Το νέο ντοκιμαντέρ του Netflix, «Killer Sally», το οποίο καταγράφει την ιστορία της Σάλι ΜακΝίλ, μιας επιτυχημένης μποντιμπίλντερ και μητέρας δύο παιδιών, είναι καθηλωτικό, ειδικά για όσους είναι ανίδεοι σχετικά με την υποκουλτούρα των μποντιμπίλντερς και όλο το κύκλωμα γύρω από οικονομικά συμφέροντα εκατομμυρίων δολαρίων που «χτίζονται» παράλληλα με τα σχεδόν εξωπραγματικά σώματά τους.
Η Σάλι ΜακΝίλ δολοφόνησε τον σύζυγό της Ρέι ΜακΝίλ, επίσης μποντιμπίλντερ, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του 1996. Το ντοκιμαντέρ ξεκινά με την κλήση της στην Άμεση Δράση και την ομολογία της πράξης της.
Η Σάλι, που πέρασε είκοσι πέντε χρόνια στη φυλακή για κάτι που πάντα υποστήριζε ότι ήταν πράξη αυτοάμυνας, κρίθηκε ένοχη για φόνο δευτέρου βαθμού από τους ενόρκους. Το λεγόμενο «σύνδρομο της κακοποιημένης γυναίκας», το οποίο σήμερα θεωρείται υποσύνολο της διαταραχής μετατραυματικού στρες από τη βία του συντρόφου, δεν λειτούργησε στην υπερασπιστική της γραμμή. Αποφυλακίστηκε το 2020.
Στην περίπτωση της Σάλι το σύστημα λειτούργησε τιμωρητικά. Λόγω της εμφάνισής της, μιας γυναίκας με μεγάλη σωματική δύναμη, δεν τη θεώρησαν θύμα κακοποίησης. Άλλωστε, στη δεκαετία του '90 το σύνδρομο της κακοποιημένης γυναίκας δεν είχε μπει στο λεξιλόγιο. Ακούστηκε για πρώτη φορά στη δίκη του Ο.Τζ. Σίμπσον.
Καθισμένη σε ένα δωμάτιο που θυμίζει αποδυτήριο, η Σάλι περιγράφει τα γεγονότα της σχέσης της με τον Ρέι και τη ζωή της μέσα σε κύκλους βίας και κακοποίησης από τότε που ήταν μικρή, κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται.
Έχοντας υποστεί ανεπάλληλες κακοποιήσεις από την παιδική της ηλικία, κάθε σχέση της έχει χαρακτηριστικά βίας που η ίδια αδυνατεί αρχικά να αναγνωρίσει. Και όταν τα αναγνωρίζει, δεν φεύγει. Ακόμα και σήμερα που εκείνη και τα δυο παιδιά της βρίσκονται σε διαδικασία ανάρρωσης, λέει ότι ίσως και να έφταιγε, χαρακτηριστική δήλωση των γυναικών που κακοποιούνται ψυχικά και σωματικά.
Στην περίπτωση της Σάλι το σύστημα λειτούργησε τιμωρητικά. Λόγω της εμφάνισής της, μιας γυναίκας με μεγάλη σωματική δύναμη, δεν τη θεώρησαν θύμα κακοποίησης. Άλλωστε, στη δεκαετία του '90 το σύνδρομο της κακοποιημένης γυναίκας δεν είχε μπει στο λεξιλόγιο. Ακούστηκε για πρώτη φορά στη δίκη του Ο.Τζ. Σίμπσον. Επίσης ήταν η εποχή που οι εφημερίδες πουλούσαν με ρεπορτάζ και ιστορίες για «οργισμένες» γυναίκες, η Λορίνα Μπόμπιτ είχε κόψει τα γεννητικά όργανα του συζύγου της, είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο Χάρντινγκ - Κέριγκαν και η Έιμι Φίσερ είχε πυροβολήσει στο κεφάλι τη σύζυγο του εραστή της.
Τα αισθήματα των ανθρώπων απέναντι στη Σάλι εκείνη την εποχή ήταν διφορούμενα. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, πήρε την καραμπίνα και του έριξε. Ήταν και η ίδια βίαιη, ήταν πεζοναύτης και μποντιμπίλντερ. Θα μπορούσαν απλώς να χωρίσουν να μην αφήσουν τη σχέση τους να γίνει τοξική.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριξαν ότι ο Ρέι είχε ερωμένη, ότι με εκείνη είχε περάσει τη μοιραία μέρα του Αγίου Βαλεντίνου και ότι η Σάλι δεν το αποδεχόταν και γι' αυτό τον σκότωσε. Η Σάλι εξέτισε όλη την ποινή της, το δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι κακοποιήθηκε. Το ντοκιμαντέρ φωτίζει κάθε πτυχή της κακοποίησης, με τα παιδιά της να διηγούνται συγκλονιστικά περιστατικά που δεν είχαν ακουστεί πριν.
Γεννημένη στο Άλενταουν της Πενσυλβάνια, η Σάλι μεγάλωσε σε μια βίαιη οικογένεια και στο ντοκιμαντέρ εξηγεί ότι πίστευε πως η κακοποίηση στο σπίτι ήταν, δυστυχώς, κάτι συνηθισμένο. Έχοντας υποστεί κακοποίηση τόσο από τον πατριό της όσο και από τον πρώτο της σύζυγο, βρήκε διέξοδο στον αθλητισμό –καταδύσεις, cross-country– και, στα 20 της χρόνια, στο μπόντι μπίλντινγκ. Άρχισε να γίνεται γνωστή στον κόσμο του μπόντι μπίλντινγκ τη δεκαετία του 1980 και κατατάχθηκε στο Σώμα των Αμερικανών Πεζοναυτών.
\Μετά την απόλυσή της από τον στρατό, η Σάλι επικεντρώθηκε στην καριέρα της στην πάλη και –κατά ειρωνεία της τύχης– υιοθέτησε το προσωνύμιο «Killer Sally», πολύ πριν πυροβολήσει τον σύζυγό της. Ισχυρίζεται ότι πάλευε με δέκα άνδρες και κέρδιζε 3.000 δολάρια για κάθε αγώνα. Πάλευε με άνδρες σε δωμάτια ξενοδοχείων ή σε βίντεο που αγόραζαν μέσω ταχυδρομείου.
Παντρεύτηκε τον επίσης φανατικό του μποντιμπίλντινγκ, Ρέι, το 1987, αλλά πολύ σύντομα ο Ρέι την απάτησε.
Στήριζε οικονομικά την οικογένειά της και χρηματοδοτούσε την καριέρα του Ρέι σε αγώνες επαγγελματικής κατηγορίας, αγοράζοντας στεροειδή από την Τιχουάνα, το μόνο μέρος που ήταν νόμιμα. Το έτος 1993, λέει, ξόδεψε 24.000 δολάρια που είχε κερδίσει από τη δική της καριέρα, όσο κακόφημη και στιγματισμένη κι αν ήταν, για τις προσπάθειες του Ρέι στο μποντιμπίλντινγκ.
Το ζευγάρι ζούμε μαζί με τα δυο παιδιά της Σάλι από τον προηγούμενο γάμο της, και η ζωή της οικογένειας ήταν διαρκώς ταραγμένη, με τον Ρέι να έχει ασταθή, βίαιη συμπεριφορά εξαιτίας των ουσιών που κατανάλωνε. Ο γιος της Σάλι, Τζον, εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ και ισχυρίζεται ότι ο Ρέι ήταν πολύ συχνά σωματικά βίαιος απέναντι σε αυτόν και την αδελφή του, Σαντίνα. Ήταν μόλις εννέα ετών όταν η μητέρα του φυλακίστηκε. Η βία στην οικογένεια ξεκίνησε τρεις μέρες μετά τον γάμο τους, όταν ο νεόνυμφος της έσκισε τα χείλια.
«Έλεγε ότι εγώ ήμουν κατώτερη και ότι αυτός ήταν ο ανώτερος μποντιμπίλντερ και ότι όλα έπρεπε να γίνονται προς όφελός του. Από την αρχή, δεν ήμουν αρκετά καλή. Ποτέ δεν ήμουν αρκετά καλή. Ο Ρέι ένιωθε ότι ήταν το πιο σημαντικό πρόσωπο στην οικογένεια. Προσπαθούσε να με κάνει να εγκαταλείψω το όνειρό μου για να μπορώ να τον στηρίξω», λέει η Σάλι.
Τα τρία επεισόδια της σειράς παρακολουθούν, κυρίως χρονολογικά, την ταυτόχρονη πορεία των δυο μποντιμπίλντερς και τη θυελλώδη σχέση τους. Εξωτερικά, οι δυο τους ήταν ένα φωτογενές ζευγάρι του μποντιμπίλντινγκ, που ξεχώριζε από το πλήθος. Η Σάλι είναι λευκή, ο Ρέι ήταν μαύρος, ντύνονταν και οι δύο με στενά ρούχα γυμναστικής, μια παρέλαση μυών. Και οι δύο ήταν παθιασμένοι με την επιδίωξη του αισθητικού ιδεαλισμού μέσω της έντονης προπόνησης και του ελέγχου του ανθρώπινου σώματος.
Η Σάλι λέει –και τα παιδιά της το επιβεβαιώνουν– ότι ο Ρέι, ο οποίος είχε τουλάχιστον 100 κιλά μυϊκής μάζας πάνω του, συχνά την έπνιγε. Η κόρη της θυμάται τον ήχο της μητέρας της να αγκομαχάει για αέρα. Ο Ρέι έσπασε κάποτε τη μύτη της Σάλι μπροστά στα παιδιά της – εκείνη έκανε καταγγελία, η οποία δεν οδήγησε πουθενά αφού ο Ρέι τη χτύπησε μέχρι που εκείνη υποσχέθηκε να ανακαλέσει.
Σε ένα συγκλονιστικό κομμάτι βίντεο από το δωμάτιο ανάκρισης της αστυνομίας τη νύχτα του θανάτου του Ρέι, τα παιδιά της προσπαθούν να την καθησυχάσουν ότι όλα θα πάνε καλά – «αν νόμιζες ότι αυτός θα σε σκότωνε, τότε αυτό είναι αυτοάμυνα», λέει ο Τζον, που ήταν τότε μαθητής της τετάρτης τάξης του δημοτικού.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει όπως πολλές σειρές του είδους: με έναν θάνατο και την κασέτα μιας κλήσης στην Άμεση Δράση. Ακούμε τη φωνή της Σάλι τρεμάμενη να απαντάει στον τηλεφωνητή με κοφτές προτάσεις: μόλις πυροβόλησε τον σύζυγό της επειδή τη χτυπούσε. Η φωνή που θρηνεί στο βάθος είναι η κόρη της. Ο επί οκτώ χρόνια σύζυγός της, ο πρωταθλητής του μποντιμπίλντινγκ, είναι πεσμένος στο έδαφος αλλά αναπνέει ακόμα.
«Μόλις πυροβόλησα τον άντρα μου επειδή με χτύπησε». Ισχυρίζεται ότι ο Ρέι ήταν σταθερά βίαιος, τροφοδοτούμενος από αναβολικά στεροειδή, εκείνη τη νύχτα είχε πέντε ουσίες στο σώμα του, ήταν κάτι σαν υπεράνθρωπος.
Η σειρά δεν αμφισβητεί αυτά τα γεγονότα, δεν είναι τόσο μια έρευνα για το τι συνέβη εκείνο το βράδυ, όσο μια λεπτομερής ανάλυση του τρόπου με τον οποίο το νομικό σύστημα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο σύνολό τους αντιμετώπισαν τη Σάλι ΜακΝίλ ως μια μυώδη, αναμφισβήτητα σωματώδη γυναίκα που οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι ήταν «πολύ δυνατή για να κακοποιηθεί».
«Αφορά πραγματικά άλλες γυναίκες, επειδή αυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα, με πολλά παραδείγματα ποινικοποιημένων και φυλακισμένων επιζώντων κακοποίησης που ισχυρίστηκαν αυτοάμυνα. Αν και δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή για το ποσοστό αυτής της ποινικοποίησης, τα στοιχεία δείχνουν ότι η ενδοοικογενειακή βία συμβάλλει στη φυλάκιση με άμεσους και έμμεσους τρόπους – μια μελέτη του 2016 από το Vera Institute of Justice διαπίστωσε ότι το 77% των γυναικών στις φυλακές των ΗΠΑ ήταν επιζώσες βίας μεταξύ συντρόφων» λέει η σκηνοθέτιδα του ντοκιμαντέρ Νανέτ Μπερνστάιν.
Η τελευταία ώρα της σειράς επικεντρώνεται στη δίκη της ΜακΝίλ το 1996. «Κοιτάζεις μια τέτοια υπόθεση και πρέπει να αναρωτηθείς για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου, όπως ακριβώς αναρωτήθηκαν και οι ένορκοι. Αλλά οφείλουμε να επισημάνουμε πόσο ανόητα ήταν κάποια από τα επιχειρήματα, ότι δεν θα μπορούσε να είναι θύμα επειδή ήταν πολύ δυνατή. Πράγμα που είναι παράλογο», λέει η Μπερνστάιν.
Η σειρά προσφέρει μια σύγχρονη αναθεώρηση, εξετάζοντας το γεγονός ότι το νομικό σύστημα ήταν απροετοίμαστο και δεν έδειξε κατανόηση για τις ύπουλες συνέπειες της συνεχιζόμενης ενδοοικογενειακής κακοποίησης, ιδίως σε μια γυναίκα που παρουσιάστηκε ως σωματικά ισχυρή. Εξετάζει επίσης το πώς η ενδοοικογενειακή βία εγκλωβίζει, υποβαθμίζει και διαιωνίζει μια νοσηρή κατάσταση, όπως ομολογεί η ίδια η Σάλι στις συνεντεύξεις της.
Τα ΜΜΕ εκείνης της εποχής δεν έψαξαν περισσότερο ποια ήταν η Σάλι, τα ψυχολογικά και βιογραφικά πορτρέτα ήταν άγνωστα τότε και οι ερευνητές πολύ ακριβοί.
Η κόρη της Σάλι κατατάχθηκε στον στρατό και στάλθηκε στο Ιράκ. Ο άντρας της την κακοποιούσε και, όταν κατάλαβε ότι βρίσκεται στον ίδιο κύκλο με τη μητέρα της, αποφάσισε ότι κανένας δεν θα την ξαναχτυπήσει. Ο γιος της Σάλι κατατάχθηκε στον στρατό και σήμερα βρίσκεται σε φάση αποτοξίνωσης από τον εθισμό στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά ως συνέπεια μετατραυματικού στρες. Και οι τρεις θέλουν να ζήσουν ειρηνικά και να ορίσουν τη ζωή τους μακριά από τη βία.
Η Σάλι έχει μια νέα ζωή και μια νέα σχέση, με έναν άνθρωπο που την αποδέχεται όπως είναι. Έχασε 26 χρόνια από τη ζωή της. Μέχρι σήμερα πιστεύει ότι η ποινή της δεν της άξιζε.
Το τρέιλερ του «Killer Sally»