ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΤΑ τηλεοπτικά πρόσωπα πανελλαδικής εμβέλειας που «κρέμασε στα μανταλάκια» ο Παύλος Πολάκης με την πιο πρόσφατη (και πιο κρίσιμη ίσως για την πολιτική του καριέρα) στον σωρό των επίμαχων αναρτήσεών του είναι βαθιά αντιπαθή, αισθητικά αν όχι πολιτικά, ακόμα και σε λάτρεις της κυβέρνησης, ακόμα και σε ανθρώπους που τους τρομοκρατεί η εμφάνιση και μόνο του επιμελώς αγροίκου και καθ’ έξιν αψιού Κρητικού βουλευτή που μοιάζει να ενσαρκώνει τους χειρότερους εφιάλτες τους. Ακόμα κι αυτοί, όμως, βαθιά μέσα τους γνωρίζουν, κι ας μην το παραδέχονται, ότι κάποια από τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται για την εκχύλιση ποσότητας λαϊκισμού, το μέγεθος και την τοξικότητα της οποίας, παρά τις ευθύνες που του αναλογούν στο ζήτημα, ούτε στο πιο εκδικητικό του όνειρο δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ή τουλάχιστον η official εκδοχή του που αυτές τις μέρες βρέθηκε σε πορεία ρήξης (ή σε «ραντεβού θανάτου») με τον ιδεοτυπικό αντάρτη από τα Σφακιά.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο ισχυρή περιφέρεται ακόμα η ψευδαίσθηση ότι η παραδοσιακή κουλτούρα του τραμπουκισμού, της ματσίλας, του εκφοβισμού και της (ψευτο)μαγκιάς είναι εντελώς ξένη προς την (ελληνική) αριστερά, παρά τα μυριάδες δείγματα για το αντίθετο μέσα στις δεκαετίες και μέχρι σήμερα.
Κι όμως, ο στεγνά αταβιστικός τρόπος που επέλεξε να καταγγείλει με την ανάρτηση τη δικτατορία της ενημέρωσης και των «βοθροκάναλων» είχε ως αποτέλεσμα να μεταμορφώσει σε μάρτυρες όλους όσους επιχείρησε να καταγγείλει μ’ αυτή την εντελώς ανάρμοστη για πολιτικό πρόσωπο μέθοδο. Η διαπόμπευση είναι φριχτό και φασιστικό πράγμα, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Εξίσου ανάρμοστη, πάντως, και επικίνδυνη ήταν και η αυτεπάγγελτη εισαγγελική παρέμβαση που ακολούθησε εναντίον του, με το σκεπτικό ότι η ανάρτηση θα μπορούσε «να οδηγήσει στη διέγερση πολιτών για τη διάπραξη εγκλημάτων». Άμα ήταν έτσι, θα έπρεπε να ποινικοποιηθεί το μισό ελληνικό ίντερνετ. Υπό μια έννοια, το μεγαλύτερο αμάρτημά του είναι ότι δεν έκανε καν τον κόπο να φτιάξει ο ίδιος ή κάποιος βοηθός του μια πινακοθήκη των εν λόγω τηλεοπτικών καταζητούμενων (δύο λεπτά υπόθεση) αλλά οικειοποιήθηκε, σύμφωνα με τις αντιδράσεις των άμεσα θιγόμενων, μία που είχε φιλοτεχνήσει το «Μακελειό».
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο ισχυρή περιφέρεται ακόμα η ψευδαίσθηση ότι η παραδοσιακή κουλτούρα του τραμπουκισμού, της ματσίλας, του εκφοβισμού και της (ψευτο)μαγκιάς είναι εντελώς ξένη προς την (ελληνική) αριστερά, παρά τα μυριάδες δείγματα για το αντίθετο μέσα στις δεκαετίες και μέχρι σήμερα. «Εγώ είμαι αναρχοαυτόνομος» θυμάμαι να δηλώνει κάθε τόσο σαν πασάς ένας ταβερνιάρης στο χωριό (δεν έχει σημασία σε ποιο), ενώ ξέραμε ότι κακοποιούσε συστηματικά τη γυναίκα του, η οποία έκανε όλη τη δουλειά στο μαγαζί πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και τη συγκατάβαση στο βλέμμα. Πακέτο με τον αντισημιτισμό πάνε αυτά συχνά, ο οποίος επίσης ενδημεί σε διάφορους αριστερούς κύκλους που μοιράζονται με την εθνικιστική δεξιά μια μεταφυσική εμμονή με τον επάρατο Σόρος, όταν δεν είναι απασχολημένοι να εκκολάπτουν νέες φουρνιές υπερηρώων που προβάρουν τη στολή του Άρη μπροστά στον καθρέφτη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.