ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ ΠΟΥ υφάνθηκε για χρόνια στην Ελλάδα, ο πολιτισμός είναι κάτι σαν τις πολιτιστικές στήλες στην εφημερίδα: δευτερεύουσα ύλη, διακοσμητική, κατάλληλη να ντύνει με «ανάσες τέχνης» την ξερή και σκληρή πολιτική και οικονομική ύλη.
Αυτό αντιστοιχεί ακόμα σε μια αντίληψη για τα έργα πολιτισμού που περιλαμβάνει από τα αρχαία μάρμαρα και φτάνει ως διάφορες μορφές του σύγχρονου θεάματος-ακροάματος. Τα πολιτιστικά δρώμενα είναι κι εδώ ιστορίες που χρωματίζουν κάτι που, κατά τεκμήριο, το λογαριάζουμε πιο «σοβαρό».
Αυτή η προσέγγιση στον πολιτισμό πολύ λίγο απέχει από την αναζήτηση πινάκων που δένουν με το χρώμα του καναπέ ή των χαλιών. Γκουγκλάρονται πια αντίστοιχες προτάσεις και άπειροι συνδυασμοί για την προσωπική ικανοποίηση του χρήστη.
Με αυτό τον τρόπο, ο πολιτισμός γίνει ένα σύνολο ενδιαφερόντων και συναισθημάτων που υπερίπτανται πάνω από την πεζή καθημερινότητα και τις διαδρομές της.
Εν τω μεταξύ, σε κάθε γωνιά ξεχειλίζουν οι κάδοι των σκουπιδιών, συνθέτοντας τα δικά τους γλυπτά ασχήμιας και βρόμας. Είναι αυτό εμπειρία ξένη προς τον πολιτισμό; Η συνεχής κακοποίηση των χώρων της ζωής μας είναι αδιάφορη από τη σκοπιά του πολιτισμού;
Τα μάρμαρα που λάμπουν στον ήλιο και τα σκουπίδια που ζέχνουν στη γωνία είναι κομμάτια της ίδιας πραγματικότητας. Το πώς απολαμβάνουμε ένα έργο τέχνης και το πώς χρησιμοποιούμε τα δημόσια αγαθά δεν είναι αυτόνομα μεταξύ τους κεφάλαια.
Τώρα τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, τα κλεμμένα από τον Λόρδο Έλγιν, υπάρχει κάποια ελπίδα να επιστραφούν. Το θέμα έχει εξάψει την περιέργεια, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και social media το συζητούν σαν να είναι κι αυτό μέρος της προεκλογικής διαμάχης.
Προφανώς η επιστροφή των μαρμάρων είναι μια συμβολική και ιστορική διεκδίκηση ουσίας. Δεν πρέπει όμως να γίνεται συνώνυμο της μάχης για τον πολιτισμό μας. Η φωταγώγηση του αρχαίου κλέους ή τα μεγάλα θεάματα και οι σκηνές που θαμπώνουν τα μάτια των συγχρόνων δεν μπορεί να γίνονται άλλοθι για άλλες μορφές λήθης και κλοπής.
Υπάρχει, αναμφισβήτητα, ένας πολιτισμός δημόσιων σχέσεων, brand name εξωστρέφειας, διακοσμητικού στολισμού. Ένας πολιτισμός που ελκύει ως γιορτή και επίτευγμα, έκθεμα ή λαμπρή, διαχυτική αλυσίδα events.
Υπάρχει όμως και ένας πολιτισμός ταπεινών εκθεμάτων του ορατού μας κόσμου. Που θα είχε στο επίκεντρο μια πόλη λιγότερο κακοποιημένη από την αδιαφορία, τον βανδαλισμό, την κακή χρήση και την εγκατάλειψη των συλλογικών της υποδομών. Και φυσικά το να μην επικρατήσει ως εναλλακτική στη σιωπή της ερημιάς, ο σάλαγος του υπερτουρισμού.
Τα μάρμαρα που λάμπουν στον ήλιο και τα σκουπίδια που ζέχνουν στη γωνία είναι κομμάτια της ίδιας πραγματικότητας. Το πώς απολαμβάνουμε ένα έργο τέχνης και το πώς χρησιμοποιούμε τα δημόσια αγαθά δεν είναι αυτόνομα μεταξύ τους κεφάλαια. Πολύ συχνά, επικαλούμαστε τις σταθερές, υπερβατικές αξίες ή τα μεγάλα επιτεύγματα για να κρυφτούμε από τα πρόσφατα έργα μας, από τις συλλογικές μας κακοτεχνίες.
Μάλλον χρειάζεται να αλλάξουμε προτεραιότητα και ιεράρχηση. Να μη βλέπουμε πια τον πολιτισμό με τον τρόπο που ένας μπασμένος στα πράγματα πολιτικός συντάκτης κοιτάζει τους συναδέλφους του που ασχολούνται με τα «πολιτιστικά».
Πρέπει να σκοτώσουμε αυτό το αδιάφορο βλέμμα που τακτοποιεί τον κόσμο σε θαύματα και απορρίμματα, στα αναγκαία πράγματα και στα στολίδια ή στα ψυχαγωγικά καρυκεύματα. Να αποστατήσουμε από την ιδέα του πολιτισμού ως τεχνητής αρωματικής ύλης για ένα φαγητό που έχει γίνει άνοστο και ξερό.
Η καθημερινότητα και η χρήση του κοινού, τετριμμένου κόσμου διεκδικούν με τη σειρά της προσοχή. Τα μάρμαρα θα λάμπουν στον ήλιο ή θα αποκατασταθούν, αργά ή γρήγορα, στις προθήκες και στους χώρους του Μουσείου της Ακρόπολης. Το απαιτούν και οι καιροί που επανορθώνουν, έστω με συμβολικές χειρονομίες, τις σκοτεινές σελίδες της αποικιοκρατικής κληρονομάς.
Το ερώτημα είναι αν τα σκουπίδια θα εξακολουθήσουν να είναι η μοίρα μας.