Ένα μικρό ιδιωτικό μουσείο, το Musée Εstrine στο Saint-Rémy-de-Provence, στη Γαλλία γιορτάζει τα 100 χρόνια της Φρανσουάζ Ζιλό, μιας ζωγράφου διάσημης για την προσωπική της ζωή και ολοκληρωτικά ξεχασμένης ως δημιουργού, με το έργο της να παραλείπεται μέχρι σήμερα που έκλεισε έναν αιώνα ζωής, θαμμένο κάτω από τη σκιά του Πικάσο.
Η έκθεση είναι αφιερωμένη στα χρόνια που πέρασε στη Γαλλία, τα δέκα χρόνια που υπήρξε μούσα, σύντροφος του Πικάσο, από το 1943 έως το 1953, και μητέρα των δυο παιδιών του, Κλοντ και Παλόμα.
Αυτό το εικαστικό αφιέρωμα καθιστά δυνατή την αποκατάσταση μιας εξαιρετικής καλλιτέχνιδας που αγνόησε και μάλιστα αποκήρυξε η Γαλλία, μετά τη δημοσίευση του βιβλίου «Vivre avec Picasso» το 1965, όπου αφηγήθηκε την πολυτάραχη και θυελλώδη ζωή της με αυτόν που ονομαζόταν «ο Μινώταυρος».
Η Annie Maïllis, η βιογράφος της στο ντοκιμαντέρ «La femme qui dit», αναλύει αυτήν την αδικία ως το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για αυτό που τότε θεωρούνταν «έγκλημα», να αφήσει τον Πικάσο. «Είναι η μόνη σύντροφος του Πικάσο που τον άφησε, οι άλλες τρελάθηκαν ή αυτοκτόνησαν. Εκείνη έσωσε το τομάρι της και έφυγε».
Στα χρόνια που ήταν μαζί, δημιουργήθηκε ένας εικονογραφικός διάλογος μεταξύ τους. Στη ζωγραφική της μπαίνουν εξευγενισμένα αιχμηρά αντικείμενα που δείχνουν τον θυμό της. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η καλλιτέχνις έφυγε από τη Γαλλία για τις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να εκθέσει και να υπάρξει. Θα γνωρίσει σημαντική επιτυχία πέρα από τον Ατλαντικό. «Δεν είμαι απλώς ένα πλάσμα, είμαι ζωγράφος. Δεν είμαι αντικείμενο ζωγραφικής, είμαι υποκείμενο, είμαι ζωγράφος», έλεγε.
Η Annie Maïllis, η βιογράφος της στο ντοκιμαντέρ «La femme qui dit», αναλύει αυτήν την αδικία ως το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για αυτό που τότε θεωρούνταν «έγκλημα», να αφήσει τον Πικάσο. «Είναι η μόνη σύντροφος του Πικάσο που τον άφησε, οι άλλες τρελάθηκαν ή αυτοκτόνησαν. Εκείνη έσωσε το τομάρι της και έφυγε».
Η τροχιά της Φρανσουάζ Ζιλό στην τέχνη παρουσιάζεται ως μεταφορά για την τέχνη του εικοστού αιώνα. Ξεκίνησε στις απαρχές του στη γαλλική παράδοση και στη συνέχεια προχώρησε στην αμερικανική έρευνα γύρω από το χρώμα και την αφαίρεση. «Δεν ζωγραφίζω αυτό που κοιτάζω αλλά αυτό που με κοιτάζει», έλεγε η Ζιλό.
Αυτοπροσωπογραφίες, πορτρέτα των παιδιών της, οι «κουζίνες», της που χαιρετίστηκαν από ειδικούς στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ελληνικοί μύθοι, μέσα από τα έργα της επανεξετάζει τον εαυτό της, εξού και η πολλαπλότητα των προσεγγίσεών της σε ένα θέμα, ενίοτε ταυτόσημο, για να διερευνήσει την ουσία του, να εντοπίσει τι αντηχεί μέσα της.
Τα πρώτα χρόνια με τον Πικάσο, στο Vallauris, η Ζιλό είχε λίγο χώρο να δουλέψει. Έτσι σχεδιάζει με μια καθαρή, σταθερή και δυνατή γραμμή. Η νεαρή γυναίκα δεν ξέφυγε από την επιρροή του Πικάσο, αλλά αναζήτησε τον δρόμο της κοιτάζοντας επίσης αλλού, ιδιαίτερα προς τον Ματίς ή τον Νικολά ντε Στάελ.
Σε αυτό το περιορισμένο σύμπαν, ζωγραφίζει τα παιδιά της, ιδιαίτερα τον Κλοντ. Λίγο πριν τον χωρισμό της, σκιαγραφεί μια ζηλευτή οικογενειακή σκηνή, αλλά η Φρανσουάζ ήδη ψάχνει αλλού, η μικρή Παλόμα έχει ανάψει ένα σπίρτο και ο μικρός Κλοντ γράφει τη λέξη «ελευθερία» στον πίνακα.
Στα πορτρέτα και στις αυτοπροσωπογραφίες, οι δύο καλλιτέχνες κοιτάζονται, απαντούν ο ένας στον άλλον, επιβεβαιώνονται. Η Ζιλό δεν θέλει να γίνει μούσα, αλλά καλλιτέχνιδα.
Ο Πικάσο είχε αναμφίβολα αντίκτυπο στη δουλειά της Ζιλό στα χρόνια που ήταν μαζί: για παράδειγμα, στην προθυμία της να παραμορφώσει την ανθρώπινη φιγούρα. Έτεινε να το κάνει με πιο λυρικό, λιγότερο βίαιο τρόπο από εκείνον, ωστόσο.
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν ο Πικάσο αλλά ο μακροχρόνιος φίλος του, Ανρί Ματίς, που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στην τέχνη της Ζιλό, όπως στη χρήση των χρωμάτων. Το 1946, ο Πικάσο είχε πάρει μαζί του τη Ζιλό να επισκεφθούν τον σπουδαίο –αλλά όλο και πιο ανήμπορο– Γάλλο στο σπίτι του στη Βενς, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Ο Ματίς της άρεσε αμέσως και σχολίασε πόσο πολύ αγαπούσε τα σχήματα στα έργα του.
Αν και συνδέθηκε με δυο γίγαντες της τέχνης που την επηρέασαν, πάντα ακολουθούσε το δικό της καλλιτεχνικό μονοπάτι. Μετά τον πόλεμο, ευθυγραμμίστηκε με καλλιτέχνες όπως η Sonia Delaunay και ο Νικολά ντε Στάελ σε μια ομάδα γνωστών ως Réalités Nouvelles.
Πριν από τις μεγάλες, πολύχρωμες αφηρημένες μορφές και πριν διασχίσει τον Ατλαντικό, κάνει τον απολογισμό της, αναλογίζεται ένα νέο ξεκίνημα, ταξιδεύει στην Ελλάδα και απεικονίζει αυτά τα ερωτήματα με μια συναρπαστική σειρά από λαβύρινθους, όπου ο Θησέας, το μυθικό της alter ego, χάνεται και ξαναβρίσκει τον εαυτό του.
Ακόμα και σήμερα που είναι 100 ετών κανένα δημοσίευμα γι' αυτήν δεν μπορεί να μην έχει το όνομα του Πικάσο στις γραμμές του. Όσο είναι εν ζωή δεν θα σταματήσουν οι ερωτήσεις σε κάθε δημόσια εμφάνισή της για τη θυελλώδη σχέση της με τον μεγαλύτερο ζωγράφο του 20ού αιώνα, γεγονός με το οποίο φαίνεται να έχει συμφιλιωθεί και σήμερα να το χρησιμοποιεί και προς όφελός της.
Η ρήση της για τον Πικάσο μπορεί να μην είναι η σύνοψη της σχέσης της αλλά δείχνει ότι κάθε φινάλε σχέσης του ζωγράφου είχε τραγική επίπτωση στη ζωή των συντρόφων του.
«Είμαι η μοναδική γυναίκα που σώθηκε από τον Πικάσο και δεν έχω μετανιώσει ούτε μια στιγμή γι’ αυτό», έχει πει η Ζιλό. «Πώς; Παρατώντας τον». Η ιστορία την έχει επιβεβαιώσει. Ήταν η μοναδική γυναίκα που έμεινε σώα και αβλαβής. Από τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, η Μαρί Τερέζ κρεμάστηκε, η Ζακλίν Ροκ αυτοκτόνησε με πιστόλι, ενώ η Ολγα Κόκλοβα, η πρώτη σύζυγός του, και η Ντόρα Μάαρ έχασαν τα λογικά τους.
Η Ζιλό απαρνήθηκε τη ζωγραφική σχεδόν τα περισσότερα από τα χρόνια που ήταν μαζί του. Καλλιτέχνιδα και η ίδια, έπαιξε για χρόνια τον ρόλο του ατζέντη, του συνομιλητή και εξομολόγου του, αλλά όταν αποφάσισε να δώσει τέλος στη σχέση τους, ο Πικάσο τρελάθηκε. Αυτός και μόνο αυτός θα μπορούσε να το αποφασίσει και η Ζιλό τον πρόλαβε. Εκείνη τον αποκάλεσε δημοσίως σαδιστή και εκείνος έκανε τα πάντα για να την εξαφανίσει.
Ο κατά σαράντα χρόνια μεγαλύτερός της Πικάσο, που όταν γνωρίστηκαν ήταν 61 και η Ζιλό 21, την κυνήγησε όσο καμία άλλη, την πίεσε, της έκανε μποϊκοτάζ, τη διέσυρε. Η Ζιλό το έσκασε κυριολεκτικά και βρέθηκε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού για να γλιτώσει και να ξαναφτιάξει τη ζωή της, αυτήν τη φορά με τον Αμερικανό ιατρικό ερευνητή, γνωστό για την ανακάλυψη και την ανάπτυξη του πρώτου εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας, Τζόνας Σολκ.
«Δεν μετανιώνω για τίποτα. Πιστεύω ότι πρέπει να τολμάει κανείς στη ζωή του, αλλιώς δεν αξίζει τον κόπο να ζεις. Όταν ριψοκινδυνεύεις περνάς τρομερές στιγμές, αλλά μαθαίνεις, ζεις και αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα», έχει δηλώσει.
Στο βιογραφικό βιβλίο «The Woman Who Says No, Francoise Gilot on Her Life With and Without Picasso» αποκαλύπτει πως, όταν γνωρίστηκαν με τον Πικάσο σε ένα καφέ το 1943, κι εκείνος έμαθε ότι ζωγραφίζει και η ίδια, της είπε: «Αυτό είναι το πιο αστείο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ. Τα κορίτσια με τη δική σου εμφάνιση δεν γίνονται ζωγράφοι».
Όσο για την σχέση τους, έχει πει με αφοπλιστικό τρόπο: «Αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, σίγουρα θα σκεπτόμουν ότι δεν μπορώ να μπλέξω με έναν τόσο ηλικιωμένο. Αλλά, βλέπετε, οι άντρες της ηλικίας μου, που θα μπορούσαν τότε να με ελκύουν, ήταν στον πόλεμο, είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης».
Μοναχοπαίδι μιας εύπορης οικογένειας, η Ζιλό γεννήθηκε το 1921 στο Neuilly-Sur-Seine, μυήθηκε στην τέχνη από την κεραμίστρια και φιλότεχνη μητέρα της, δημιούργησε τα πρώτα της ζωγραφικά έργα στα 6 της χρόνια, σπούδασε νομική στη Σορβόννη και το Κέιμπριτζ και τα εγκατέλειψε προς χάριν της τέχνης. Παραδέχεται ότι από μωρό τής άρεσε να σοκάρει τον κόσμο. Η Ζιλό καμαρώνει πάντα λέγοντας ότι οι ιδέες της ήταν μπροστά από την εποχή της και δεν μπόρεσε κανείς –ούτε ο Πικάσο– να της υποδείξει τι θα κάνει.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μιλήσει για ον Πικάσο χωρίς θυμό, λέγοντας: «Ήταν μια ηφαιστειακή δύναμη της φύσης, κι έτσι φέραμε στον κόσμο τα δυο παιδιά μας: την Παλόμα, που είναι φημισμένη σχεδιάστρια, και τον Κλοντ, που είναι φτυστός ο πατέρας του». Μπορεί να έκαναν δυο παιδιά αλλά δεν παντρεύτηκαν ποτέ γιατί ο Πικάσο ήταν σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους παντρεμένος με την Όλγα Κόκλοβα. Δεν της έδινε διαζύγιο γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποχωριστεί ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του.