Η τελευταία ανατριχιαστική σειρά του Ράιαν Μέρφι που ξεκίνησε στο Netflix ήδη βρίσκεται πολύ ψηλά στην κατάταξη του streamer. Μέσα σε επτά επεισόδια ξετυλίγεται η αδιανόητη και καθηλωτική ιστορία μιας οικογένειας που τα όνειρά της γίνονται εφιάλτης καθώς ένας γείτονας-μυστήριο αρχίζει να τους τρομοκρατεί όταν αποκτούν το σπίτι των ονείρων τους. Η σειρά, που είναι εμπνευσμένη από αληθινή ιστορία, βασίζεται στο άρθρο «The Haunting of a Dream House» του Reeves Wiedeman που δημοσιεύτηκε στο New York Magazine/The Cut το 2018.
Το «The Watcher» («Ο Παρατηρητής») αφηγείται την ιστορία του Derek και της Maria Broaddus, ενός ζευγαριού που το 2014 αγόρασε μια έπαυλη αξίας 1,3 εκατομμυρίων δολαρίων στο ειδυλλιακό προάστιο Γουέστφιλντ του Νιου Τζέρσι, στην οδό 657 Boulevard.
Μόλις τρεις μέρες μετά την αγορά, και πριν προλάβουν να μετακομίσουν, έλαβαν μια ανησυχητική επιστολή. Ο λευκός φάκελος με τα μεγάλα γράμματα απευθυνόταν στον νέο ιδιοκτήτη του ακίνητου με τα έξι υπνοδωμάτια και τα τριάμισι μπάνια. Μέσα υπήρχε ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα που ξεκινούσε αρκετά εγκάρδια: «Αγαπητοί νέοι γείτονες στο 657 Boulevard, επιτρέψτε μου να σας καλωσορίσω στη γειτονιά». Ο τόνος του μηνύματος έγινε γρήγορα πολύ λιγότερο φιλικός.
Το «The Watcher» αφηγείται την ιστορία του Derek και της Maria Broaddus, ενός ζευγαριού που το 2014 αγόρασε μια έπαυλη αξίας 1,3 εκατομμυρίων δολαρίων στο ειδυλλιακό προάστιο Γουέστφιλντ του Νιου Τζέρσι, στην οδό 657 Boulevard.
Ο αποστολέας, που υπέγραφε ως «Ο παρατηρητής», έγραφε ότι το σπίτι αποτελούσε αντικείμενο παρακολούθησης της οικογένειάς του για δεκαετίες και του «ανατέθηκε η παρακολούθηση» του ακινήτου, που μετρούσε 110 χρόνια ζωής. «Ο παππούς μου παρακολουθούσε το σπίτι τη δεκαετία του 1920 και ο πατέρας μου τη δεκαετία του 1960. Τώρα ήρθε η δική μου ώρα. Γνωρίζετε την ιστορία του σπιτιού; Ξέρετε τι κρύβεται μέσα στους τοίχους της 657 Boulevard; Γιατί βρίσκεστε εδώ; Θα το μάθω», συνέχιζε.
Ο επιστολογράφος φάνηκε να έχει κάνει τη δέουσα έρευνα για την οικογένεια Broaddus, επιπλήττοντας το ζευγάρι επειδή έκανε ανακαίνιση στο σπίτι και απειλώντας να απαγάγει τα τρία παιδιά τους. «Το παλιό σας σπίτι ήταν πολύ μικρό για τη διευρυνόμενη οικογένεια; Ή μήπως ήταν από απληστία που μου φέρατε τα παιδιά σας;», έγραφε ο μυστηριώδης stalker. Η επιστολή δεν είχε διεύθυνση αποστολέα, αλλά έκλεινε με μια δυσοίωνη πρόταση: «Καλώς ήρθατε, φίλοι μου, καλώς ήρθατε. Ας αρχίσει το πάρτι». Η δακτυλογραφημένη με καλλιγραφική γραμματοσειρά υπογραφή ήταν «Ο Παρατηρητής» .
Ο «Παρατηρητής» αναφερόταν στα παιδιά της οικογένειας, γράφοντας ότι αποτελούν το «νέο αίμα» που θα γεμίσει το σπίτι. «Έχετε παιδιά. Τα έχω δει. Μέχρι στιγμής νομίζω ότι είναι τρία». Η οικογένεια Broaddus απευθύνθηκε στην αστυνομία και εκείνοι τους συμβούλεψαν να μη μοιραστούν το περιεχόμενο των επιστολών με τους γείτονές τους, γιατί πίστευαν ότι ίσως προέρχονται από αυτούς.
Δύο εβδομάδες μετά το πρώτο γράμμα, έφτασε άλλο ένα. «Οι εργάτες ήταν απασχολημένοι και σας παρακολουθούσα να ξεφορτώνετε αυτοκίνητα με τα προσωπικά σας αντικείμενα», έγραφε ο Παρατηρητής. «Έχετε βρει τι υπάρχει στους τοίχους; Με τον καιρό θα το βρείτε». Το ζευγάρι ανησύχησε από το πόσες πληροφορίες γνώριζε αυτό το άτομο γι' αυτούς και την οικογένειά τους, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων και της σειράς γέννησης των παιδιών τους.
Οι Broaddus πέρασαν τις επόμενες εβδομάδες σε κατάσταση συναγερμού. Ο Ντέρεκ ακύρωσε ένα επαγγελματικό ταξίδι, και κάθε φορά που η Μαρία πήγαινε τα παιδιά στο νέο τους σπίτι, τα φώναζαν για να είναι σε οπτική επαφή όταν έβγαιναν στην αυλή. Όταν ο Ντέρεκ ξενάγησε στην ανακαίνιση ένα ζευγάρι από τη γειτονιά, πάγωσε όταν είπαν: «Θα είναι ωραίο να έχουμε νέο αίμα στη γειτονιά». Ο εργολάβος της ανακαίνισης έφτασε ένα πρωί και διαπίστωσε ότι μια βαριά πινακίδα που είχε τοποθετήσει στην μπροστινή αυλή είχε ξεριζωθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Λόγω της ανακαίνισης –και του ανατριχιαστικού γράμματος– η οικογένεια δεν είχε ακόμη μετακομίσει στο νέο της σπίτι και ο Παρατηρητής φαινόταν να ανυπομονεί να το κάνουν. Θα άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν στο υπόγειο; «Αν ήσασταν επάνω δεν θα τα ακούγατε ποτέ να ουρλιάζουν», έγραφε.
Στο ίδιο σημείωμα, ο Παρατηρητής ενημέρωνε την οικογένεια ότι «περνάει από εκεί πολλές φορές την ημέρα. Η 657 Boulevard είναι η δουλειά μου, η ζωή μου, η εμμονή μου. Και τώρα είστε και εσείς, η οικογένεια Braddus. Θα κοιμηθούν στη σοφίτα; Ή θα κοιμηθείτε όλοι στον δεύτερο όροφο; Ποιος έχει τα υπνοδωμάτια που βλέπουν στον δρόμο; Θα ξέρω μόλις μετακομίσετε».
Μετά το δεύτερο γράμμα, ο Ντέρεκ και η Μαρία σταμάτησαν να φέρνουν τα παιδιά τους στο νέο τους σπίτι. Δεν ήταν πλέον σίγουροι πότε ή αν θα μετακόμιζαν. Εβδομάδες αργότερα, έλαβαν άλλο ένα γράμμα. «Πού πήγατε;», έγραφε ο Παρατηρητής.
Πολλοί κάτοικοι του Γουέστφιλντ πιστεύουν ότι πρόκειται για μια ειδυλλιακή γειτονιά όπου ένας νέος γείτονας μπορεί να σε υποδεχτεί με ένα φιλόξενο σημείωμα. Το προάστιο απέχει 45 λεπτά από τη Νέα Υόρκη και οι 30.000 κάτοικοι της πόλης είναι σε μεγάλο βαθμό εύπορες οικογένειες. Ο ιστότοπος NeighborhoodScout το ονόμασε την 30ή ασφαλέστερη πόλη των ΗΠΑ. Το προάστιο είναι κατά 86% «λευκό».
Οι κάτοικοι γνωρίζουν καλά ότι γίνεται ένας ύπουλος αγώνας από πολλούς προκειμένου να αγοράσουν εκεί σπίτι. «Υπάρχουν πολλά χρήματα και πολύς εγωισμός», είπε ένας κάτοικος στον συντάκτη του The Cut, προσθέτοντας ότι έχει δει πολέμους προσφορών ανάμεσα σε φίλους γιατί η Boulevard, ένας φαρδύς, δενδροφυτεμένος δρόμος με μερικά από τα πιο επιθυμητά σπίτια της πόλης, είναι ο δρόμος που δείχνει πως, αν έχεις σπίτι εκεί, τα έχεις καταφέρει.
Χτισμένο το 1905, το σπίτι στην οδό 657 Boulevard ήταν ίσως το πιο μεγαλοπρεπές στο τετράγωνο και όταν οι Wood (οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες) το έβγαλαν στην αγορά, είχαν λάβει πολλαπλές προσφορές πάνω από την τιμή που ζητούσαν. Αυτό οδήγησε τους Broaddus να υποψιαστούν αρχικά ότι ο Παρατηρητής μπορεί να ήταν κάποιος που ήταν αναστατωμένος επειδή έχασε το σπίτι. Οι επιστολές που πήραν προέρχονταν από κάποιον που γνώριζε πολλά, αφού ξεκίνησαν πριν η πώληση γίνει δημόσια και μόλις μία μέρα μετά την άφιξη των εργατών για την ανακαίνιση.
Οι υποψίες τους, που έπεσαν στους γείτονές τους, δεν οδήγησαν πουθενά. Ο αρχηγός της αστυνομίας τους είπε ότι το τμήμα δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Μετά τη δεύτερη επιστολή, απογοητευμένοι, ξεκίνησαν τη δική τους έρευνα.
Έγιναν εμμονικοί και ο Ντέρεκ εγκατέστησε κάμερες και πέρασε ολόκληρες νύχτες παρακολουθώντας για να δει αν κάποιος παρακολουθούσε το σπίτι από κοντά.
Στον δημοσιογράφο που έκανε την έρευνα έδειξε έναν χάρτη που έδειχνε πότε είχε μετακομίσει ο καθένας από τους γείτονες – οι Langford ήταν οι μόνοι που βρίσκονταν εκεί από τη δεκαετία του '60. Απευθύνθηκαν επίσης σε διάφορους εμπειρογνώμονες. Προσέλαβαν έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ο οποίος παρακολούθησε τη γειτονιά και έλεγξε το ιστορικό των Langford, αλλά δεν βρήκε τίποτα αξιοσημείωτο.
Ο Ντέρεκ απευθύνθηκε σε έναν πρώην πράκτορα του FBI, ο οποίος αναγνώρισε αρκετές παλιομοδίτικες λεπτομέρειες στα γράμματα, που έδειχναν ότι ο συγγραφέας ήταν μεγαλύτερης ηλικίας και κάπως θυμωμένος με τους πλούσιους.
Ο Παρατηρητής ήταν αναστατωμένος από τους νεόπλουτους που μετακόμιζαν στην πόλη, αναστατωμένος και από τις ανακαινίσεις του σπιτιού που γινόταν κάπως φανταχτερό. Τους συνέστησε να ψάξουν για πρώην οικονόμους ή απογόνους παλαιότερων ιδιοκτητών, για κάποιον που δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά την αγορά του.
Το ζευγάρι άρχισε να έχει εφιάλτες, πίστευαν ότι σχεδόν οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι ο Παρατηρητής, γεγονός που έκανε την καθημερινή ζωή να μοιάζει με περιήγηση σε έναν λαβύρινθο απειλών. Παρατηρούσαν κάθε κίνηση των γειτόνων, ακόμα και το πώς έχουν στραμμένες τις σεζλόνγκ στον κήπο τους.
Αλλά μέχρι το τέλος του 2014, η έρευνα είχε σταματήσει. Ο Παρατηρητής δεν είχε αφήσει κανένα ψηφιακό ίχνος, κανένα δακτυλικό αποτύπωμα και δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τοποθετηθεί κάποιος στη σκηνή ενός «εγκλήματος» που θα μπορούσε να έχει γίνει από σχεδόν οποιοδήποτε γραμματοκιβώτιο στο βόρειο Νιου Τζέρσι. «Ήταν σαν να προσπαθείς να βρεις βελόνα στα άχυρα», δήλωσε ο Σκοτ Κράους, ο οποίος βοήθησε στη διερεύνηση της υπόθεσης για το Γραφείο του Εισαγγελέα της κομητείας Union.
Η ανακαίνιση στο σπίτι, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου συστήματος συναγερμού, ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες. Αλλά η ιδέα της μετακόμισης γέμισε τους Broaddus με αγωνία. Θα μπορούσαν να αφήσουν τα παιδιά τους να παίξουν έξω ή να καλέσουν φίλους; Θα λάμβαναν ένα νέο γράμμα κάθε εβδομάδα;
Ο Ντέρεκ κουβαλούσε επάνω του ένα μαχαίρι και σκέφτηκαν να πάρουν έναν ποιμενικό για φύλακα. Οι Broaddus, έντρομοι, δίσταζαν να μετακομίσουν, ενώ είχαν πουλήσει το σπίτι που έμεναν πριν και τους φιλοξενούσαν οι γονείς τους. Συνέχισαν να πληρώνουν την υποθήκη και τους φόρους ακίνητης περιουσίας για το σπίτι της 657 Boulevard.
Η Μαρία αποφάσισε να δει έναν ψυχολόγο μετά από μια επίσκεψη ρουτίνας σε γιατρό που ξεκίνησε με την ερώτηση «Πώς είστε;» και την έκανε να ξεσπάσει σε κλάματα. Ο θεραπευτής της είπε ότι υπέφερε από μετατραυματικό στρες που δεν θα έφευγε μέχρι να ξεφορτωθούν το σπίτι.
Έξι μήνες μετά την πρώτη επιστολή, οι Broaddus αποφάσισαν να πουλήσουν το σπίτι. Αρχικά έβαλαν αγγελία ζητώντας περισσότερα χρήματα από όσα πλήρωσαν, για να καλύψουν την ανακαίνιση που είχαν κάνει. Αλλά είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν οι φήμες ότι συνέβαινε κάτι σοβαρό και για τις φρικτές απειλητικές επιστολές. Την ίδια εποχή, οι Broaddus έκαναν καταγγελία στους προηγούμενους ιδιοκτήτες, οι οποίοι είχαν λάβει μια επιστολή που δεν τους φάνηκε καθόλου απειλητική, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να την είχαν γνωστοποιήσει.
Για κακή τους τύχη, ένας ντόπιος δημοσιογράφος βρήκε την καταγγελία και η ιστορία έγινε viral. Δημοσιογράφοι κατασκήνωσαν στη 657 Boulevard. Οι Broaddus δεν ήθελαν να μιλήσουν δημοσίως, αλλά έπρεπε να εξηγήσουν στα παιδιά τους τον λόγο για τον οποίο δεν μετακόμιζαν.
Κυκλοφορούσαν παράλογες θεωρίες συνομωσίας και η περιοχή βρισκόταν σε έξαψη. Πολλοί έλεγαν ότι είχαν τρομάξει. Ένας βετεράνος ντετέκτιβ της αστυνομίας του Γουέστφιλντ δήλωσε ότι «οι Broaddus είναι θύματα και δεν νομίζω ότι έλαβαν την υποστήριξη που χρειάζονταν».
Οι ερευνητές αποκάλυψαν με ανάλυση σε έναν από τους φακέλους ότι το DNA ανήκε σε γυναίκα. Όλες οι έρευνες επέστρεφαν στο σημείο μηδέν.
Περίπου την ίδια εποχή που οι Broaddus είχαν λάβει το πρώτο τους γράμμα, μια άλλη οικογένεια στην ίδια οδό έλαβε ένα παρόμοιο σημείωμα από τον Παρατηρητή. Οι γονείς αυτής της οικογένειας ζούσαν στο σπίτι τους για χρόνια και τα παιδιά τους είχαν μεγαλώσει, οπότε πέταξαν το γράμμα μη δίνοντας σημασία.
Τελικά η ιστορία έγινε ένας ανατριχιαστικός αστικός μύθος, με μερικούς να πιστεύουν ότι οι ίδιοι οι Broaddus είχαν στείλει τα γράμματα, έχοντας επινοήσει ένα περίτεχνο σχέδιο για να ξεφύγουν από την πώληση, την οποία ίσως δεν άντεχαν οικονομικά, ή ότι ετοίμαζαν κάποιο είδος ασφαλιστικής απάτης ή ότι προσπαθούσαν να κλείσουν συμφωνία για ταινία. Οι γείτονες άρχισαν να αμφιβάλλουν για αυτούς, αλλά καμία από τις θεωρίες δεν έβγαζε πολύ νόημα. Πολλοί ντόπιοι ανησυχούσαν περισσότερο ότι ο Τύπος θα μπορούσε να καταστρέψει την καλή φημη του Γουέστφιλντ και να ρίξει την αξία των ακινήτων στη γειτονιά, που θα στιγματιζόταν.
Οι Broaddus ήταν ξαφνικά απόβλητοι όχι μόνο από το σπίτι τους αλλά και από την πόλη τους. Την άνοιξη του 2016 έβγαλαν ξανά το σπίτι στην αγορά, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να συγκεντρώσει περισσότερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι πολλοί είχαν αντιδράσει στις επιστολές λέγοντας ότι θα τις αγνοούσαν και θα απλώς θα μετακόμιζαν .
Ο δικηγόρος τους τούς πρότεινε μια ιδέα: να πουλήσουν το σπίτι σε έναν εργολάβο, ο οποίος θα μπορούσε να το γκρεμίσει και να χωρίσει το ακίνητο σε δύο κατοικίες που θα μπορούσαν να πουληθούν. Οι γείτονες εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι το σχέδιο μπορεί να απαιτούσε την κοπή δέντρων και ότι τα νέα σπίτια θα είχαν άσχημα γκαράζ στην πρόσοψη. Η πρόταση των Broaddus απορρίφθηκε, αλλά μετά από λίγο μια οικογένεια με μεγάλα παιδιά και δύο μεγάλα σκυλιά συμφώνησε να νοικιάσει το σπίτι.
Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Ντέρεκ πήγε στο σπίτι για να διώξει τους σκίουρους που είχαν εγκατασταθεί στη στέγη. Ο ενοικιαστής τού έδωσε έναν φάκελο που μόλις είχε φτάσει:
Αυτό το γράμμα, δυόμισι χρόνια μετά την εμφάνιση του Παρατηρητή, ήρθε από το πουθενά. «Αναρωτιέστε ποιος είναι ο Παρατηρητής; Γυρίστε πίσω, ηλίθιοι», έγραφε η επιστολή. «Οι στρατιώτες μου της οδού Boulevard ακολούθησαν πιστά τις εντολές μου. Εκτέλεσαν την αποστολή τους και έσωσαν την ψυχή της 657 Boulevard με τις εντολές μου. Ζήτω ο Παρατηρητής!!!».
Ο Ντέρεκ πήγε το γράμμα στο αρχηγείο της αστυνομίας, όπου ένας ντετέκτιβ κοίταξε έναν χάρτη της γειτονιάς και διέγραψε έναν κύκλο γύρω από το σπίτι με διάμετρο 300 μέτρα, υποδηλώνοντας ότι ο Παρατηρητής πρέπει να βρίσκεται κάπου εκεί μέσα. Ο μεγαλύτερος φόβος της οικογένειας ήταν ότι ο Παρατηρητής θα μπορούσε να είναι κάποιος που δεν θα υποπτεύονταν ποτέ.
Οι Broaddus δεν ζουν πλέον με τον μόνιμο φόβο ότι ο Παρατηρητής μπορεί να χτυπήσει ανά πάσα στιγμή, αλλά συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις που έχουν οι επιστολές. Έχουν νέο ενοικιαστή στο 657, αλλά το ενοίκιο δεν καλύπτει την υποθήκη. Εκ των υστέρων, ο Ντέρεκ και η Μαρία αναρωτιούνται αν θα έπρεπε να είχαν πουλήσει το σπίτι με ζημιά, νωρίς. Ελπίζουν ότι μερικά χρόνια ενοικίασης του σπιτιού χωρίς περιστατικά θα τους βοηθήσουν να το πουλήσουν. Ο ίδιος ο Ντέρεκ έγραψε ανώνυμες επιστολές σε γείτονες όταν ένιωσε ότι είχε φτάσει στα όριά του, είχε βαρεθεί να παρακολουθεί σιωπηλός τους ανθρώπους να κατηγορούν την οικογένειά του χωρίς κανένα στοιχείο.
Ο Παρατηρητής είχε πάθει εμμονή με το σπίτι της οδού 657 Boulevard, και ο Ντέρεκ, με τη σειρά του, είχε πάθει εμμονή με τον Παρατηρητή. Στο τέταρτο γράμμα του ο Παρατηρητής έγραφε: «Σε περιφρονεί το σπίτι. Και ο Παρατηρητής κέρδισε». Τελικά οι Broaddus πούλησαν το σπίτι το 2019, για 400.000 δολάρια λιγότερα από όσα είχαν πληρώσει για να το αποκτήσουν.
Το τρέιλερ του «The Watcher»