Η Μάγια, αγαπημένο παιδί του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου, και η σχέση τους τιμάται αυτή την περίοδο στο Μουσείο Πικάσο στο Παρίσι, με μια έκθεση που αποτελείται από δύο μέρη: «Νέα αριστουργήματα. La Dation Maya Ruiz-Picasso» και «Maya Ruiz-Picasso, κόρη του Pablo». Eίναι μια ευκαιρία να παρουσιαστούν στο κοινό και τα εννέα εξαιρετικά έργα της συλλογής της που έχουν ενταχθεί στις εθνικές συλλογές του γαλλικού κράτους, ενώ παράλληλα η έκθεση εξερευνά τις πολύτιμες μαρτυρίες της σχέσης μεταξύ ενός πατέρα και της κόρης του.
Όταν γεννήθηκε, το 1935, η María de la Concepción –που πήρε το όνομά της από την αδελφή του Πάμπλο, η οποία πέθανε όταν ήταν 14 ετών–, η Μάγια, όπως τη φώναζαν χαϊδευτικά, ενέπνευσε τον πατέρα της με πρωτοφανή δημιουργική ενέργεια. Ο Πικάσο δεν έπαψε ποτέ να αναπαριστά την κόρη του, από τα πρώτα της χρόνια μέχρι την εφηβεία της, προσπαθώντας να διεισδύσει στα μυστήρια της παιδικής της ηλικίας και να αναδιατυπώσει τη χαρά και την ανεμελιά της.
Το 2014 η Μάγια εγκαινίασε την επαναλειτουργία του Μουσείου Πικάσο καθώς και την έκθεση «Picasso 1932» που ήταν αφιερωμένη στη μητέρα της Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ.
Από τα πρώτα της χρόνια μέχρι την εφηβεία της, ο Πικάσο δεν έπαψε ποτέ να αναπαριστά την κόρη του. Ο καλλιτέχνης τής αφιέρωσε πολυάριθμα σχέδια στα οποία μελετούσε λεπτομερώς τη σωματική και ψυχολογική της ανάπτυξη. Σε κλασικό ύφος, τα πορτρέτα αυτά αποτυπώνουν πιστά το νεαρό μοντέλο τους και εκφράζουν την ευτυχία που φέρνει το κορίτσι στη ζωή του ζωγράφου.
Ήταν η πρώτη κόρη του Πάμπλο Πικάσο και της Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ και η άφιξή της ήταν μια ανατροπή στη ζωή του Πικάσο. Μόνο ανάμεσα στο 1938 και το 1939 ο Πικάσο ζωγράφισε δεκατέσσερα πορτρέτα της. Αυτή η σειρά είναι «η πιο εντυπωσιακή αφιερωμένη σε ένα μόνο παιδί», όπως επισημαίνει ο ιστορικός τέχνης Werner Spies.
Ξεχωρίζει από κάθε ακαδημαϊσμό, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την ψυχολογική περιγραφή της κόρης του από τον Πικάσο και δίνει μια περιγραφή των ιδιοτήτων του καλλιτέχνη ως προσωπογράφου: «Με τα μάτια του κοίταζε. Με τα χέρια του ζωγράφιζε. Με το δέρμα του, τα ρουθούνια του, την καρδιά του, το μυαλό του, τα σωθικά του, ένιωσε τι ήμασταν, τι κρύβαμε, την ύπαρξή μας. Αυτός είναι, νομίζω, ο λόγος για τον οποίο ήταν σε θέση να κατανοήσει το ανθρώπινο ον, έτσι» έγραφε το 2000 η Μάγια Πικάσο.
Από τα πρώτα της χρόνια μέχρι την εφηβεία της, ο Πικάσο δεν έπαψε ποτέ να αναπαριστά την κόρη του. Ο καλλιτέχνης τής αφιέρωσε πολυάριθμα σχέδια στα οποία μελετούσε λεπτομερώς τη σωματική και ψυχολογική της ανάπτυξη. Σε κλασικό ύφος, τα πορτρέτα αυτά αποτυπώνουν πιστά το νεαρό μοντέλο τους και εκφράζουν την ευτυχία που φέρνει το κορίτσι στη ζωή του ζωγράφου. Πέρα από αυτά τα έργα, και η πρακτική του σχεδίου ενώνει τον πατέρα και την κόρη του. «Μπαμπά, ζωγράφισέ με... και ο μπαμπάς ζωγράφιζε αυτό που του ζητούσα με απίστευτη υπομονή» έλεγε η Μάγια.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, η Μάγια ενέπνευσε τον πατέρα της να δημιουργήσει χάρτινες φιγούρες, κούκλες και κουκλοθέατρα.
Σε αντίθεση με τα λίγα συμβατικά μοντέλα παιχνιδιών που απεικονίζει ο Πικάσο στους πίνακές του, εκείνα που φτιάχνει για την κόρη του είναι ιδιαίτερα ευρηματικά. Κατασκευασμένες από υλικά περισυλλεγμένα από το εργαστήριο –ξύλο, σύρμα, σπάγκο, ύφασμα, καρφιά– αυτές οι αρθρωτές κούκλες αντικατοπτρίζουν τις προσπάθειες του καλλιτέχνη να φωτίσει μια καθημερινή ζωή που επισκιάστηκε από τη γερμανική κατοχή και τους περιορισμούς της.
Αυτά τα μοναδικά αντικείμενα, μαρτυρίες της οικονομίας της επιβίωσης που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, αποτελούν πολύτιμα ενθύμια εκείνων των ταραγμένων εποχών. Φτιαγμένα από φτωχά υλικά, σκόπιμα συναρμολογημένα με υποτυπώδη τρόπο, επιδεικνύουν καθαρή δημιουργικότητα.
Με το τέλος του πολέμου ο Πικάσο και η μεγαλύτερη κόρη του αποχωρίστηκαν, λόγω της μετακόμισης του καλλιτέχνη στη Νότια Γαλλία μετά τη γνωριμία του με τη Φρανσουάζ Ζιλό, με την οποία σύντομα θα αποκτούσε δύο ακόμη παιδιά, τον Κλοντ και την Παλόμα. Ωστόσο, η Μάγια παραμένει παρούσα σε αυτή τη μεικτή οικογένεια, την οποία επισκέπτεται τακτικά. Μαζί με τον πατέρα της συμμετείχε, ως βοηθός, στα γυρίσματα της ταινίας του Henri Georges-Clouzot «Το μυστήριο του Πικάσο». Αυτό είναι σημάδι της βαθιάς προσήλωσής της στον πατέρα της.
Η Μάγια συνεχίζει, όπως και η μητέρα της πριν από αυτήν, να κρατά με αφοσίωση τα ρούχα, αλλά και τα νύχια και τις τούφες των μαλλιών που ο προληπτικός καλλιτέχνης έστελνε τακτικά στη Μαρί-Τερέζ για να τα διατηρήσει προσεκτικά. Μεταξύ γοητείας και φόβου του θανάτου, ο Πικάσο πολλαπλασίασε τις τελετουργίες για να προστατεύσει τον εαυτό του από την κακοτυχία.
«Στις 5 Σεπτεμβρίου 1935, η εποχή των νεράιδων είχε περάσει προ πολλού, αλλά μπορώ να πω ότι όταν γεννήθηκα είχα δύο θαυμάσια όντα που έσκυβαν πάνω από την κούνια μου: τους γονείς μου! Ο Πικάσο και η Μαρί-Τερέζ. Δύο όντα συνδεδεμένα στην αιωνιότητα. Ενωμένοι με την ίδια αγάπη για τη ζωή και την αγάπη».
Αν και τα παιδιά του Πικάσο δεν μίλησαν γι' αυτόν με τον καλύτερο τρόπο, η Μάγια τον περιγράφει με τη μεγαλύτερη τρυφερότητα, σχεδόν συγχωρώντας τόσο τον χαρακτήρα όσο και τις απιστίες που τον χαρακτήριζαν σε όλες του τις σχέσεις, γιατί η δική τους σχέση, τρυφερή και στενή, δεν διαλύθηκε ποτέ, αν και η μητέρα της είχε το τραγικό τέλος που είχαν και άλλες ερωμένες του Πικάσο. Το 1977, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του ζωγράφου, κρεμάστηκε στο γκαράζ του σπιτιού της στο Παρίσι. Ήταν 68 ετών. Δεν ήταν η μόνη που έδωσε τέλος στη ζωή της. Η Ζακλίν Ροκ, η τελευταία του γυναίκα, αυτοκτόνησε με πιστόλι, ενώ η Όλγκα Χοχλόβα, η πρώτη σύζυγός του, και η Ντόρα Μάαρ έχασαν τα λογικά τους.
Ωστόσο, πάνω στον τάφο του Πικάσο, στον κήπο του κάστρου Βοβενάργκ, τοποθετήθηκε το άγαλμα της Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, ίσως της μεγαλύτερης αγάπης της ζωής του. Η ξανθιά, χυμώδης, 17χρονη κοπέλα γνώρισε τον Πικάσο μια μέρα του Ιανουαρίου του 1927, έξω από το παρισινό πολυκατάστημα Galeries Lafayette.
Ο Πικάσο ήταν τότε 46 ετών, διάσημος και παντρεμένος εννέα χρόνια με την Όλγκα Χοχλόβα. Την απατούσε συνεχώς και η σχέση τους ήταν διαλυμένη. Αλλά δεν τη χώριζε. Και δεν τη χώρισε και στο μέλλον, όταν η Όλγκα το ζήτησε, γιατί σύμφωνα με τους γαλλικούς νόμους έπρεπε να αποχωριστεί και τη μισή περιουσία του. Δεν το έκανε και συνέχισε να ζει τη ζωή του περιφρονώντας τη, μέχρι τον θάνατό της το 1955, όταν ένιωσε επιτέλους ότι η περιουσία του ήταν ασφαλής.
Η Μαρί-Τερέζ αγνοούσε πλήρως τη φήμη η οποία ήδη περιέβαλε τον ξένο που την πλησίασε την ώρα που έβγαινε από το μετρό. «Ήμουν ένα αθώο κορίτσι», θυμόταν αργότερα. «Δεν ήξερα τίποτα – ούτε για τη ζωή, ούτε για τον Πικάσο… Είχα πάει για ψώνια στην Γκαλερί Λαφαγιέτ και ο Πικάσο με είδε την ώρα που έφευγα από το μετρό. Με άρπαξε απλά από το μπράτσο και μου είπε: “Είμαι ο Πικάσο! Εσύ και εγώ θα κάνουμε σπουδαία πράγματα μαζί”».
Η νεαρή 17χρονη υπέκυψε στη γοητεία του Πικάσο, που την ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους τον έκανε πραγματικά ευτυχισμένο και αληθινά παράτολμο, αφού είχε εγκαταστήσει την οικογένειά του σε ένα εξοχικό μέρος και την ερωμένη του λίγο μακρύτερα. Κάθε πρωί εγκατέλειπε τη σύζυγο και τον γιο του για να συναντηθεί με τη Μαρί-Τερέζ.
Η σχέση τους έγινε μία από τις πλέον συναρπαστικές στην ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα. Η Μαρί-Τερέζ έγινε η μούσα του στα περισσότερα από τα ερωτικά έργα του. Ανάμεσά τους και το αριστουργηματικό «Το Όνειρο», ένα ιδιαίτερα ερωτικό πορτρέτο της Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, και το «Κορίτσι μπροστά στον καθρέφτη», έργα που είναι φορτισμένα με μια έντονη ερωτική και σεξουαλική δύναμη.
Η σχέση του ζευγαριού κρατήθηκε ως επτασφράγιστο μυστικό για πολλά χρόνια, τόσο επειδή ο Πικάσο ήταν τότε ακόμη παντρεμένος με την Όλγκα Χοχλόβα, όσο και λόγω της ηλικίας της Μαρί-Τερέζ. Για ένα μεγάλο διάστημα η Μαρί-Τερέζ εμφανιζόταν στα έργα του Πικάσο μόνο συγκαλυμμένα, με τα χαρακτηριστικά της να ενσωματώνονται συχνά στο φόντο των έργων.
Ωστόσο, μέχρι το τέλος του 1931, ο Πικάσο δεν μπορούσε πια να καταπιέζει τη δημιουργική παρόρμηση που του ενέπνεε η ερωμένη του, και το 1932 η Μαρί-Τερέζ έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της σε πλήρως αναγνωρίσιμη μορφή. Τότε φιλοτεχνήθηκε ο πίνακας «La Lecture» από τη δραστική μείξη της φυσικής γοητείας και της σεξουαλικής αθωότητας της Μαρί-Τερέζ που είχαν μεθυστική επίδραση στον Πικάσο.
Το 1935, ο Πικάσο γίνεται πατέρας από τη Μαρί Τερέζ και αποκτούν την πρώτη του κόρη, τη Μάγια. Η Όλγκα Χοχλόβα μαθαίνει τυχαία για το «μωρό» και μετακομίζει στη Νότια Γαλλία. Ζει ευτυχισμένος με τη Μαρί-Τερέζ και την κόρη τους αλλά για τον Πικάσο αυτές οι περίοδοι δεν κρατούν για πάντα. Την ίδια χρονιά γνωρίζει και γοητεύεται από μια 29χρονη καλλονή με γιουγκοσλαβική καταγωγή, την Ντόρα Μάαρ. Λέγεται πως η Μαρί-Τερέζ και η Ντόρα κάποια στιγμή συναντήθηκαν στο στούντιό του τυχαία και η Μαρί-Τερέζ απαίτησε από τον Πικάσο να επιλέξει. Τότε εκείνος τους είπε να παλέψουν για το ποια θα τον κρατήσει. Κι εκείνες πραγματικά πάλεψαν.
Η Ντόρα Μάαρ κέρδισε και μετακόμισε στο σπίτι του Πικάσο, ενώ η προηγούμενη αγαπημένη του και η κόρη της έμειναν κοντά τους σ’ ένα διαμέρισμα. Παρόλο που δεν έζησαν ποτέ ως οικογένεια, και η Μαρί-Τερέζ είχε περάσει στο περιθώριο, ο Πικάσο διατήρησε επαφή με την κόρη του και τη μητέρα της και τις υποστήριζε πάντα οικονομικά. Η εικόνα της φρέσκιας, νεαρής, ανυπόμονης ερωμένης είχε ξεθωριάσει και η λάμψη της είχε χαθεί καθώς αντικαταστάθηκε από την ώριμη μητρότητα. Η Μαρί-Τερέζ έχασε για πάντα κάθε ρόλο που είχε στη ζωή του Πικάσο.
Αν και η γέννηση της Μάγια κρατήθηκε μυστική και μόλις λίγο καιρό μετά ο Πικάσο ξεκίνησε τη σχέση του με την Ντόρα Μάαρ, η Μάγια υποστηρίζει ότι ο πατέρας της διχαζόταν μεταξύ των δύο γυναικών και συνδύασε τα χαρακτηριστικά τους στο έργο του 1937 «Marie-Thérèse with Red Beret with pom pom».
«Ο πατέρας μου… δεν κουράστηκε ποτέ να ζωγραφίζει τη μητέρα μου, να την απεικονίζει σε σχέδια, γλυπτά και χαρακτικά. Αλλά σε αυτόν τον πίνακα δημιουργεί έναν συνδυασμό της μητέρας μου και της Ντόρα Μάαρ. Είναι τα μαλλιά και τα μάτια της μητέρας μου, αλλά η μύτη και οι χρωματικοί τόνοι θυμίζουν την Ντόρα Μάαρ, η οποία μπήκε στη ζωή του το 1936, λίγο μετά τη γέννησή μου», λέει η Μάγια.
Η Μάγια θυμάται ακόμα να ποζάρει από μικρή μέχρι τα 18 της για τον πατέρα της:
«Καθόμασταν στο τραπέζι και ξαφνικά ήθελε να απαθανατίσει μια έκφραση, μια στάση». Μου έλεγε: “μην κουνηθείς” και έσπευδε να βρει χαρτί, μολύβια, χαρτόνι ή σημειωματάριο». Αυτό που θυμάται πιο έντονα από όλα είναι ότι ο πατέρας της τη ζωγράφισε όταν έκανε τα πρώτα της βήματα, στο έργο «First Snow», το 1938: «Ήταν η μέρα που έκανα τα πρώτα μου βήματα… Φορούσα μικρά ροζ μποτάκια που ο πατέρας μου κράτησε σε όλη του τη ζωή».
Η Μάγια ήταν βαθιά προσκολλημένη στην κληρονομιά του Πικάσο. Έγινε ειδική στο έργο του και συγκέντρωσε έναν μεγάλο όγκο αρχείων, φωτογραφίες, ποιήματα και άλλες μαρτυρίες της καθημερινής τους ζωής. «Κρατούσε ακόμη και κομμάτια από νύχια και μαλλιά, ως φυλαχτό για να την προστατεύει», λέει η κόρη της.
Ήταν μια γυναίκα με χιούμορ που την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης δεν δίστασε να πειράξει τον Εμανουέλ Μακρόν με το εξής αστείο: «Θα μπορούσα να είμαι η μητέρα σου, ξέρεις».
Πιστοποίησε με ακρίβεια χιλιάδες έργα του Πικάσο και σταμάτησε πριν από περίπου 6 χρόνια, όταν η όρασή της άρχισε να εξασθενεί λόγω καταρράκτη. Το 2012, ο γιος του Πικάσο Κλοντ και οι υπόλοιποι κληρονόμοι δημιούργησαν έναν οργανισμό με την ονομασία «Picasso Authentification», κάτι που η ίδια δεν πήρε καλά, υπενθυμίζοντάς τους: «Δεν είμαι νεκρή, ξέρετε!».