ΟΙ ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΥΝ αυθόρμητα στους δρόμους είναι η γενιά των κρίσεων. Ως παιδιά έζησαν την οικονομική κρίση του 2009-2010 και την ταραγμένη περίοδο της λιτότητας, των περικοπών και των μνημονίων. Ως έφηβοι και πρωτοετείς έζησαν την κρίση της πανδημίας και τον περιορισμό της ελευθερίας τους στα πιο ανέμελα, υποτίθεται, χρόνια.
Τώρα ζουν τις συνέπειες ενός πολέμου, ο οποίος προκάλεσε ενεργειακή κρίση και πληθωρισμό που πλήττουν το οικογενειακό εισόδημα για άλλη μια φορά. Η γενιά αυτή ενηλικιώθηκε κάνοντας υπομονή μέχρι να τελειώσει η μία κρίση, για να βρεθεί αμέσως μετά στην επόμενη. Μια αλυσίδα κρίσεων που μοιάζει χωρίς τέλος και στο μεταξύ τίποτα δεν βελτιώνεται γι’ αυτούς, ούτε στην παιδεία ούτε στις προοπτικές, παρά τις πολιτικές υποσχέσεις.
Και τώρα ήρθε αυτό. Το τρομερό δυστύχημα στα Τέμπη που σκότωσε δεκάδες συνομηλίκους τους από λάθη και ολιγωρίες ενός κράτους που, αν λειτουργούσε αλλιώς, δεν θα είχαν χαθεί. Διότι ‒και ας μην έχει κανείς αμφιβολία γι’ αυτό‒ τα περισσότερα νέα παιδιά αισθάνονται ότι το κράτος αυτό δουλεύει εναντίον τους και το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν για εκείνα το σημείο «ως εδώ».
Το φανερώνουν και τα αυθόρμητα συνθήματα που βγήκαν από τα ίδια, όπως το «Ήταν η κακιά η (χ)ώρα». Η τραγική απώλεια των συνομηλίκων τους απελευθέρωσε την καταπιεσμένη οργή για όλη την αδικία που βιώνει η γενιά αυτή εδώ και χρόνια.
Μια γενιά αδικημένη που νιώθει ότι η κυβέρνηση αυτή την έβαλε και τιμωρία και τώρα, μετά τα Τέμπη, αισθάνεται πως το κράτος αυτό μπορεί, έτσι, από αμέλεια, ακόμα και να σκοτώσει τα παιδιά του.
Οι αγχωμένες πολιτικές αναλύσεις των κομματικών επιτελείων αυτές τις μέρες αδυνατούν να πιάσουν τον πραγματικό σφυγμό της κοινωνίας και μάταια προσπαθούν να διαπιστώσουν, με τον συνήθη κυνισμό, «ποιος κερδίζει». Διότι δεν κερδίζει κανείς. Οι αποδοκιμασίες αφορούν το πολιτικό σύστημα συνολικά.
Οι νέοι (και άλλα τμήματα της κοινωνίας) έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους όχι μόνο προς την κυβέρνηση αλλά και προς κάθε εξουσία. Το κατέδειξε και πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης, από εκείνες που ελάχιστα λαμβάνουν υπόψη τα κόμματα, καθώς το ενδιαφέρον τους περιορίζεται κυρίως στην πρόθεση ψήφου.
Πόσοι θα προσέλθουν στις κάλπες είναι άλλος ένας άγνωστος, αλλά καθοριστικός παράγοντας. Πολλοί δημοσκόποι προβλέπουν ότι τα τελευταία γεγονότα, εάν δεν αλλάξει κάτι, μάλλον θα οδηγήσουν σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων στην αποχή ως μια μορφή διαμαρτυρίας.
Είναι νωρίς ακόμα για να προβλέψει κανείς αν η οργή που προκάλεσε το δυστύχημα των Τεμπών θα εκτονωθεί ή αν θα αποτελέσει το πρελούδιο για μια νέα κοινωνική και πολιτική κρίση. Σε όλες τις μετρήσεις που είναι σε γνώση των κομμάτων φαίνεται ότι έχει πληγεί η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και υπάρχουν ενδείξεις που προειδοποιούν για τον κίνδυνο κρίσης απονομιμοποίησης των αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Τα υλικά για μια κοινωνική κρίση υπάρχουν, καθώς όλες οι θυσίες μετά την κρίση δεν διόρθωσαν τις παθογένειες και υπάρχει και η οργή που μπορεί να την πυροδοτήσει. Κι όταν η οργή είναι αδιαμεσολάβητη, κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσει.
Η απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης του τραύματος των Τεμπών δύσκολα θα αποδώσει, αν και κάποιοι ποντάρουν σε αυτήν. Είναι προφανές ότι, παρά την αναμφισβήτητη και αντικειμενική ευθύνη της κυβέρνησης, παρόμοια μεταχείριση επιφύλαξε στον σιδηρόδρομο, στον ΟΣΕ, στο προσωπικό και στις αμαρτωλές συμβάσεις και η αξιωματική αντιπολίτευση.
Η κυβέρνηση μετά τα Τέμπη μετρά άλλες δύο σημαντικές απώλειες. Η μία είναι η απώλεια του διαχειριστικού πλεονεκτήματος, καθώς όλα αυτά τα χρόνια η Νέα Δημοκρατία πρόβαλλε ως πλεονέκτημά της το ότι υπερείχε έναντι του πολιτικού της αντιπάλου στη διαχείριση. Και μπορεί σήμερα να υποστηρίζει ότι ο κρατικός μηχανισμός αντέδρασε άμεσα μετά το δυστύχημα, το ίδιο το δυστύχημα όμως αποκάλυψε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στη διαχείριση του ευρύτερου Δημοσίου και τίποτα δεν έχει βελτιωθεί. Το «διαχειριστικό πλεονέκτημα» της ΝΔ κατέρρευσε, όπως κατέρρευσε κάποτε και το «ηθικό πλεονέκτημα» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η άλλη απώλεια της κυβέρνησης είναι η νέα γενιά, την οποία δεν είχε βέβαια και ποτέ, αλλά τώρα είναι σαν να κάνει ό,τι μπορεί για να τη χάσει οριστικά. Της υποσχέθηκε καλύτερες σπουδές, αξιοκρατία και προοπτικές, αλλά οι νέοι δεν είδαν τίποτε από αυτά. Το ν+2 τους περιόρισε τη δυνατότητα παράτασης των σπουδών τους, η οποία ήταν ένα «προνόμιο» σε αντιστάθμισμα για τις τεράστιες ελλείψεις των ελληνικών ΑΕΙ σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι φοιτητές να το εκλάβουν ως (άλλη μία) τιμωρία.
Τα περί «συνεργασιών με το Χάρβαρντ» δεν αφορούν σε καμία περίπτωση την πλειοψηφία των φοιτητών, που δεν ξέρει καν γιατί πράγμα μιλάει η υπουργός Παιδείας όταν το αναφέρει.
Όσο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, δεν έμεινε κανείς να την υπερασπιστεί, ούτε από την ίδια την κυβέρνηση που επένδυσε σε αυτήν ξοδεύοντας σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Μετά από τέσσερα χρόνια, δεν έχει να επιδείξει το παραμικρό υπέρ των σημερινών φοιτητών. Μια γενιά αδικημένη που νιώθει ότι η κυβέρνηση αυτή την έβαλε και τιμωρία και τώρα, μετά τα Τέμπη, αισθάνεται πως το κράτος αυτό μπορεί, έτσι, από αμέλεια, ακόμα και να σκοτώσει τα παιδιά του.
Οι σημερινοί φοιτητές έχουν βιώσει σε ακραίο βαθμό όλες τις συνέπειες από τις παθογένειες του ελληνικού κράτους, που ούτε οι κρίσεις ούτε τα μνημόνια συνέτισαν τους διαχειριστές του. Θα σεβαστεί η κυβέρνηση την οργή των νέων ή θα τους περιφρονήσει, αγνοώντας τους κινδύνους; Η αμηχανία της, πάντως, είναι προφανής, όπως και η αδυναμία της να τους αφουγκραστεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.