Ένας μεγάλος αριθμός ιστορικών κτιρίων που αποτελούν τα τελευταία ίχνη της σημαντικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του 19ου και του 20ού αιώνα κινδυνεύει. Παραδομένα στη φθορά του χρόνου, οδηγούνται στην κατάρρευση.
Ανάμεσά τους είναι και κτίρια του Μεσοπολέμου, τα οποία οι ιδιοκτήτες τους σπεύδουν να τα κατεδαφίσουν θέλοντας να απεμπλακούν από το «άγος» της προστασίας που τα επόμενα χρόνια μπορεί να τους προσφέρει η πολιτεία! Γιατί κάθε κτίριο που χρονολογείται από το 1830 και μετά, εφόσον συμπληρώσει 100 χρόνια ζωής, θεωρείται εν δυνάμει νεότερο μνημείo και εξετάζεται για το αν θα πρέπει να κηρυχθεί διατηρητέο. Αυτό ακριβώς θέλουν να αποφύγουν οι ιδιοκτήτες που επιλέγουν την κατεδάφιση.
Είναι κι αυτό ένα από τα θαύματα της ελληνικής διοίκησης: η διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς να έχει περάσει στη συνείδηση των πολιτών ως αχρείαστο φορτίο και όχι ως πολιτιστικό και κοινωνικό αγαθό που πρέπει να προστατευτεί.
«Το υψηλό κόστος αποκατάστασης και συντήρησης ενός διατηρητέου, με εξειδικευμένες εργασίες που απαιτούν ειδικές μελέτες και εγκρίσεις, χωρίς κίνητρα και βοήθεια από το κράτος, είναι ο λόγος που θεωρούν την κήρυξη της κατοικίας τους ως διατηρητέας περίπου ως καταδίκη», λέει αρχιτέκτονας που ασχολείται εδώ και χρόνια με αποκαταστάσεις ιστορικών κτιρίων.
Πολλές κατεδαφίσεις γίνονται για να προλάβουν οι ιδιοκτήτες να μην ενταχθούν οι κατοικίες τους στην κατηγορία των νεότερων μνημείων. Και ο λόγος ο οποίος τους ωθεί προς μια τέτοια απόφαση είναι κυρίως η έλλειψη κινήτρων για την αποκατάσταση των ακινήτων τους.
Η παρακμή του αρχιτεκτονικού πλούτου στις γειτονιές της Αθήνας
Στον αρχιτεκτονικό πλούτο που παρακμάζει στις γειτονιές της Αθήνας συγκαταλέγονται και κτίρια που είναι χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα. Παρά πολλά από αυτά θυμίζουν ερειπιώνες, ενώ έχουν κλαπεί και λεηλατηθεί πάμπολλες φορές. Η αισθητική και αρχιτεκτονική τους αξία, δυσδιάκριτη για τους πολλούς και εμφανής ίσως μόνο για τα εκπαιδευμένα μάτια των ειδικών, αναζητείται μέσα σε χαλάσματα.
To διώροφο νεοκλασικό κτίριο της δεκαετίας του 1870 στα Εξάρχεια, στο οποίο έζησε για περισσότερα από σαράντα χρόνια ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, είναι χαρακτηρισμένο σχεδόν εδώ και τρεις δεκαετίες ως διατηρητέο, αλλά έχει αφεθεί να ρημάζει στη φθορά του χρόνου.
Στην πλατεία Αμερικής ο πύργος της οικογένειας Τυπάλδου αποτελεί ένα από τα λιγοστά κτίρια νεογοτθικού ρυθμού που χτίστηκαν στην Αθήνα. Διατηρητέο, ακατοίκητο σήμερα, η μοναδικότητά του δεν ήταν ικανή για να έχει, προς το παρόν τουλάχιστον, καλύτερη τύχη.
Χρόνο με τον χρόνο χειροτερεύει η κατάσταση για αρκετές μονοκατοικίες της περίφημης Κηπούπολης Κυπριάδου στο τέρμα της Πατησίων, η οποία κατοικήθηκε και από σημαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες της εποχής του Μεσοπολέμου.
Στην οδό Αγίας Λαύρας, στο νούμερο 64, βρίσκεται ένα χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας κατοικίας, η οποία παρουσιάζει φθορές, όπως και η κατοικία στον ίδιο δρόμο στο νούμερο 19, μια μονοκατοικία εκλεκτικιστικού ρυθμού.
Ιστορικά και επικινδύνως ετοιμόρροπα
Κάπως έτσι, φτάσαμε να μη μιλάμε μόνο για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αλλά και για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας. Τα ιστορικά κτίρια στον δήμο Αθηναίων που χαρακτηρίζονται ως επικινδύνως ετοιμόρροπα ξεπερνούν τα 2.500! Αυτό είναι το νούμερο που καταγράφουν 11 οργανώσεις υψηλού κύρους οι οποίες ασχολούνται με τη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς σε επιστολή που έστειλαν πρόσφατα στον πρωθυπουργό.
Οι φορείς υποστηρίζουν ότι η ολοκληρωμένη προστασία του αρχιτεκτονικού πλούτου απαιτεί οικονομική υποστήριξη και πως η καταπολέμηση της φθοράς των αξιόλογων κτιρίων είναι περισσότερο εφικτή από ποτέ την τελευταία πενταετία. Κι αυτό γιατί η διάσωση του ιστορικού κτιριακού αποθέματος βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών και των χρηματοδοτήσεων που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη θωράκιση και των ιστορικών κτιρίων απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Περιμένοντας το «Διατηρώ» των διατηρητέων
Οι προσδοκίες για να αποκατασταθούν αλλά και να θωρακιστούν με στερεωτικές εργασίες τα διατηρητέα κτίρια εναποτέθηκαν τα δυο τελευταία χρόνια στο πολυαναμενόμενο πρόγραμμα «Διατηρώ». Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που θα χρηματοδοτήσει με ευρωπαϊκά κονδύλια τα έργα της διάσωσης των κτιρίων αυτών.
Γιατί η πλειοψηφία των ιδιοκτητών αδυνατεί να σηκώσει το κόστος μιας αποκατάστασης, το οποίο είναι διπλάσιο ή ακόμη και τριπλάσιο σε σχέση μ' αυτό που μπορεί να δαπανήσει κάποιος για μια συνηθισμένη οικοδομική κατασκευή.
Επίσης, για κάθε πετραδάκι που θα μετακινήσουν στο ακίνητό τους οι ιδιοκτήτες χρειάζονται αδειοτήσεις και εγκρίσεις από τους φορείς προστασίας, που είναι είτε το υπουργείο Πολιτισμού είτε το υπουργείο Περιβάλλοντος, είτε, κάποιες φορές, και τα δύο μαζί. Παράλληλα, η δέσμευση στην ουσία της ιδιωτικής τους περιουσίας από το κράτος ουδέποτε συνοδεύτηκε από σοβαρά κίνητρα ή φορολογικές ελαφρύνσεις.
Αρχικά προβλέφθηκαν κονδύλια ύψους 250 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ωστόσο στο τελικό σχέδιο που εγκρίθηκε από την Ε.Ε. δεν υπήρχε δέσμευση αυτών των πόρων για το πρόγραμμα «Διατηρώ», όπως εξηγεί στη LiFO η Εύη Μαμιδάκη, που είναι πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Ιδιοκτητών Διατηρητέων Κτιρίων και Μνημείων.
Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι η εξέλιξη αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις ανάγκες και τους στόχους που πρέπει να υπηρετήσουν οι χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης: «Η διατήρηση του ιστορικού κτιριακού αποθέματος της χώρας αποτελεί βασική περιβαλλοντική επιλογή, σύμφωνη με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, της κυκλικής οικονομίας και της προσαρμογής της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην κλιματική αλλαγή, και τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης παρέχονται στη χώρα μας πρωτίστως και κυρίως για την επίτευξη αυτών των στόχων».
Το πρόγραμμα «Διατηρώ» έχει ανακοινωθεί πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει ξεκινήσει. Θα χρηματοδοτηθεί τελικά από το ΕΣΠΑ και, όπως μάθαμε από το υπουργείο Περιβάλλοντος, τα χρήματα που θα διατεθούν θα είναι πολύ λιγότερα και θα ανέρχονται στα 85 εκατ. ευρώ, από τα 250 που αρχικά προβλέφθηκαν.
Ακόμη μεγαλύτερο είναι το ποσό που πρότειναν οι 11 οργανώσεις που απευθύνθηκαν στον πρωθυπουργό. Υποστήριξαν ότι για να πραγματοποιηθούν οι εργασίες αποκατάστασης και να ληφθούν στερεωτικά μέτρα στα διατηρητέα, ούτως ώστε να διασωθεί ο αρχιτεκτονικός πλούτος και να μην απειλείται η δημόσια ασφάλεια, χρειάζονται 500 εκατ.
Ζητήθηκε επίσης το πρόγραμμα να απευθύνεται μόνο στις ιδιωτικές ιδιοκτησίες, κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί. Τα 85 εκατ. θα χρηματοδοτήσουν και εργασίες αποκατάστασης του Δημοσίου. Παρόλο που στο αντίστοιχο πρόγραμμα που αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, το γνωστό «Εξοικονομώ», υπήρχαν ξεχωριστά και διακριτικά προγράμματα. Άλλο για το Δημόσιο και άλλο για τους ιδιώτες.
Ο Ευθύμιος Μπακογιάννης, επ. καθητητής του ΕΜΠ και σήμερα γενικός γραμματέας Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος στο υπουργείο Περιβάλλοντος, εξηγεί στη LiFO ότι σύντομα θα εκδοθεί ο οδηγός του προγράμματος. Aναγνωρίζει ότι το ποσό που θα διατεθεί είναι μικρό και λέει πως ο λόγος για τον οποίο το πρόγραμμα έχει υποπολλαπλάσιο προϋπολογισμό είναι γιατί πρέπει να διαπιστωθεί «αν υπάρχουν ώριμες και εγκεκριμένες μελέτες, οι οποίες θα κατατεθούν για να γίνει η απορρόφηση αυτών των χρημάτων».
Θα πρέπει δηλαδή οι πολίτες που θέλουν να χρηματοδοτήσουν τις εργασίες αποκατάστασης των ακινήτων τους να καταθέσουν στο πρόγραμμα πλήρη φάκελο αρχιτεκτονικών, στατικών, μηχανολογικών μελετών και αδειών δόμησης, οι οποίες προηγουμένως να έχουν λάβει και τις απαραίτητες εγκρίσεις από τους φορείς προστασίας, δηλαδή τα υπουργεία Πολιτισμού και Περιβάλλοντος. Αναφέρει ότι εφόσον υπάρχει ενδιαφέρον και υπερκαλυφθεί το ποσό, τότε θα υπάρξει και συνέχεια στη χρηματοδότηση.
Οι λύσεις που δεν δόθηκαν
Μια σοβαρή πτυχή του προβλήματος που αφορά τη διάσωση των ιστορικών κτιρίων δεν πρόκειται να λυθεί όμως ούτε μέσα από το «Διατηρώ». Αφορά τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, κάποια από τα οποία είναι και διατηρητέα.
Εδώ το ζήτημα είναι ακόμη πιο σύνθετο. Είτε υπάρχουν πολλοί κληρονόμοι, οι οποίοι σε ακραίες περιπτώσεις μπορούν να φτάνουν ακόμη και τους 150 ή τους 200, είτε γιατί κάποια από αυτά καταγράφονται και ως αγνώστου ιδιοκτήτη.
Η διάθεση που υπήρξε από την κυβέρνηση να λύσει το πρόβλημα εν τέλει βάλτωσε. Το νομοσχέδιο που ετοίμασε για το ζήτημα και δεν πέρασε ποτέ στη Βουλή προβλέπει την ανάθεση της διαχείρισης των κτιρίων αυτών στους δήμους για 50 χρόνια, οι οποίοι θα μπορούσαν στη συνέχεια να αποκαταστήσουν και να αξιοποιήσουν τα ακίνητα αυτά με τη συνεργασία ιδιωτών, χωρίς οι ιδιοκτήτες ή οι κληρονόμοι να χάνουν την ιδιοκτησία τους.
Το νομοσχέδιο όμως, όπως εξηγεί ο κ. Μπακογιάννης, «δεν ωρίμασε πολιτικά». Τέθηκαν ζητήματα αντισυνταγματικότητας του νόμου, τα οποία είχαν να κάνουν με την παραχώρηση και τη χρήση της ιδιωτικής περιουσίας.
Αναφέρει ωστόσο ότι υπήρξαν στη συνέχεια νομοτεχνικές βελτιώσεις στους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να παρεμβαίνει το κράτος σε κτίρια ιδιωτών. «Είναι ένα νομοσχέδιο που αφορά και τις αναπλάσεις για την αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος. Σήμερα είναι έτοιμο και μπορεί ανά πάσα στιγμή να έρθει και να λύσει το πρόβλημα». Ωστόσο, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, δεν πρόκειται να κατατεθεί άμεσα, δηλαδή πριν από τις εκλογές.
Για την αρχιτέκτονα και ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ Ελένη Μαΐστρου, το πρώτο βήμα για να λυθεί το πλαίσιο διάσωσης των εγκαταλελειμμένων, κενών ιστορικών κτιρίων θα πρέπει να περιλαμβάνει αρχικά μια αξιόπιστη καταγραφή σε μία βάση δεδομένων για τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, στην οποία θα πρέπει να καταγράφονται όλες οι πληροφορίες του κτιρίου και οι ιδιοκτήτες του, η οποία σήμερα δεν υπάρχει.
«Εμείς στην Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού καταγράψαμε ενδεικτικά τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας για να αναδείξουμε την αξία αυτών των κτιρίων και να ευαισθητοποιήσουμε την πολιτεία να ασχοληθεί με τη διάσωσή τους. Στην πράξη η καταγραφή αυτή πρέπει να γίνει συστηματικά και σε όλη την Ελλάδα».
Τα ιστορικά κτίρια που κατέγραψε η ΕΛΛΕΤ «χρονολογούνται στα τέλη του 19ου αιώνα ή στις αρχές του 20ού. Δεν είναι εύκολο να χρονολογηθούν ακριβέστερα. Όλα χαρακτηρίζονται ως νεοκλασικά, αλλά ορισμένα εξ αυτών έχουν και εκλεκτικιστικά χαρακτηριστικά. Είναι περισσότερο ή λιγότερο έντεχνα και χαρακτηρίζονται είτε ως αξιόλογα είτε ως ενδιαφέροντα».
Αναφέρει ακόμη ότι η ΕΛΛΕΤ, στην οποία η ίδια είναι πρόεδρος του συμβουλίου αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, έχει συντάξει πρόταση για ένα σχέδιο νόμου το οποίο θα αντιμετωπίζει ολιστικά το ζήτημα. «Σημαντική παράμετρος της πρότασης είναι το ότι οι ιδιοκτήτες δεν χάνουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους και μάλιστα όταν είναι γνωστοί, αν επιθυμούν, συμμετέχουν στο πρόγραμμα αποκατάστασης και συντήρησης του ακινήτου τους, το οποίο έχει μελετηθεί έτσι ώστε να είναι οικονομικά βιώσιμο».
Κατεδαφίζονται τα κτίρια του Μεσοπολέμου
Οι απώλειες των ιστορικών κτιρίων της Αθήνας δεν προέρχονται μόνο από τη φθορά του χρόνου και την έλλειψη συντήρησης. Η πόλη χάνει κτίρια του Μεσοπολέμου που δεν έχουν κηρυχθεί ακόμη διατηρητέα.
«Η νεότερη αρχιτεκτονική κληρονομιά δέχεται μεγάλη πίεση λόγω της ανοικοδόμησης που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό. Πολλές από τις κατεδαφίσεις σχετίζονται με κτίρια του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για κατοικίες και πολυκατοικίες της δεκαετίας του 1920 και του 1930, εκλεκτικιστικές και του μοντέρνου κινήματος. Είναι μια τεράστια απώλεια για την αρχιτεκτονική ιστορία της πόλης», λέει στη LiFO η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία, συντονίστρια της Monumenta, η οποία αρκετά χρόνια τώρα δραστηριοποιείται στην προστασία της φυσικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ελλάδας και της Κύπρου.
«Πολλές κατεδαφίσεις γίνονται για να προλάβουν οι ιδιοκτήτες να μην ενταχθούν οι κατοικίες τους στην κατηγορία των νεότερων μνημείων. Και ο λόγος ο οποίος τους ωθεί προς μια τέτοια απόφαση είναι κυρίως η έλλειψη κινήτρων για την αποκατάσταση των ακινήτων τους».
Η ίδια αναφέρει ότι «βάσει των εκκλήσεων και των πληροφοριών που λαμβάνουμε από πολίτες, οι κατεδαφίσεις εντοπίζονται κυρίως στους Αμπελόκηπους, στο Κουκάκι, στου Μακρυγιάννη, στο Παγκράτι».
Σύμφωνα με τον νόμο για την προστασία των Αρχαιοτήτων και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τα κτίρια που χρονολογούνται από το 1830 και μετά εξετάζονται για το αν θα ενταχθούν σε καθεστώς προστασίας μόλις συμπληρώσουν την ηλικία των 100 ετών.
«Το “πλαφόν" των 100 χρόνων που βάζει ουσιαστικά ο νόμος θέτει χρονικά όρια αφήνοντας απέξω άλλα ποιοτικά κριτήρια, γεγονός που τον κάνει να μην ανταποκρίνεται στις αρχιτεκτονικές, πολεοδομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες», λέει αρχιτέκτονας που έχει ασχοληθεί εντατικά με την αποκατάσταση ιστορικών κτιρίων.
«Με τα όρια αυτά, κινδυνεύουμε να χάσουμε είτε από κατεδάφιση είτε από αλλοίωση σημαντικά κτίρια του Μεσοπολέμου, αλλά και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, στην οποία υπάρχει το πολύτιμο έργο σπουδαίων αρχιτεκτόνων, επωνύμων και μη. Έργα που πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν, ως αγαθά μιας πολιτιστικής κληρονομιάς η οποία δεν πρέπει να θυσιάζεται σε χρονικά όρια».
Σύμφωνα με την καταγραφή των κτιρίων της περιόδου 1830-1940 που πραγματοποίησε η Monumenta, στα επτά δημοτικά διαμερίσματα της Αθήνας σώζονται 11.500 κτίρια της περιόδου 1830-1940. Από αυτά, μεγάλος αριθμός αφορά κτίρια του Μεσοπολέμου που σήμερα κινδυνεύουν και δυστυχώς, από ό,τι φάνηκε, οι λύσεις για τη διάσωσή τους αργούν.
Δείτε 10 από τα ιστορικά κτίρια που σώζονται
Πηγή και Περιγραφή: Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού