ΚAΘΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ όλα τα διεθνή περιοδικά και εφημερίδες που σέβονται τον εαυτό τους δημοσιεύουν, πέρα από πολιτικές ανασκοπήσεις και τις καλύτερες φωτογραφίες της χρονιάς, και τις γαστρονομικές τάσεις που διαβλέπουν για κάθε νέο έτος.
Για το 2023 λοιπόν διαπιστώνεται η περαιτέρω αδιαφορία προς τη μοριακή κουζίνα (το τι χαρά κάνω δεν μπορώ να σας πω για το συγκεκριμένο, μετά τις φοβερές ανοστίλες που έχω δοκιμάσει και χρυσοπληρώσει, τόσο στην Κοπεγχάγη όσο και στο Σαν Σεμπαστιάν) και η άνοδος του comfort food, του σπιτικού καλομαγειρεμένου φαγητού στο οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί, ιδίως στην επαρχία με τις τοπικές σπεσιαλιτέ.
Οι γιαπωνέζικες γεύσεις κυριαρχούν και το μίσο μέχρι και εγώ έφτασα να το αγαπήσω και να το παραδεχτώ ως υλικό χρήσιμο σε ορισμένες συνταγές. Τι προσθέτει πέρα από μια αίσθηση εξωτισμού και αλάτι ακόμα το ψάχνω… Ενημερωνόμαστε λοιπόν για τα γιαπωνέζικα προϊόντα και τις ασιατικές σάλτσες, αλλά προσοχή στις τιμές, το κόστος για ένα μπουκαλάκι κοστίζει σχεδόν όσο μισό κοτόπουλο!
Οικονομικότερες και φιλικότερες προς το περιβάλλον συσκευασίες απαιτούμε όλοι πια, λιγότερο πλαστικό, παρακαλούμε τις εταιρείες τροφίμων.
Η νεότερη γενιά καταναλωτών θα προτιμήσει –λένε και το εύχομαι ως… climatarian περισσότερο από κάθε άλλο– προϊόντα από εταιρείες που όχι μόνο σέβονται το περιβάλλον αλλά φροντίζουν ουσιαστικά τους αγρούς παραγωγής λαχανικών και το διπλανό οικοσύστημα για τις μέλισσες, τη θάλασσα, τα ποτάμια ή τις λίμνες που φιλοξενούν ιχθυοκαλλιέργειες, τα ζώα και τους υπαλλήλους τους, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά προτεραιότητας.
Οικονομικότερες και φιλικότερες προς το περιβάλλον συσκευασίες απαιτούμε όλοι πια, λιγότερο πλαστικό, παρακαλούμε τις εταιρείες τροφίμων.
Παγκοσμίως φαίνεται θα ψωνίζουμε οικονομικότερα μια και ο πληθωρισμός είναι παγκόσμια γαστρονομική τάση και θα ψάχνουμε για προσφορές, θα επισκεπτόμαστε τις λαϊκές αγορές και τις αγορές βιοκαλλιεργητών, θα φροντίζουμε για λιγότερη σπατάλη του φαγητού. Η απότομη ακρίβεια των τροφίμων ήρθε για να μείνει και να μας διδάξει να θυμηθούμε παλιές, οικονομικές και απλές συνταγές που τάιζαν έναν λόχο χωρίς φανφάρες και εκλεκτικές παρουσιάσεις. Μην πάτε μακριά, μια ρεβυθάδα σιφνέικη γεμίζει τη γάστρα με μισό κιλό ρεβύθια και άλλο τόσο κρεμμύδια, και με λίγο ελαιόλαδο και ένα λεμόνι δεν σε ταΐζει απλά, σε χορταίνει μέχρι εκεί που αρχίζει η ηδονή, στο σημείο G της γαστέρας, ας πούμε. Και είναι και μια κούκλα παρουσιασμένη στην πήλινη γάστρα της!
Η ψαρίλα θα επικρατήσει το 2023, χαίρομαι πολύ γι’ αυτό! Λατρεύω τις αντσούγιες (και κατά συνέπεια τη σαλάτα του Καίσαρα που νοστιμίζει εξαιτίας τους αλλά και την ταραμοσαλάτα, μια και πάντα προσθέτω και μια αντσούγια στον άτονο πλέον λευκό ταραμά), τους αχινούς και το αυγοτάραχο αλλά και το τρίμα αυγοτάραχου που το προσθέτω σε ολοένα και περισσότερα φαγητά. Σαρδέλες Καλλονής, τόνος Αλοννήσου, χέλια αλλά και ελληνικό χαβιάρι από την Άρτα, τη Δράμα και την Πελοπόννησο (η Κασπία δεν έχει εδώ και δεκαετίες και όλο το χαβιάρι είναι ιχθυοκαλλιέργειας, άλλη διαχρονική θλίψη από εκεί) θα ποζάρουν νομίζω φέτος περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά στις δημιουργίες των σεφ και στα σπιτικά μας μαγειρέματα, γνωρίστε τα και μαγειρέψτε τα όλα δημιουργικά ή απλά με λίγο καλό βούτυρο πάνω σε μια φρυγανισμένη φέτα ψωμιού, αξίζει. Είναι, εγγυημένα, η φθηνότερη νοστιμιά που αναζητείται και δικαίως, μια και τα περισσότερα τρόφιμα και φαγητά είναι λίγο πιο άνοστα πια, ή είναι ιδέα μου, για πείτε…
Τέλος, προβλέπεται άνθηση των γαστριμαργικών εμπειριών, είτε είναι μαθήματα μαγειρικής είτε φαγητό σε απρόβλεπτες και όμορφες τοποθεσίες, από ένα καΐκι που πλέει το ηλιοβασίλεμα στον Αργοσαρωνικό μόνο για την παρέα σας ή ένα μάθημα μαγειρικής με ένα φιλόξενο άτομο που σας δείχνει πώς να ανοίγετε σπιτικό φύλλο. Και αυτό είναι κάτι που εμείς ως κούκλα τουριστική χώρα και με ιδιαίτερη κουζίνα καλούμεθα να αναπτύξουμε το 2023 προκειμένου να διευρύνουμε τον κύκλο εργασιών γύρω από τη γαστρονομία μας.
Καλή χρονιά σε όλους, έναν αχταρμά προβλέπω προσωπικά περί τα γαστριμαργικά και το 2023 και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς στην κοινωνική αυτή έκφραση που είναι η μαγειρική, ένας πραγματικός καθρέφτης της εκάστοτε χρονικής στιγμής. Πάντα έτσι εύχομαι, με ζωντανές συζητήσεις περί τα γαστριμαργικά!
Γουβαρλάκια σε ζωμό μίσο (συγνώμη, γιαγιά!)
Υλικά
½ κιλό μοσχαρίσιο κιμά περασμένο δύο φορές
1 κουταλιά της σούπας ρύζι (ωμό ή μαγειρεμένο, άγριο, νυχάκι ή parboiled)
1 μέτριο καρότο τριμμένο
1 μέτριο ξερό κρεμμύδι τριμμένο χωρίς το νερό του (κρατήστε το δίπλα)
Μια χουφτίτσα μαϊντανό ψιλοκομμένο
3 κουταλιές της σούπας ελαιόλαδο
2 κουταλάκια του γλυκού πάστα μίσο λευκή ή καφετί (η καφετί είναι πιο αλμυρή)
2 κουταλάκια του γλυκού γεμάτα τρίμα αυγοτάραχου
Aλάτι με προσοχή και πιπέρι ή καυτερή πιπεριά χωρίς προσοχή και ανάλογα με τα γούστα σας
1 κουταλάκι του γλυκού κουρκουμά
1 ½ λίτρο νερό (δεν χρειάζεται ζωμός γιατί το κρέας και τα λαχανικά θα δημιουργήσουν το δικό τους με το νερό)
Εκτέλεση
Σε μεγάλο μπολ βάζουμε τον κιμά, το ρύζι, το καρότο, το κρεμμύδι με το νερό του και τον μαϊντανό. Φοράμε γάντια μιας χρήσης και ζυμώνουμε πάρα πολύ καλά τα υλικά. Το μείγμα πρέπει να είναι σφιχτό αλλά να μπορεί να δουλεύεται, αν όχι προσθέστε ένα κουταλάκι από το νερό του κρεμμυδιού για να το αφρατέψετε.
Πλάθουμε το μείγμα σε μικρά μπαλάκια και τα ακουμπάμε σε ένα πιάτο. Τα βάζουμε στο ψυγείο για μία ώρα να σφίξουν.
Σε μια ρηχή και απλωτή κατσαρόλα βάζουμε το νερό και το φέρνουμε σε βράση. Προσθέτουμε το μίσο και ανακατεύουμε καλά με σύρμα για να διαλυθεί εντελώς.
Χαμηλώνουμε τη φωτιά και προσθέτουμε προσεκτικά τα γιουβαρλάκια κουνώντας στην αρχή την κατσαρόλα.
Δέκα λεπτά πριν το τέλος της βράσης προσθέτουμε τον κουρκουμά για να δώσουμε έτσι και ένα πιο λαμπερό χρώμα στο φαγητό. Τώρα είναι η ώρα να προσθέσουμε σε ροδέλες την καυτερή πιπερίτσα ή τις νιφάδες τσίλι και το τρίμα αυγοτάραχου.
Βράζουμε για μισή ώρα ελέγχοντας για νερό, ίσως χρειαστεί να προσθέσουμε λίγο ακόμα.
Δοκιμάζουμε για αλάτι και αν χρειάζεται προσθέτουμε.
Σερβίρουμε τα γουβαρλάκια με το ζωμό μίσο σε μπολ.