
· Η ανάσα των δίπλα
· Ένα αλπούμ ιστορίες
Το Ροδακιό
«Πιστεύκεις; Έν αθθυμούμαι ίντα χρώμαν ήτουν τα πλακάκια του μπάνιου, σάννα τζ’ εσβηστήκαν τέλεια που τον νου μου, ο Κόκος λαλεί ήταν άσπρα με κάτι φκιορούθκια, άμμα λαλεί μου το έτσι, εν αθθυμάται, εν τα επαρατήραν τούτα, εν ασχολείτουν, λαλεί μου το για να ησυχάσω, άμμα εν ησυχάζω / εμπήκαμε μέσα Χριστούγεννα, εφύαμεν πρόσφυγες τον Ιούλην, εμαχούμασταν πάνω του τρία χρόνια, ο Κόκος έχτιζεν, εγώ επούρκευκα του, ήμουν έγκυος την δεύτερήν μου, είχα τζαι την πρώτην μωρόν μες στα πόθκια μου, ήμουν κατάβαρη, αλλά εκουάλουν του πηλόν, τούφλα, για να τελειώνουμεν / εν ωραίος ο τόπος του, κεντρικός, εθέλαν το πολλοί το χωράφιν να τους το πουλήσουμεν, ύστερις ήττουν να μας το πκιάσουν για να κάμουσιν δρόμον, εστήσαμεν πόιν, εν το εδώκαμεν, εχτίσαμεν το σπίτιν μας τζαι επκιάν μας το οι Τούρτζοι / έβλεπες ως κάτω την θάλασσαν, πουπάνω το βουνόν, εθώρες ως την Τζερύνειαν / εκάτσαμεν μέσα εφτά μήνες, που εφύαμεν αθθυμούμαι έπκια μόνον μιαν τσαντούαν με τα μωρίσιμα, ίνταμπου να πκιάσεις άλλον, ίνταμπου να πκιάσεις, ίνταμπου να αφήκεις, εν είχαμεν με αυτοκίνητον, επήαμε με κάτι γείτονες στην Μόρφου, ώσπου να ησυχάσουν τα πράματα τζαι να στραφούμεν, ήμουν είκοσι έξι χρονών που εφύαμεν, πενήντα πέντα που μας ανοίξασιν να πάμεν να το δούμεν / εγερήμωσεν, όπως το είδα έχασα το φως μου, εγύρισεν ο νους μου, άρκεψα να φωνάζω, τα τιμάζω που μας τα κάμασιν, τζείνοι που εμεινίσκασιν μέσα εθυμώσασιν τζ’ εδκιώξαν μας».
Κωστάντια Σωτηρίου
· Η Αϊσέ πάει διακοπές
· Πικρία χώρα
Πατάκης
«Για να κάμεις το πουρκούριν σου κασιανίζεις το κρομμύδιν σου καλά. Να μαράνει για να γλυκάνει, όι για να κρούσει. Μόλις αρκινά να κοτσινίζει, να βάλεις την τομάταν σου, φρέσκια τομάτα, τριμμένη. Να δώκεις έναν γυρόν, να αφήκεις την τομάταν να καταστηθεί. Μετά να βάλεις τον φιδέν σου, να τον αφήκεις τζαι τζείνον να μαράνει. Ύστερα να βάλεις το πουρκούριν σου τζαι το νερόν. Όσον πουρκούριν, τόσον νερόν. Μετά το άλας του. Τζαι να το αφήκεις να ψηθεί. Το πουρκούριν θέλει τρόπον τζαι υπομονήν. Έννεν εύκολον φαΐν. Τσας να σου γελάσει το κρομμύδιν, η τομάτα, τσας να σου φύειν το νερόν, τσας το άλας, το φαΐν πάει. Ετέλειωσεν. Έν’ θέμαν να ξέρεις πότε να σταματήσεις. Τες αναλογίες. Τον τρόπον. Να καταλάβεις».
Νάσια Διονυσίου
Τι είναι ένας κάμπος
Πόλις
«Ανακάθεται στη μονή της, βρουλλίζει τα μαλλιά της, τα τυλίγει μες στην κουρούκλα, ρίχνει στους ώμους τη μακριά ζακέτα της. Σηκώνεται και, δίχως ν’ ανάψει τη λάμπα, σαν τυφλός που γνωρίζει ψηλαφητά τα κατατόπια του, γονατίζει κι ανοίγει το σεντούκι. Με τ’ ακροδάχτυλα αγγίζει ένα ένα τα διπλωμένα υφαντά, στη μια γωνιά η σαγιά της η καλή, η πουκαμίσα, τα τσιμπέρια, οι κοξάδες, οι κεντημένες της ποδιές, στην άλλη τα ασπροπλούμια. Παίρνει μια μαντηλιά, την ξεδιπλώνει στην τάβλα, βάζει στη μέση της ένα ποξαμάτι, χαλούμι, μαύρες ελιές ξαρμυρισμένες και μια λίρα που ’βγαλε μέσα απ’ τον κόρφο της. Δένει τη μαντηλιά σταυρωτά δυο φορές, σφιχτά, έπειτα στέκεται πάνω από τον ξένο –σήκω, σήκω-, εκείνος φαίνεται ν’ ακούει τη φωνή όπως μέσα σε όραμα, ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα κι αμέσως, σαν να θυμάται πια πού βρίσκεται, με μια σβέλτη κίνηση πατά επάνω στα πόδια του».