Η αναδρομική έκθεση του Βασίλη Σκυλάκου στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων περιλαμβάνει έργα που καλύπτουν τέσσερις δεκαετίες, από το 1957 έως το 1997. Ο τίτλος της έκθεσης («Το χέρι») αφενός δηλώνει τον έντονα χειρωνακτικό χαρακτήρα της δουλειάς του Σκυλάκου, αφετέρου αναφέρεται στο ομώνυμο παλαιοπωλείο που διατηρούσε ο ίδιος, αλλά και στην ατομική έκθεση «Το χέρι. Εργαστήρι – Παλιατζίδικο», που πραγματοποίησε στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός το 1992.
«Ο τίτλος όμως υποδηλώνει και τον απώτερο στόχο της παρούσας έκθεσης: να αναδείξει τις ανεξάντλητες δυνατότητες ενός χειρώνακτα καλλιτέχνη, ο οποίος εργάστηκε αθόρυβα, άοκνα και συστηματικά», λέει ο Χριστόφορος Μαρίνος, ιστορικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων και δράσεων ΟΠΑΝΔΑ.
Η πολύπλευρη καλλιτεχνική πρακτική του Σκυλάκου σχετίζεται με διάφορες τάσεις και κινήματα που εμφανίστηκαν μετά το 1945: Accumulation, Anti-art, Assemblage, Combine painting, Environment, Installation, Junk sculpture, Kitsch, Mobile, Neo-Dadaism, Nouveau Réalisme, Pop Art, Readymade, Site-specific art.
Η δουλειά του είναι κατά βάση διαισθητική· εδράζεται στο συναίσθημα παρά στη διάνοια. Ταυτόχρονα, η συνήθεια της συλλογής άχρηστων και ευτελών αντικειμένων τα οποία έβρισκε στον δρόμο και σε παλιατζίδικα υποδεικνύει μια ασυνήθιστη, ιδιαίτερη έλξη προς την ύλη.
Στην περίπτωση του Σκυλάκου η έλξη αυτή δεν ήταν απλώς συνώνυμη μιας παθολογικής εξάρτησης αλλά ήταν αλληλένδετη με τη μεταμόρφωση και το ζωντάνεμα άχρηστων για άλλους υλικών: «Η δουλειά μου άρχιζε πάντοτε από το οριακό εκείνο σημείο όπου κάτι άλλο είχε οριστικά αχρηστευτεί, είχε χάσει κάθε λόγο ύπαρξης, κάθε προηγούμενη λειτουργία. […] Μ’ ενδιαφέρει να δώσω ζωή σε ό,τι δεν χρειάζεται πια, να κάνω ορατό ό,τι δεν υπάρχει», γράφει το 1979 με την ευκαιρία της ατομικής του «Η Γυναίκα-Σύμβολο» στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός.
Η δουλειά του είναι κατά βάση διαισθητική· εδράζεται στο συναίσθημα παρά στη διάνοια. Ταυτόχρονα, η συνήθεια της συλλογής άχρηστων και ευτελών αντικειμένων τα οποία έβρισκε στον δρόμο και σε παλιατζίδικα υποδεικνύει μια ασυνήθιστη, ιδιαίτερη έλξη προς την ύλη.
Η πρώτη ατομική έκθεση του Σκυλάκου στον Δεσμό, το 1972, όπου παρουσίασε μια σειρά από κατασκευές, συμπυκνώνει πολλά από τα θέματα που θα τον απασχολήσουν εντονότερα στο μέλλον. Για παράδειγμα, η «γυναίκα-σύμβολο» υπάρχει ήδη εδώ ως ένθετο μοτίβο σε δύο συνθέσεις του, όπως και το πλαστικό παιχνίδι.
Προλογίζοντας την έκθεση, ο Δημήτρης Φατούρος επισημαίνει: «Τα υλικά που χρησιμοποιεί μοιάζουν όλα να προέρχονται από παλαιοπωλείο. Η χρησιμοποίησή τους όμως τα απομακρύνει από αυτήν την καταγωγή τους και τους δίνει μια δεύτερη χρησιμότητα: έναν αφηρημένο μαγικό συμβολισμό, θέλω να πω μια μαγική ιδιότητα που δεν έχει κανένα σκοπό».
Πράγματι, η συσσωρευτική λογική που διέπει τις ξύλινες κατασκευές του Σκυλάκου δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για την καταγωγή της δουλειάς του, ενώ εξηγεί γιατί το όνομά του συνδέθηκε –ταυτίστηκε, θα έλεγε κανείς– με την τέχνη της συναρμογής (assemblage).
Στις δύο επόμενες προτάσεις του καλλιτέχνη, το 1973 και το 1976, η έμφαση μετατοπίζεται από τη ζωγραφικότητα και τη δυνητική διακοσμητικότητα της χρησιμοποιημένης ύλης στην ανεπεξέργαστη γοητεία που έχει η ύλη καθαυτή.
Ο Σκυλάκος πειραματίζεται τώρα με γλυπτικές φόρμες, χρησιμοποιώντας κυρίως το σίδερο και το ξύλο. Ο ίδιος γίνεται συγκολλητής και οι μονοχρωματικές κατασκευές του είναι αυστηρές, απέριττες και συμπαγείς. Ισορροπώντας ανάμεσα στην «ιερατική μοναδικότητα» (Duchamp) και στην «ατελεύτητη πολλαπλότητα» (Arman) των readymade αντικειμένων, η συσσωρευτική τέχνη του Σκυλάκου έρχεται να προτείνει μια πιο εκφραστική επανάχρηση του βιομηχανικού απορρίμματος.
Ο μαρξιστής φιλόσοφος Hans Heinz Holz, στο κείμενο που συνοδεύει την ατομική του καλλιτέχνη στον Δεσμό το 1976, εύστοχα επισημαίνει τον μνημειακό χαρακτήρα αυτής της γλυπτικής: «Με σιδερένιες ράβδους και ταινίες ο Σκυλάκος κατασκευάζει μνημεία μιας εποχής που δεν αφήνει πίσω της ερείπια ναών και κορμούς μαρμαρένιων αγαλμάτων, αλλά σκουριασμένα ναυάγια και στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα. […] Τα αντικείμενά του είναι υλοποιημένη μνήμη του παρελθόντος, όμως για κείνον η αντικειμενική ανάμνηση γίνεται υποκειμενική καινοτομία».
Η έκθεση του 1976 στον Δεσμό ήταν ομολογουμένως κομβική, τόσο για την εξέλιξη όσο και για την πρόσληψη του έργου του Σκυλάκου. Το μεγάλο φουτουριστικό γλυπτό που εξέθεσε εκεί συνδιαλέγεται άμεσα με το αστικό τοπίο, προλειαίνοντας έτσι τον δρόμο για τα περιβάλλοντα που θα δημιουργήσει στη συνέχεια.
Η αρχή γίνεται με την έκθεση-περιβάλλον «Η Γυναίκα-Σύμβολο» (1979) όπου ο Σκυλάκος σχολιάζει τον ρόλο της μόδας στη διαμόρφωση των γυναικείων προτύπων και στερεοτύπων. Εδώ, η συμβολοποίηση της γυναίκας, όπως αναπαράγεται μέσα από τα περιοδικά μόδας που κατακλύζουν τα αθηναϊκά περίπτερα (ακόμα δεν υπήρχε η ιδιωτική τηλεόραση και τα social media), διερευνάται σε σχέση με το αντίθετό της, το ντεμοντέ. Με την έκθεση αυτή ο καλλιτέχνης προσέγγισε με εννοιολογικό τρόπο ένα καυτό ζήτημα, αναλυμένο από τον Roland Barthes στο «Σύστημα της μόδας» και από τον John Berger στο «Η εικόνα και το βλέμμα».
Το 1984 ο Σκυλάκος δημιούργησε ένα περιβάλλον μίνιμαλ αισθητικής και site-specific χαρακτήρα: αδιαφορώντας για την εμπορική απήχηση της δουλειάς του, κάλυψε διάφορα σημεία της γκαλερί Δεσμός με μεταχειρισμένα τεντόπανα στα οποία είχε επέμβει ζωγραφικά. Το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για τις εγκαταστάσεις και τα περιβάλλοντα κορυφώνεται στις αρχές της επόμενης δεκαετίας: το 1990 θα εκθέσει στην Gallery 7 τα υπολείμματα μιας οικοδομής όπως ακριβώς τα περισυνέλεξε, με ελάχιστες επεμβάσεις, «μολύνοντας» έτσι τον καθαγιασμένο «λευκό κύβο».
Ακολουθεί η έκθεση «Ο Βασίλης Σκυλάκος παρουσιάζει: ένα ατόφιο αθηναϊκό δωμάτιο» (1991), στην οποία ο καλλιτέχνης μεταμόρφωσε το «Δώμα» του Δεσμού σε ένα διακοσμημένο και επιπλωμένο διαμέρισμα έτοιμο να κατοικηθεί. Αυτό το καλλιτεχνικό και συνάμα επιμελητικό πρότζεκτ, που μάλλον πέρασε απαρατήρητο, συνομιλεί άμεσα με το περιβάλλον «Το χέρι. Εργαστήρι – Παλιατζίδικο» που θα πραγματοποιήσει έναν χρόνο αργότερα στον Δεσμό.
«Πρόκειται για τη μεγέθυνση ενός χώρου όπου έζησα 30 περίπου χρόνια και κάποια στιγμή σκέφθηκα να μεταφέρω την όλη κατάσταση μέσα σε μια γκαλερί», θα δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του. Η διαφορά με το «Ένα ατόφιο αθηναϊκό δωμάτιο» ήταν ότι τώρα ο καλλιτέχνης παρουσίαζε και τον εαυτό του ως έκθεμα: βρισκόταν καθημερινά στον εκθεσιακό χώρο, δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να τον παρατηρήσει επί το έργον.
Ταυτόχρονα, εκτός από τις αντίκες και τις δικές του δημιουργίες, είχε συμπεριλάβει σε αυτό το περιβάλλον και έργα άλλων καλλιτεχνών που ανήκαν στη συλλογή του ή προέρχονταν από το ντεπό της γκαλερί.
«Κλείνοντας αυτήν την αναδρομική αποτίμηση για τον Βασίλη Σκυλάκο, οφείλουμε να σταθούμε στη σχέση του καλλιτέχνη με το παιχνίδι. Επίσημα, η σχέση αυτή ξεκινάει με τη συμμετοχή του στην ομαδική έκθεση "Πρόταση για παιχνίδι" που διοργάνωσε ο Δεσμός το καλοκαίρι του 1975. Εκεί, ο καλλιτέχνης παρουσίασε μια πρωτότυπη παραλλαγή του εκκρεμούς του Νεύτωνα, η οποία βασίζεται στην ορμή και στη στόχευση.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1981, θα δημιουργήσει μια σειρά "νεκρές φύσεις" από πλαστικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης και παιδικά παιχνίδια. Μάλιστα, κοιτώντας σήμερα αυτές τις συνθέσεις είναι πιο δόκιμο να μιλήσει κανείς για συγκεντρώσεις παρά για συναρμογές.
Επιπλέον, ο ίδιος δεν έχανε την ευκαιρία να δηλώνει ότι "ζωγραφίζει παίζοντας" και ότι "ολόκληρη η δουλειά του είναι παιχνίδι". Ίσως αυτή η οπτιμιστική προσέγγιση να τον φέρνει, εν τέλει, πιο κοντά στους Nouveaux Réalistes, στους οποίους οι κριτικοί είχαν προσδώσει διάφορους χαρακτηρισμούς, όπως "αρχαιολόγοι του παρόντος", "πολυμορφικοί φετιχιστές" και "μπρικολέρ της αέναης μεταμόρφωσης".
Ο Σκυλάκος, βέβαια, δεν είχε ανάγκη προσωνυμίων. "Τέχνη δεν είναι μόνο να δημιουργείς πράγματα, αλλά και να παρατηρείς", έλεγε χαρακτηριστικά. Και, όπως αποδεικνύει με το έργο που άφησε πίσω του, ο ίδιος ήταν ένας οξύνους παρατηρητής του αστικού πολιτισμού, που κατάφερε να αναδείξει τη χρησιμότητα του άχρηστου» γράφει ο Χριστόφορος Μαρίνος.
Ο Βασίλης Σκυλάκος γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας το 1930. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης (1957-60). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του έζησε στην Κοπεγχάγη (1960-63) και στη συνέχεια στο Παρίσι (1962-66). Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Επί μία εικοσαετία (1972-92) συνεργάστηκε στενά με την Αίθουσα Τέχνης Δεσμός. Έλαβε μέρος σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις: Salon de la Jeune Sculpture (Παρίσι 1976), Contradiction 77 (Αμερικανικό Κέντρο, Παρίσι 1977), Contemporary Greek Painters and Printmakers (Εθνική Πινακοθήκη Ιρλανδίας, Δουβλίνο 1979), Ευρωπάλια 1982 (Βρυξέλλες 1982), Peinture Grecque 1968-1988 (Βρυξέλλες 1988), La Sculpture Grecque Contemporaine (Maison de l’Architecture, Παρίσι 1991).
Το 1994 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Βορρέ, στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου και σε ιδιωτικές συλλογές. Πέθανε στην Αθήνα το 2000.
Βασίλης Σκυλάκος
«Το χέρι. Έργα 1957-1997»
Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων
Διάρκεια: 10/3 - 23/4/2023
Επιμέλεια: Χριστόφορος Μαρίνος
Διοργάνωση: Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ)
Από τις 14 Μαρτίου η γκαλερί ROMA παρουσιάζει έκθεση του Βασίλη Σκυλάκου με αφαιρετικά ζωγραφικά έργα της δεκαετίας του '60 σε επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου.