ΟΤΑΝ ΤΟ 2021 ΕΓΙΝΕ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΑ Γλυκά Νερά με θύτη τον 32χρονο Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, σύζυγο της μόλις 20χρονης Καρολάιν Κράουτς, και ο ίδιος εμφανίστηκε στις κάμερες, δεν ήταν λίγοι αυτοί που πρόσεξαν τη συμπεριφορά του. Επί 37 ημέρες ο πιλότος υποκρινόταν προσπαθώντας να κρύψει το έγκλημά του. Η αρχική ψύχραιμη στάση του μπροστά στις κάμερες, την οποία διαδέχθηκε η νευρικότητα, και η επιλογή του να μη συνοδεύσει τη σορό της συζύγου του μέχρι την Αλόννησο μαζί με την οικογένεια κίνησαν υποψίες, προτού ομολογήσει το αποτρόπαιο και λεπτομερώς σχεδιασμένο έγκλημα που διέπραξε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας δολοφόνος συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο, όπως δεν είναι και πρώτη φορά που συμβαίνει ένα τέτοιο στυγερό έγκλημα στη χώρα μας.
Πολλοί θυμήθηκαν εξαιτίας της στάσης του Αναγνωστόπουλου και της υποτιθέμενης οδύνης του μπροστά στις κάμερες μια υπόθεση που είχε συμβεί στη Βέροια το 2005 και είχε συγκλονίσει τότε όλη την Ελλάδα.
Θύμα ήταν η 20χρονη Κική Κούσογλου και θύτης ο φίλος της, 23χρονος τότε, Δάνος Μουρατίδης. Όταν η κοπέλα εξαφανίστηκε και ξεκίνησε ένας μαραθώνιος για την αναζήτησή της, ο πρώην σύντροφός της με τον οποίο είχαν χωρίσει εκείνη την εποχή συμμετείχε κανονικά στις έρευνες, αν και είχε παραδεχθεί πως η Κική είχε κοιμηθεί σπίτι του τη νύχτα πριν εξαφανιστεί, αλλά όταν αυτός ξύπνησε το πρωί, εκείνη είχε φύγει.
Ο Δάνος Μουρατίδης βγήκε μάλιστα στο «Φως στο Τούνελ» της Αγγελικής Νικολούλη, καλώντας όποιος γνωρίζει κάτι να βοηθήσει στην ανεύρεση της πρώην συντρόφου του, ωστόσο δεν κατάφερε να πείσει την έμπειρη ρεπόρτερ ότι ήταν αθώος.
Αυτό είναι το πρώτο ελληνικό έργο που γράφεται με αφορμή μια διάσημη υπόθεση στα αστυνομικά χρονικά, με τον συγγραφέα να κρατά τα αληθινά γεγονότα και να προσθέτει το δικό του μυθοπλαστικό πλαίσιο της οικογένειας του συνεργού, ενώ τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στη δράση είναι ο ίδιος ο δράστης, η μητέρα του θύματος και η σύζυγος του συνεργού.
Δράστης και θύμα γνωρίζονταν από παιδιά, μεγάλωσαν μαζί στη Βέροια και έγιναν ζευγάρι για πέντε χρόνια. Το 2005 όμως αποφάσισαν να χωρίσουν καθώς η σχέση τους είχε γίνει δύσκολη, με συνεχείς καβγάδες και προστριβές.
Στις 10 Απριλίου του 2005 αποφάσισαν να συναντηθούν στο σπίτι του Δάνου, με εκείνον να φαίνεται να θέλει να είναι πάλι μαζί. Στο σπίτι του ήταν που πέρασε την τελευταία της νύχτα ζωντανή. Ο νεαρός, τρελός από ζήλια όταν ανακάλυψε ένα μήνυμα στο κινητό της, άρχισε να της ζητά εξηγήσεις και ο καβγάς κατέληξε στον στραγγαλισμό της.
Όταν κατάλαβε ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή, αποφάσισε να σβήσει κάθε ίχνος της και κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο. Μετέφερε στο αυτοκίνητο το σώμα της Κικής και έφτασε στην περιοχή του Φράγματος Ασωμάτων Ημαθίας, στις όχθες του Αλιάκμονα, μια περιοχή εντελώς ερημική. Δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν και ένας 40χρονος, ο ξάδερφός του, με τη βοήθεια του οποίου έθαψαν τη νεαρή γυναίκα και πέταξαν τα πράγματά της σε διαφορετικά σημεία ώστε να μη μπορέσουν να βρεθούν από όσους ερευνούσαν την περιοχή.
Οι αναζητήσεις για τη νεαρή γυναίκα άρχισαν μετά από δυο μέρες, δεν είχε πάει στη δουλειά της και οι συγγενείς και οι φίλοι της ανησύχησαν, ενώ η μητέρα της δήλωσε την εξαφάνισή της. Πέρασαν τέσσερις μήνες πριν ο Δάνος Μουρατίδης ομολογήσει το αποτρόπαιο έγκλημά του, οδηγώντας τις αστυνομικές αρχές στην τοποθεσία που είχε θάψει την 20χρονη κοπέλα.
Στη δίκη του είπε: «Την τράβηξα πάνω μου. Δεν θυμάμαι αν φώναζε ή αν είπε κάτι. Όταν την άφησα, δεν κουνιόταν. Έπιασα τον σφυγμό της. Διαπίστωσα πως δεν αναπνέει. Εκείνη την ώρα τα έχασα. Πανικοβλήθηκα και αποφάσισα να την εξαφανίσω. Δεν ξέρω τι έπαθα. Λες και δεν ήμουν εγώ…», αλλά δεν έπεισε το δικαστήριο ότι τέλεσε το έγκλημα ενώ βρισκόταν σε κατάσταση βρασμού. Το δικαστήριο του επέβαλε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της περιύβρισης νεκρού, ενώ στον ξάδερφό του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών.
Αυτή η πραγματική ιστορία, ενός από τα πιο γνωστά εγκλήματα που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία, αποτέλεσε την έμπνευση για τη συγγραφή και το ανέβασμα ενός νέου θεατρικού έργου, με μια διαφορά όμως: το έργο αυτό δεν επικεντρώνεται στον θύτη, ούτε στο θύμα.
Ο Αποστόλης ζει ήρεμα τη ζωή του μαζί με τη γυναίκα του στο χωριό, όταν ένα βράδυ ο αγαπημένος του ξάδερφος θα του ομολογήσει πως σκότωσε την κοπέλα του, ζητώντας του να τον βοηθήσει να κρύψει το πτώμα. Οικογένεια, φιλία, αγάπη, έρωτας, έννοιες που σε μια στιγμή διαστρεβλώνονται, σε ένα γαϊτανάκι καταστροφής, ψεμάτων και ενοχών πίσω από τις κλειστές πόρτες της ελληνικής επαρχίας, με ήρωες ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Σε μια εποχή που τα όρια του καλού και του κακού διερευνώνται εκ νέου, ο Γιώργος Χριστοδούλου, στην τρίτη του προσωπική σκηνοθεσία, μαζί με τους ηθοποιούς της παράστασης, προσπαθούν να κατανοήσουν το πώς ένας άνθρωπος, μια ολόκληρη κοινωνία, γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη συνεργός.
Αυτό είναι το πρώτο ελληνικό έργο που γράφεται με αφορμή μια διάσημη υπόθεση στα αστυνομικά χρονικά, με τον συγγραφέα να κρατά τα αληθινά γεγονότα και να προσθέτει το δικό του μυθοπλαστικό πλαίσιο της οικογένειας του συνεργού, ενώ τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στη δράση είναι ο ίδιος ο δράστης, η μητέρα του θύματος και η σύζυγος του συνεργού.
Ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας, ο 36χρονος Γιώργος Χριστοδούλου έχει μεγαλώσει σε χωριό και εκεί, όπως λέει, είναι πιο μεγεθυμένα κάποια πράγματα. «Η κλειστή κοινωνία της επαρχίας είναι πιο έντονη, υπάρχει όλη αυτή η νοοτροπία για το τι σημαίνει οικογένεια, που έχει πολλά θετικά και άλλα τόσα αρνητικά. Ο κώδικας αίματος που ενώνει τους ανθρώπους πέρα από την ηθική είναι κάτι που σε μένα είναι πολύ αναγνωρίσιμο, το ότι είσαι οικογένεια σημαίνει ότι πρέπει να υποστηρίξεις τον άλλο πέρα από περιστάσεις, τι σημαίνει άντρας, τι σημαίνει γυναίκα. Στην πραγματικότητα αυτό που έκανε τον δικό μου συνεργό στο έργο να βοηθήσει έναν δολοφόνο είναι μια ολόκληρη νοοτροπία. Είναι μια συμπεριφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρείται και κανονική, μια ομερτά οικογενειακή και κοινωνική».
Ο συγγραφέας του «Συνεργού» μου θυμίζει ότι και σε άλλες περιπτώσεις εγκλημάτων που έχουν συντελεστεί σε τόπους μικρούς ένα ολόκληρο χωριό, για παράδειγμα, γνωρίζει κάτι και δεν μιλά. Ή, όταν μιλά, να βλέπεις ότι η αντίδρασή τους είναι να υποστηρίξουν το χωριό, τον τόπο τους, να πουν ότι «ο συγκεκριμένος είναι μίασμα, εμείς είμαστε τελείως κανονικοί, όλα είναι υπέροχα εδώ, είμαστε υγιείς και νομοταγείς», ενώ στην πραγματικότητα όλα αυτά συνέβαιναν δίπλα στην πόρτα τους. Είναι η προσπάθεια της εκάστοτε μικρής κοινωνίας να υποστηρίξει την υγεία και την κανονικότητά της κρύβοντας εγκλήματα.
Ενώ συνήθως γράφονται έργα για τους πρωταγωνιστές της κάθε ιστορίας, ο Γιώργος Χριστοδούλου φέρνει στο φως ένα πρόσωπο που έχει μείνει στο σκοτάδι.
«Είχα στο μυαλό μου, μελετώντας την υπόθεση, ότι υπάρχει ένα πρόσωπο που μέσα σε ένα βράδυ γίνεται συνεργός σε ένα τέτοιου τύπου έγκλημα από το πουθενά», λέει. «Θέλοντας να μιλήσω για αυτό το πρόσωπο, ήθελα να μιλήσω για τη στάση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ενώ όλοι στεκόμαστε μακριά κατά κάποιον τρόπο από τέτοιου είδους εγκλήματα, είμαστε τόσο κοντά με έναν τρόπο άλλο, μέσα από τη σιωπή, ίσως, ή με τον τρόπο που τροφοδοτούμε μια ολόκληρη λάθος νοοτροπία ή την αποδοχή καταστάσεων. Μέσα από αυτό μιλώ για το πώς και μια ολόκληρη κοινωνία αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα, τον τρόπο που ακόμα και το θύμα δέχεται επίθεση. Μέσα στο έργο υπάρχει ένα πρόσωπο φανταστικό, η γυναίκα του συνεργού και μέσα από αυτό το πρόσωπο μίλησα και για τη θέση της γυναίκας απέναντι σε ένα τέτοιο συμβάν, που μπαίνει στο χορό βαθαίνοντας αυτό που έχει συμβεί».
Η απορία του Γιώργου Χριστοδούλου για το πώς λειτούργησαν αυτά τα πρόσωπα και πώς αυτός ο άνθρωπος που δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα βοήθησε τον δράστη να θάψει το πτώμα δημιουργεί ένα μωσαϊκό με ανάγλυφες τις συμπεριφορές, τις παθογένειες και την ψυχολογία των προσώπων που συγκροτούν την ιστορία.
«Παρουσιάζω μέσα στο κείμενό μου έναν άνθρωπο που σκότωσε μια γυναίκα και φέρνει όλη την παθογένεια, την ψυχολογική, τη διανοητική, αλλά θέλω να δείξω μια κατάσταση από την οποία απέχουμε χιλιοστά. Ο συνεργός αυτός θα ήθελα να έρθει πολύ κοντά στον κόσμο που τον παρακολουθεί, ο κόσμος να ταυτιστεί μαζί του, να δει με πόση ευκολία μπορεί ο ίδιος να κάνει το ίδιο και με πόση ευκολία το κάνει ακόμα και με τη σιωπή του πολλές φορές».
Δείτε εδώ ώρες, μέρες και πληροφορίες για τον «Συνεργό» του Γιώργου Χριστοδούλου στο Επί Κολωνώ