Απόφοιτη των σχολών του Κουν και του Εθνικού, θεωρούνταν από τις πιο φερέλπιδες ηθοποιούς της γενιάς της. Της απονεμήθηκαν μάλιστα δύο κρατικά βραβεία α’ γυναικείου ρόλου, ένα για τον ρόλο της δασκάλας-πρόσφυγα Αντιγόνης στο «1922» του Νίκου Κούνδουρου και ένα για τον ρόλο της Μάρθας, μιας συγγραφέως σε κρίση στον «Ήσυχο Θάνατο» της Φρίντας Λιάππα.
Όμως ο κόσμος του θεάματος, παρ’ όλη του τη λάμψη, δεν την κράτησε για πολύ: «Πιστεύω πως έγινα ηθοποιός για να γίνω διάσημη και να αποκτήσω αυτοπεποίθηση ώστε να μπορέσω να γίνω αόρατη, όπως ήθελα πάντα», λέει σήμερα.
Στράφηκε στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική, εγκατέλειψε μέχρι και την πρωτεύουσα για να εγκατασταθεί μόνιμα σε ένα κτήμα στην Εύβοια, όχι όμως ως «κοσμοκαλόγρια», όπως θα φανταζόταν κάποιος με δεδομένη και την κλίση της στην αγιογραφία –όχι την τρέχουσα και τυποποιημένη αλλά εκείνη που εξακολουθεί να διαθέτει ψυχή‒, αλλά ως ένας άνθρωπος ανήσυχος, κοινωνικός, δημιουργικός και ενήμερος για τα τεκταινόμενα: γνωρίζει και στηρίζει τα αιτήματα των σπουδαστών των δραματικών σχολών που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην υποβάθμιση των πτυχίων τους.
Οι ίδιες οι ζωγραφικές που κάνει επηρεασμένη από αυτές, όπως στην έκθεση που παρουσιάζει αυτόν τον καιρό στο βιβλιοπωλείο «Φωταγωγός» των εκδόσεων Ροδακιό, δεν αποπνέουν κάποια υπερβατική ή αναχωρητική διάθεση αλλά μια χάρη, μια ζωτικότητα, έναν περιρρέοντα ερωτισμό που μαγνητίζουν – δεν αναπαριστά άλλωστε ευλαβείς ασκητές αλλά καθημερινούς ανθρώπους που αντέγραψε από φωτογραφίες καθώς και μορφές πλήρεις παθών σαν τον Ζαν Ζενέ και τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι.
Το υγρό στοιχείο τής φέρνει όχι μόνο εμπνεύσεις αλλά και υλικά για τη δουλειά της, π.χ. τα θαλασσόξυλα που χρησιμοποιεί στο καδράρισμα και τις κατασκευές της.
Η Αθήνα με «πλακώνει» περισσότερο από το χωριό, γιατί με έμαθε να κλείνω την πόρτα μου.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο το να ζωγραφίζει ή να γράφει, ούτε είναι πάντα ωραία η ζωή στην εξοχή. Αντιξοότητες υπάρχουν κι εκεί, έπειτα «το να γίνω άλλος άνθρωπος είναι πιο δύσκολο απ’ ό,τι ήλπιζα», όπως ομολογεί. Ακόμα και οι εικόνες που έφτιαξε για την τοπική εκκλησία δεν γίνανε, λέει, κατανοητές. Την κρατά, όμως, η πίστη της στο βουνό, στο χώμα, στις ξεκλείδωτες πόρτες και καρδιές, στα απλά εκείνα πράγματα που την κάνουν να νιώθει, τουλάχιστον προσώρας, ευτυχής.
Ανησυχεί, ωστόσο, για τα καμένα δάση, τις μολυσμένες θάλασσες, τους «βίαιους εκσυγχρονισμούς», την καταστροφική ικανότητα της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Όπως και για εκείνους τους θεούς ή τους ανθρώπους που βλέπουν το κακό να ζυγώνει, αλλά δεν επεμβαίνουν για να το αποτρέψουν – εκείνοι που αποφασίζουν να επέμβουν, βρίσκουν και την απάντηση στο περί Θεού ερώτημα, άσχετα από το αν πιστεύουν ή όχι, θα πει.
Πιστεύει πως νέοι άνθρωποι σαν αυτούς που βοήθησαν να σωθούν συνεπιβάτες τους στο μοιραίο τρένο των Τεμπών είναι «οι προάγγελοι της αλληλεγγύης που θα αλλάξουν τον κόσμο» και ευελπιστεί ότι χάρη σε τέτοια παραδείγματα γρήγορα θα αποτελεί μακρινό παρελθόν αυτό το «κράτος γερόντων που παρά τις αλεπάλληλες απογοητεύσεις επιμένει να βράζει στο ζουμί της πόλωσης».
— «Τους φέρνει η θάλασσα» τιτλοφορείτε τη νέα σας έκθεση. Ποιοι να είναι άραγε αυτοί, ταξιδιώτες, ναυτικοί, πειρατές, ναυαγοί, πρόσφυγες;
Η θάλασσα φέρνει κυρίως βλέμματα. Αυτό που προσπάθησα ήταν να εκφράζουν όλα μια προσωπική οδύσσεια. Κάποιες μορφές στις ζωγραφιές είναι αληθινοί ναύτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπάρχουν όμως και οικοδόμοι, το αγόρι στο βενζινάδικο, το άλλο στο κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, νεαροί μοναχοί, ο Ζενέ, ο Τζιακομέτι. Δεν ξέρω γιατί όλους αυτούς στο μυαλό μου τούς φέρνει η θάλασσα. Πάντως έτσι έγινε, και φοράνε ναυτικό καπέλο και σκούφο.
— Για εσάς, αλήθεια, η θάλασσα τι έφερε ή τι θα θέλατε να έχει φέρει;
Η θάλασσα λειαίνει τα πάντα, τα ξύλα, τα βράχια, τις σκέψεις.
Όταν κολυμπάω φοράω μάσκα και αισθάνομαι ότι πετάω πάνω από ένα τοπίο γαλαζοπράσινο και σιωπηλό που δεν το ταράζει τίποτα.
Κάποτε ζήταγα επίμονα απ’ τη θάλασσα να βρω έναν χρυσό σταυρό και μετά από δεκαπέντε χρόνια τον βρήκα. Πίστεψα τότε πως είχε έρθει η ώρα να γίνω άλλος άνθρωπος. Τελικά είναι πιο δύσκολο απ’ ό,τι ήλπισα.
— Πότε αρχίσατε να ζωγραφίζετε; Εκτός από την αγιογραφία, ποιο καλλιτεχνικό ρεύμα ή τεχνοτροπία σάς συγκινεί και ποιον ζωγράφο θα βάζατε στο εικονοστάσι σας;
Εγώ μόνο με την αγιογραφία έχω ασχοληθεί μέχρι τώρα. Το πρώτο ζωγραφικό έργο μου ήταν μια κότα που έκανε κόκκινα αυγά και από πάνω έγραφε «Καλό Πάσχα». Ήμουν έξι χρονών όταν το έκανα. Μεγαλώνοντας ζωγράφισα και κανένα-δυο άλλα πράγματα, αλλά ως εκεί.
Μια μέρα όμως εμφανίστηκε μπροστά μου ένας παράξενος άνθρωπος, γιατρός στο επάγγελμα, με εφηβικό βλέμμα και καμπανιστό γέλιο, που μου είπε: «Είδα στη Λέρο μια εικόνα σας εξαιρετική. Πρέπει να ζωγραφίσετε».
Μ’ άρεσε αυτό που μου είπε, αλλά εγώ ούτε με την αγιογραφία καταγινόμουν πια, γιατί τρεμαν τα χέρια μου, πόσο μάλλον με τη ζωγραφική, που δεν είχα ιδέα.
Του είπα το πρόβλημά μου, εκείνος όμως δεν έδωσε καμιά σημασία και δυο μέρες αργότερα μού έφερε την φωτογραφία του Παπαδιαμάντη να τον ζωγραφίσω.
Το έκανα. Και από τότε άρχισε να μου φέρνει συνέχεια φωτογραφίες και εγώ συνέχεια ζωγράφιζα με ενθουσιασμό αλλά και έκπληξη που τα κατάφερνα. Εκείνος έλεγε πάντα «εύγε σας!», ό,τι κι αν έκανα, μέχρι που το χέρι μου άρχισε να τρέμει λιγότερο, κι όταν ξεχνιόμουν, καθόλου.
Ο θαυματουργός αυτός άνθρωπος ονομάζεται Νίκος Παΐσιος. Τον ξέρει όλη η Αθήνα, αλλά δεν τον γνωρίζει κανείς.
Με συγκινούν τα φαγιούμ και οι ιμπρεσιονιστές.
Στο εικονοστάσι μου δεν θα άντεχα να βάλω το πορτρέτο του Βαν Γκογκ με ξυρισμένο κεφάλι, αλλά τελικά θα το έβαζα με τη σκέψη πως έτσι θα είναι και οι άγιοι στην πραγματικότητα.
— Τι σας συγκινεί στην αγιογραφία καθαυτή; Πολλοί τη βρίσκουν στατική, ανέμπνευστη, κάποιοι εικαστικοί, πάλι, έχουν προσπαθήσει να την «εκμοντερνίσουν».
Η σημερινή αγιογραφία είναι πράγματι ανέμπνευστη γιατί έχει βιομηχανοποιηθεί και πουλιέται με το μέτρο. Κανείς δεν μπορεί να ανοίξει την καρδιά του ή να νιώσει δέος μπροστά σ’ αυτές τις εικόνες, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι πιστοί να μένουν στον τύπο. Πού να φανταστούν την Ανάσταση αν δεν έχουν δει τις τοιχογραφίες του Παγώνη στο Πήλιο; Εκεί τη βλέπεις παντού, στα καρπούζια, στα σταφύλια, στα λουλούδια, ακόμα και στα μαρτύρια των αγίων. Όλα λένε «ναι» στη ζωή και η ζωή επανέρχεται.
Το ίδιο νιώθεις και μπροστά στα ανάγλυφα σώματα τού Παρθενώνα. Ακόμα και ποδοπατημένα από άλογα, ακόμα και μ’ ένα γόνατο στο στέρνο να τους κόβει την αναπνοή, εκείνα εξακολουθούν να χαμογελάνε στην ελάχιστη ζωή που τους έμεινε.
Η στατικότητα στην αγιογραφία δεν με πειράζει όταν έχει κάτι από την αιωνιότητα. Ούτε η επανάληψη. Γιατί από τις χίλιες Παναγίες υπάρχει μία που θα σε καταλάβει σαν μάνα. Και απ’ όλους τους Χριστούς υπάρχει εκείνος στη Μονή της Χώρας που σε κάνει πάντα να κοιτάς μέσα σου πριν μιλήσεις. Και απ’ όλους τους μάρτυρες, ένας που σε κάνει να κοιτάς γύρω σου πριν γκρινιάξεις.
Το θέμα δεν είναι να εκμοντερνιστεί η αγιογραφία αλλά να αποκτήσει ψυχή.
— Μπορεί να γίνει κάποιος αγιογράφος όντας άπιστος;
Νομίζω πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς πίστη. Ο Θεόφιλος είχε πίστη στους ήρωες, στις ελιές, στο χώμα, γι’ αυτό τα ζωγράφισε τόσο όμορφα.
— Η δική σας σχέση με το θείο; Σε μια παλιότερη συνέντευξή σας είχατε πει πως το ερώτημα αυτό «θέλει μια ολόκληρη ζωή για να το απαντήσεις». Πόσο κοντά είστε σ’ αυτή την απάντηση;
Η σχέση μου με το θείο είναι διπλή. Αν το δω προσωπικά, νιώθω μια απέραντη ευγνωμοσύνη για όσα μου δόθηκαν, όταν όμως το δω γενικά, νιώθω πως συμβαίνουν πολλά ασυγχώρητα πράγματα γύρω μας που δεν θα συνέβαιναν αν επενέβαινε ο Θεός ή εμείς.
Νομίζω πως όσοι επεμβαίνουν, βρίσκουν την απάντηση αυτόματα, ακόμα κι αν είναι «άπιστοι».
— Ξεκινήσατε ως μια πολλά υποσχόμενη ηθοποιός, εγκαταλείψατε όμως γρήγορα την υποκριτική. Μετανιώσατε, απογοητευτήκατε, δεν είχατε το απαραίτητο πάθος ή «ψώνιο», αν θέλετε; Εάν σας πρότειναν να συμμετάσχετε «τιμής ένεκεν» σε κάποια ταινία ή θεατρική παράσταση, θα δεχόσασταν;
Πιστεύω πως έγινα ηθοποιός για να γίνω διάσημη και να αποκτήσω αυτοπεποίθηση ώστε να μπορέσω να γίνω αόρατη, όπως ήθελα πάντα.
Αν μου πρότειναν τώρα μια συμμετοχή δεν θα δεχόμουν, γιατί πια λειτουργώ εν κρυπτώ.
— Τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των σπουδαστών των δραματικών σχολών πώς τις βλέπετε; Γνωρίζετε τα αιτήματά τους, θα τα στηρίζατε;
Εννοείται πως θα τα στήριζα. Το σημαντικό όμως είναι πως τα στήριξαν έμπρακτα οι καθηγητές τους και παραιτήθηκαν. Αυτό αλλάζει εντελώς τα πράγματα. Η παραίτηση ή το «μεγάλο όχι» ‒όπως στην περίπτωση του κ. Νίκου Καλτσά, διευθυντή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης‒ είναι τα μόνα που μπορούν να εμπνεύσουν έναν κόσμο που πια δεν πιστεύει σε κανέναν.
— Εκτός από τη ζωγραφική καταπιάνεστε και με τη λογοτεχνία, με επίσης αξιόλογα αποτελέσματα. Ποιο ήταν το έναυσμα και πώς συνέβη να ξεκινήσετε γράφοντας στην καθαρεύουσα;
Ένα από τα τέσσερα βιβλία που έγραψα είναι πράγματι στην καθαρεύουσα γιατί είχα την αίσθηση πως κάποια πράγματα δεν λέγονται στη δημοτική ή πως εγώ τουλάχιστον δεν είχα τον τρόπο.
Αυτό (σ.σ. το «Εις Ελευθερίαν») ήταν το πρώτο βιβλίο μου, παρότι, λόγω γλώσσας, εκδόθηκε τελευταίο. Δεν ξέρω αν το διάβασε κανείς, ξέρω όμως ότι σήμερα δεν θα μπορούσα να το γράψω, είτε γιατί μεγάλωσα είτε γιατί υπάρχει μια ισοπέδωση γύρω μας από την οποία ξεφεύγουν ελάχιστοι. Δεν ανήκω πλέον σ’ αυτούς, χαίρομαι όμως που πρόλαβα να τους περιγράψω, κι αυτό νομίζω πως ήταν το έναυσμα.
— Είναι, λέτε, η γραφή βάσανο, λύτρωση ή τι; Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό;
Σήμερα περισσότερο από ποτέ θα σας έλεγα ότι η γραφή είναι βάσανο, γιατί ενώ δουλεύω το ίδιο μικρό διήγημα πέντε με έξι ώρες τη μέρα επί ενάμιση χρόνο, νιώθω κάτω από τα πόδια μου να τρέχει αντίθετα μια κυλιόμενη σκάλα που με γυρίζει στο μηδέν. Αρχίζω τότε απ’ την αρχή το διήγημα με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές που τη μια μου φαίνονται καλύτερες και την άλλη χειρότερες. Τότε θέλω να πάω στο βουνό, να βλέπω μόνο τις παραλλαγές του πράσινου που μου αρέσουν όλες.
— Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Αθήνα, αλλά ζείτε χρόνια τώρα σε ένα κτήμα στην ορεινή Εύβοια. Είναι πράγματι απελευθερωτική, όπως ρομαντικά τη βλέπουμε εμείς τα παιδιά της πόλης, αυτή η απόφαση για «επιστροφή στη φύση»; Δεν νιώθετε καμιά φορά την επαρχία να σας «πλακώνει»;
Δεν ήταν κάποια μεγάλη απόφαση να ζήσω στο βουνό, ήρθε από μόνη της. Πάντα, όταν τέλειωνε το καλοκαίρι, μ’ έπιανε στενοχώρια που θα γύριζα στην Αθήνα, μέχρι που άρχισα να μη γυρνάω το φθινόπωρο, και μετά ούτε τον χειμώνα, ώσπου τελικά ανακάλυψα πως όλες οι εποχές στη φύση είναι ωραίες και έμεινα. Δεν ξέρω αν έκανα καλά: βλέποντας μια μυγδαλιά που έφερα από το φυτώριο και μια που φύτρωσε μόνη της, κατάλαβα πως εμείς, τα παιδιά της πόλης, δύσκολα αντέχουμε εδώ. Τα κόκαλά μου πονάνε, το ταβάνι στάζει, η γειτόνισσα δεν μου επιτρέπει να στηρίξω τον βορινό τοίχο που κοντεύει να πέσει, οι εικόνες που έφτιαξα για την εκκλησία δεν έγιναν αντιληπτές από κανέναν, τα βουνά καίγονται για να γεμίσουν ανεμογεννήτριες, τα ιχθυοτροφεία μολύνουν τις ωραιότερες θάλασσες και γενικά «εκσυγχρονιζόμαστε» βίαια, χωρίς λίγο χρόνο για να διορθωθούμε ουσιαστικά.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πάντα κάτι που με συνδέει με το χώμα. Θέλω να το πατάω μόλις ξυπνάω το πρωί, να ξεριζώνω τα αγριόχορτα χωρίς γάντια, να ξαπλώνω πάνω του. Γι’ αυτό το χώμα πήγα στο βουνό, αλλά νομίζω θα έφευγα αργά ή γρήγορα αν δεν υπήρχαν και οι καλοί γείτονες. Αυτοί με επαναφέρουν εκεί που θα ήθελα να είχα μείνει για πάντα.
Δηλαδή στο κέικ που αντάλλασσε η γιαγιά μου με τα ψαράκια της κυρίας Πόπης όταν ζούσαμε όλοι στην πολυκατοικία με την πόρτα ανοιχτή.
Η Αθήνα με «πλακώνει» περισσότερο από το χωριό, γιατί με έμαθε να κλείνω την πόρτα μου.
— Η μοναξιά σάς προβληματίζει καθόλου;
Έχω δίπλα μου όσους αγαπώ, γι’ αυτό δεν αισθάνθηκα ποτέ μοναξιά μέχρι σήμερα και νομίζω πως είναι καλύτερα να πεθάνω πριν έρθει.
— Τι σας κάνει να ευτυχείτε ή, έστω, να χαμογελάτε;
Ευτυχώ με πολλά πράγματα. Ευτυχώ με τους ανθρώπους που αγαπώ, ευτυχώ με μια ωραία φράση που έγραψα ή διάβασα, ευτυχώ που αγκαλιαστήκαμε οι Έλληνες με τους Τούρκους, ευτυχώ που ο Τεντόγλου πάτησε το 8.41, ευτυχώ που σε τρεις μέρες θα βρίσκομαι στο χωριό και η κυρία Ευαγγελία θα έχει φτιάξει λαχανόρυζο και ο Χρήστος θα πει «τι έγινες, ρε κορμί;» και ο σκύλος θα χτυπάει την ουρά του στη λαμαρίνα του αυτοκινήτου.
Ευτυχώ πραγματικά και ελπίζω να αργήσει η ώρα που απλώς θα χαμογελάω.
— Τι μάθατε να εκτιμάτε περισσότερο στη ζωή και τους ανθρώπους γύρω σας και τι δεν θα συγχωρούσατε ποτέ; Ή μήπως τελικά κάπου, κάποτε, όλα συγχωρούνται;
Εκτιμώ τη μεγαλοψυχία και δεν συγχωρώ αυτούς που καταστρέφουν τη ζωή του άλλου για πλάκα. Πιστεύω πως η συγγνώμη έχει νόημα να δοθεί μόνο αν ζητηθεί. Αλλιώς γιατί να συγχωρήσεις κάποιον που καμαρώνει αντί να ντρέπεται; Θα θεωρήσει ότι τον προσβάλλεις.
— Θεωρείτε ότι βρίσκεστε εντός του μέλλοντός σας ή ζείτε σε ένα διαρκές παρόν;
Ζω κομμένη στα τρία. Σε ένα παρελθόν που έχω εξιδανικεύσει, σε ένα παρόν που με κουράζει και σε ένα μέλλον που φοβάμαι ότι δεν θα μου αρέσει καθόλου. Ξέρω, βέβαια, πως όλα αυτά οφείλονται στην ηλικία. Οφείλονται όμως αντικειμενικά και στο γεγονός ότι ενώ η ανθρώπινη φύση δεν άλλαξε, διαθέτει σήμερα όλα τα μέσα για να εξοντώσει ό,τι βρει μπροστά της. Αυτό είναι ανησυχητικό και κανείς δεν μπορεί να ζει σε ένα αιώνιο παρόν όταν το σκέφτεται.
Η ίδια σκιά βαραίνει σήμερα και πολλούς νέους ανθρώπους. Η ιδέα μιάς καριέρας τούς φαίνεται εξωπραγματική, γι’ αυτό και προτιμούν να γίνουν ντηλιβεράδες .Τέτοιες δουλειές τούς εξασφαλίζουν ύπνο ως τις 12 και μακριές νύχτες για να καταναλώσουν οτιδήποτε μπορεί να τούς χαρίσει λίγο «αιώνιο παρόν».
Υπάρχουν κι άλλοι νέοι, πιο φοβισμένοι, που συσπειρώνονται σε αγέλες, οπλίζονται με μαχαίρια και μόλις δουν κάποιον που τολμάει να κυκλοφορεί στα σκοτεινά ολομόναχος, τού μαθαίνουν τί εστί φόβος.
Αντίθετα οι νέοι τού τραίνου προτιμούν να επαναφέρουν τη ζωή αντί να την τσακίσουν. Βλέποντάς την να κινδυνεύει, σπάνε τζάμια, ορμάνε σε φλεγόμενα βαγόνια, τραβάν έξω έναν, μετά άλλον κι άλλον κι άλλον, «όσο με κρατάγαν τα πόδια μου», είπε ένα παιδί πολύ λεπτό που έσωσε δεν ξέρω πόσους.
Πιστεύω πως αυτό το παιδί είναι ο προάγγελος τής αλληλεγγύης που θα αλλάξει τον κόσμο. Είναι «ένα πουλί που το τραγούδι του μάς σταματά και μάς κάνει να κοκκινίζουμε». Κανείς δεν διανοείται τις χιλιάδες που έρχονται στο κάλεσμά του, ούτε πόσο μακρινό θα μοιάζει στο μέλλον αυτό το κράτος γερόντων, που παρά τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις επιμένει να βράζει στο ζουμί τής πόλωσης.
Ελεονώρα Σταθοπούλου - «Τους φέρνει η θάλασσα»
Φωταγωγός (Κολοκοτρώνη 59Β)
Η διάρκεια της έκθεσης παρατείνεται ως τις 29/04/ 2023 με προσθήκες νέων έργων κατά διαστήματα