Η ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ δεν θεωρείται τυχαία παγκόσμια μητρόπολη. Παραμένει μαγική, μοντέρνα, συναρπαστική, πολυπολιτισμική, γεμάτη φως και ενέργεια. Μια πόλη στην οποία δεν πλήττεις ποτέ, αφού προσφέρει απεριόριστη γκάμα επιλογών σε όλα τα επίπεδα με εμβληματικά αξιοθέατα, τεράστια πάρκα, τοπόσημα, μουσεία παγκόσμιας κλάσης αλλά και μια αξιοπρόσεχτη θεατρική δραστηριότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος που για πάρα πολλούς καλλιτέχνες τα θέατρά της συνιστούν ένα μεγάλο όνειρο, αφού οι παραστάσεις στο Broadway αποτελούν την κορωνίδα της πολιτιστικής δράσης παγκοσμίως.
Τις ημέρες που βρέθηκα στη Νέα Υόρκη ο καιρός ήταν, παραδόξως, καλοκαιρινός. Διασχίζοντας τα τεράστια οικοδομικά τετράγωνα της 6ης και της 8ης Λεωφόρου παρατηρούσα τις ουρές που σχηματίζονταν έξω από γνωστά θέατρα, τις φαντασμαγορικές πινακίδες και την αρχιτεκτονική των κτιρίων.
Οι ιστορίες που αφηγούμαστε στην καθημερινή μας ζωή για κάποιον άλλον πάντα λένε κάτι για εμάς τους ίδιους. Αποκαλύπτουν μια πτυχή μας. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα αποτελεί μεγάλη έκθεση το να αφηγηθείς μια ιστορία, είτε στη ζωή είτε στο θέατρο.
Προορισμός μου ήταν η κεντρική σκηνή ενός απ’ τα πιο επιδραστικά off-off Broadway θέατρα της πόλης, του Tank Theater, στο κέντρο του Μανχάταν. Μπαίνοντας, αντιλήφθηκα αμέσως ότι πρόκειται για μια κυψέλη πολιτισμού και τεχνών, έναν ζωντανό και σύγχρονο χώρο που πρωταγωνιστεί στα θεατρικά δρώμενα της καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης.
Φέτος εντάχθηκαν στο ρεπερτόριό του δύο πρωτότυπα ελληνικά θεατρικά κείμενα, μια πολύ σημαντική και σπάνια διεθνής διάκριση για το ελληνικό θέατρο, το «Αρτώ / Βαν Γκογκ» και το «Κόκκαλο», που συνυπογράφουν οι πολυγραφότατοι Ιόλη Ανδρεάδη και Άρης Ασπρούλης. Μάλιστα, τον φετινό χειμώνα παρουσιάστηκαν με μεγάλη επιτυχία στο ιστορικό Υπόγειο του Θέατρου Τέχνης, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Τα δύο αυτά έργα εμπνέονται από την τραγική ζωή και το πλούσιο έργο του ελληνικής καταγωγής και παγκοσμίου φήμης διανοητή Αντονέν Αρτώ, του επιδραστικότερου κατά πολλούς καλλιτέχνη και αναθεωρητή του σύγχρονου θεάτρου.
Για τρεις συνεχόμενες βραδιές οι παραστάσεις παρουσιάστηκαν υπό τον ενιαίο τίτλο The Artaud Diptych. Να θυμίσουμε ότι είναι η τρίτη συνεχής σεζόν που η Ελληνίδα σκηνοθέτις επιστρέφει στο Tank Theater, σκηνοθετώντας αυτήν τη φορά έναν σπουδαίο Αμερικανό ηθοποιό, τον Gene Gillette, με μακρά θητεία και πρωταγωνιστικούς ρόλους στο Broadway και σε δημοφιλείς σειρές όπως το Black List, το Law and Order κ.ά. Το αποτέλεσμα για τα δύο ελληνικά έργα ήταν θριαμβευτικό: τριπλό sold out στην καρδιά του Μανχάταν.
Ο Αντονέν Αρτώ (1896-1948) υπήρξε ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης, συγγραφέας, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και θεωρητικός του θεάτρου. Ήταν εκείνος που συνέλαβε την ιδέα του Θεάτρου της Σκληρότητας, όπου οι ηθοποιοί «επιτίθενται» στις αισθήσεις των θεατών και τους κάνουν να εκφράσουν τα αισθήματα που κρύβουν στο υποσυνείδητό τους. Η θεωρία του επηρέασε το Θέατρο του Παραλόγου, ιδιαίτερα τα έργα των Ζενέ και Μπέκετ. Τι σχέση όμως μπορεί να έχει ο Αρτώ με τον δημοφιλή Ολλανδό ζωγράφο Βίνσεντ βαν Γκογκ;
Το 1947, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία στο άσυλο Rodez και πάσχοντας από καρκίνο στο έντερο, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, ο Αρτώ γράφει το τελευταίο του δοκίμιο με τίτλο «Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας». Εκεί, κρυμμένος πίσω από το προσωπείο του σπουδαίου ζωγράφου, μιλάει για τον ίδιο του τον εαυτό και την υποκρισία της κοινωνίας. Η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης εμπνεύστηκαν από αυτό και έγραψαν τον θεατρικό μονόλογο «Αρτώ / Βαν Γκογκ».
Τον ρόλο του Αντονέν Αρτώ ερμήνευσε ο Gillette που με μια άψογη τεχνική καθήλωσε το κοινό του θεάτρου, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών από την πρώτη μέχρι την τελευταία φράση του. Αναμφίβολα, είχε μελετήσει ενδελεχώς τον χαρακτήρα που υποδύθηκε και με τη σκηνική του παρουσία φώτισε τη σχεδόν απόλυτη ταύτιση του Αρτώ με τον Βαν Γκογκ.
Στη συνέχεια ακολούθησε η παράσταση «Κόκκαλο» με τον Γεράσιμο Γεννατά και τον Γιώργο Παλαμιώτη. Το 1938 ο Αρτώ χαρακτηρίζεται επισήμως ως «παράφρων» και οδηγείται διά της βίας στο ψυχιατρείο, στο οποίο θα παραμείνει για εννέα χρόνια. Την τελευταία μόνο χρονιά θα υποβληθεί σε περισσότερα από 51 ηλεκτροσόκ. Εκεί αποκτά την εμμονή ότι έρχονται στον ύπνο του και του δηλητηριάζουν τα όνειρα, κάνοντάς του μάγια. Πέφτει σε κώμα και ευτυχώς ξύπνα ενώ τον οδηγούν στο νεκροτομείο.
Στη συνέχεια ο ξακουστός ψυχαναλυτής και ψυχίατρος Ζακ Λακάν θα θριαμβολογήσει πως «επιτέλους ο κύριος Αρτώ θεραπεύτηκε και δεν θα χρειαστεί να ξαναγράψει τίποτα πια». Το 1946, λίγο πριν από τον θάνατό του, αποκτά ξανά ελευθερία κινήσεων, έχοντας υποστεί ωστόσο ανεπανόρθωτες βλάβες από τις επίσημες θεραπευτικές μεθόδους.
Η παράσταση ξεκινάει με τη φανταστική υπόθεση ότι ο Αρτώ, απογοητευμένος, αρνείται την ελευθερία του και επιστρέφει οικειοθελώς στο κελί του. Ο Γεράσιμος Γεννατάς βγαίνει στη σκηνή φορώντας ένα κασκόλ και με μια κιμωλία σχηματίζει μπροστά στα πόδια των θεατών της πρώτης σειράς διάφορες φιγούρες. Δίπλα του ο μουσικός και περφόρμερ Γιώργος Παλαμιώτης, ο άνθρωπος που έγραψε την πρωτότυπη μουσική για την παράσταση, συνθέτει μοναδικούς ήχους που συμπληρώνουν την ερμηνεία του ηθοποιού, ο οποίος, ξεδιπλώνοντας το υποκριτικό του ταλέντο, καταφέρνει να φτιάξει ένα ψυχογράφημα του Αντονέν Αρτώ.
Το αμερικανικό κοινό ενθουσιάστηκε με την άψογη εκφραστικότητα και κινησιολογία του – το συγκεκριμένο έργο είχε υπότιτλους. Η φωνή, η ανεξάντλητη ενέργειά του και η λεπτομερής αποτύπωση του ρόλου ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά χάρη στα οποία απέσπασε θερμό χειροκρότημα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η Ιόλη Ανδρεάδη, με την προσωπική της σκηνοθετική μέθοδο και διδασκαλία, προσάρμοσε εντυπωσιακά τη σκηνή του Tank στις ανάγκες των παραστάσεων, δημιουργώντας ένα δυναμικό τελετουργικό τοπίο που καθήλωσε το απαιτητικό νεοϋορκέζικο κοινό.
Τέλος, σε μια προσπάθεια περαιτέρω εξέτασης της ζωής και του έργου του Αντονέν Αρτώ, μετά το τέλος κάθε παράστασης, ακολουθούσαν ενδιαφέρουσες συζητήσεις με διακεκριμένους καλεσμένους όπως η Laura Tesman, καθηγήτρια και πρόεδρος του Τμήματος στο Brooklyn College-CUNY, ο διάσημος John Jahnke, συγγραφέας και σκηνοθέτης (έχει σκηνοθετήσει και τη Μαντόνα), καθώς και η Hazel Antaramian Hofman, ερευνήτρια του έργου του Αρτώ στο Institute for Doctoral Studies in the Visual Arts (IDSVA).
Μάλιστα, ο Άλαν Μαρκς, Νεοϋορκέζος βετεράνος τραγουδιστής, δάσκαλος της υποκριτικής και γνωστός θεατρόφιλος, ο οποίος παρακολούθησε τις παραστάσεις, δήλωσε μιλώντας στη LiFO: «Το να προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω απλές λέξεις για να περιγράψω αυτό που παρακολούθησα είναι δύσκολο. Η αποτύπωση της ουσίας όσων έχουν καταφέρει με το "Artaud Diptych" η σκηνοθέτις, οι συγγραφείς και οι ηθοποιοί μοιάζει αδύνατο να αποτυπωθεί με τα λόγια. Είναι μια εμπειρία, ένας φόρος τιμής στο έργο του Αρτώ που οδηγεί το κοινό στο όριο μεταξύ ιδιοφυΐας και παραφροσύνης, συμπαρασύροντάς το σε αυτό το υψηλό επίπεδο δημιουργίας. Πρόκειται για αληθινό θέατρο που προκαλεί την καρδιά και το μυαλό και απαιτεί την προσοχή μας. Σπάνια έχω δει ένα τόσο ολοκληρωμένο έργο επί σκηνής και πρέπει να το δουν όλοι όσοι έχουν την επιθυμία να διατηρήσουν ανοιχτά την καρδιά και το μυαλό τους».
Μετά το τέλος των παραστάσεων συνάντησα στο φουαγέ τους συγγραφείς του Διπτύχου, που μου περιέγραψαν την εμπειρία τους αλλά και τι σημαίνει για τους ίδιους αυτό το διεθνές άνοιγμα του ελληνικού θεάτρου.
— Πώς ζήσατε την εμπειρία να ανεβαίνουν δύο έργα σας στη Νέα Υόρκη; Τι κρατάτε περισσότερο και ποιες οι εντυπώσεις σας από το πολυπληθές κοινό που τις παρακολούθησε;
Ιόλη Ανδρεάδη: Η φετινή εμπειρία μας στο Μανχάταν, η δημιουργία του εγχειρήματος «The Artaud Diptych» και η μεγάλη αποδοχή και επιτυχία που γνώρισε από το αμερικανικό κοινό είναι μια εμπειρία συνολικά πολύτιμη.
Κρατάω καταρχάς το εξής: εμείς θέλαμε απλώς να φέρουμε στην πόλη αυτή αυτό που αγαπάμε, τις δύο αυτές ελληνικές παραστάσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν με αφορμή έναν μεγάλο και ρηξικέλευθο καλλιτέχνη και στοχαστή ελληνικής καταγωγής και παγκόσμιας επίδρασης και φήμης, τον Αντονέν Αρτώ.
Αυτή η αγάπη, η σκληρή δουλειά και η έρευνα πάνω στο έργο του, όπως και η προσωπική σπουδή χρόνων γύρω από την προσωπικότητά του, τις ιδέες και τη θεωρία του με το ταξίδι αυτό γνώρισε μια μοναδική εκπλήρωση: τράβηξε κοντά της τους κατάλληλους συνεργάτες, το κατάλληλο θέατρο, τους κατάλληλους υποστηρικτές και βρήκε το κατάλληλο κοινό.
Άρης Ασπρούλης: Ένα κοινό γεμάτο Αμερικανούς καλλιτέχνες, διανοούμενους, θεατρόφιλους, το οποίο ενθουσιάστηκε με τις παραστάσεις, γέμισε το θέατρο, διέδωσε την πληροφορία από στόμα σε στόμα και κάθε βράδυ, μετά το τέλος των παραστάσεων, άνοιγε μαζί μας μεγάλες συζητήσεις, θέτοντας μας ουσιαστικά ερωτήματα. Αυτό είναι σπάνιο και είμαστε ευγνώμονες που το ζήσαμε.
— Ιόλη, τι σημαίνει για σένα να σκηνοθετείς έναν μεγάλο ηθοποιό του Broadway όπως o Gene Gillette;
Ι.Α.: Η συνεργασία μου με τον Gene Gillette αποτελεί για μένα μια επιβεβαίωση του κανόνα πως όσο πιο σημαντικός και καλός στη δουλειά του είναι κάποιος, τόσο πιο απλός είναι. Καθόλου παράξενος, εξαιρετικά συνεργάσιμος, λειτουργεί κι εκείνος σε ένα πλαίσιο αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας ευγνωμοσύνης. Έχει αξιοθαύμαστη παιδεία και γνώσεις.
Ο Αρτώ είναι η αγαπημένη του προσωπικότητα του από τότε που ήταν 17 ετών, τα κείμενά του τον καθόρισαν ως άνθρωπο. Και ήταν η σπουδαία αυτή προσωπικότητα που μας έκανε να βρεθούμε, η κοινή αγάπη μας για τον Αρτώ και η ανάγκη να του δώσουμε φωνή, περίπου ογδόντα χρόνια μετά τον θάνατό του.
Ο Gene αποτελεί ένα σπάνιο είδος διανοούμενου ηθοποιού, ο οποίος ταυτόχρονα διαθέτει κάθε σωματική και φωνητική ευχέρεια που χαρίζουν η φύση αλλά και η διαρκής άσκηση και πρόβα. Σημαίνει πολλά, λοιπόν, για μένα αυτή η συνεργασία. Τέλος, είναι και μια επιστροφή, έπειτα από εννιά χρόνια στην Ελλάδα, το να σκηνοθετώ στα αγγλικά, με αγγλικό κείμενο, έναν ηθοποιό αγγλόφωνης παιδείας, όπως έκανα την περίοδο που σκηνοθετούσα στο Λονδίνο.
— Τι είναι αυτό που σε ελκύει στο γεγονός ότι ένας χαρακτήρας, ο Αρτώ, μιλάει για τη ζωή ενός άλλου, του Βαν Γκογκ;
Ι.Α.: Πράγματι αυτό με ελκύει ιδιαίτερα. Οι ιστορίες που αφηγούμαστε στην καθημερινή μας ζωή για κάποιον άλλον πάντα λένε κάτι για εμάς τους ίδιους. Αποκαλύπτουν μια πτυχή μας. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα αποτελεί μεγάλη έκθεση το να αφηγηθείς μια ιστορία, είτε στη ζωή είτε στο θέατρο.
Έτσι και ο Αρτώ του έργου μας, μιλώντας για έναν μεγάλο καλλιτέχνη που θαυμάζει, τον Βαν Γκογκ, αποκαλύπτει πτυχές του εαυτού του. Αφηγητής και αφήγηση συνομιλούν και μπλέκονται. Τον χρησιμοποιεί ως μάσκα για να μη μιλήσει σε α' πρόσωπο για τα ζητήματα που τον καίνε –την κοινωνική αδικία, την περιθωριοποίηση, τους απάνθρωπους εγκλεισμούς στα ψυχιατρεία, την κυριαρχία ενός κοινού γούστου που εξοστρακίζει οτιδήποτε ξεχωρίζει και δεν μπορεί να αφομοιωθεί από αυτό και πολλά άλλα– και, όπως συμβαίνει στο καρναβάλι και σε άλλες τελετουργίες παγκοσμίως όπου χρησιμοποιείται, η μάσκα, αντί να καλύψει και να κρύψει, τελικά ξεγυμνώνει το υποσυνείδητο εκείνου που τη φορά και φέρνει πράγματα στο φως τα οποία και ο ίδιος δεν γνωρίζει.
Παραδόξως αυτή είναι η λειτουργία της μάσκας, η αποκάλυψη και όχι η αποφυγή. Και στην περίπτωση του Αρτώ το προσωπείο «Βαν Γκογκ» μοιάζει να δρα με θεραπευτικό τρόπο.
— Ποιο θα λέγαμε ότι είναι το κοινωνικό μήνυμα των παραστάσεων και ποιος ο συμβολισμός τους σήμερα;
Ά.Α.: Θα έλεγα πως το μήνυμα είναι διαχρονικό και όχι μόνο επίκαιρο. Ο πιο εύκολος τρόπος για τις κοινωνίες των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν τον ξεχωριστό, τον παράξενο, τον διαφορετικό, εκείνον που δεν ακολουθεί στη ζωή του και στα έργα του τον κυρίαρχο λόγο και τις καθιερωμένες κοινωνικές νόρμες ήταν ανέκαθεν ο εξοστρακισμός. Να τεθεί στο περιθώριο, να στιγματιστεί, να ντροπιαστεί.
Αυτή η θλιβερή διαπίστωση ξέρουμε ότι εμπεριέχεται στα θεμέλια της δημοκρατικής Δύσης και όχι στις εξαιρέσεις της. Έτσι, το μήνυμα των παραστάσεων θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το ότι οι πραγματικά συμπεριληπτικές κοινωνίες έχουν ακόμη πολύ δρόμο για να επιτευχθούν και απαιτούν ριζική αλλαγή της αντιμετώπισης του ανθρώπου από άνθρωπο.
— Ο Αντονέν Αρτώ έλεγε: «Ο ηθοποιός είναι ο μάρτυρας που φλέγεται και μέσα από τις φλόγες του μας κάνει σινιάλο». Πώς το σχολιάζεις και τι εισπράττει ο θεατής από το μεταβαλλόμενο σύμπαν του Αρτώ;
Ι.Α.: Αυτή είναι μια φράση που από πολλούς έχει εκληφθεί κυριολεκτικά. Ο διάσημος Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης John Jahnke, που είχαμε την τιμή να είναι κεντρικός ομιλητής σε μία από τις συζητήσεις που ακολούθησε με το κοινό μετά τις παραστάσεις στο Μανχάταν, αναφέρθηκε σε έναν θίασο που έχει παρακολουθήσει και ο οποίος, κατά τη γνώμη του, έχει έρθει πολύ κοντά στο Θέατρο της Σκληρότητας του Αρτώ μέσα από τη σκηνική βία, το γυμνό, την υψηλή σωματική και φωνητική ένταση. Αυτός είναι ένας δρόμος να ερμηνεύσεις και να προσεγγίσεις τις θεωρίες του Αρτώ.
Προσωπικά, πιστεύω πως η φράση του Αρτώ για τον μάρτυρα «που φλέγεται και ενώ φλέγεται επικοινωνεί» αναφέρεται σε μια κατάσταση διαθεσιμότητας, χαλάρωσης και μαζί ενεργοποίησης και στόχευσης, σωματικής, ψυχικής και συναισθηματικής, που επιτρέπει ίσως την πιο άμεση δυνατή επικοινωνία του ηθοποιού με τον θεατή.
Ο «φλεγόμενος ηθοποιός», ένας όρος που έχω διευκρινίσει και αναλύσει στη διδακτορική διατριβή μου, ανοίγει τον δρόμο και προς τον «φλεγόμενο θεατή». Διότι όταν ο θεατής έρχεται σε επαφή, μέσα σε ένα ζωντανό θέαμα, με έναν ηθοποιό που βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με αυτήν που περιγράψαμε πιο πάνω, ο εγκέφαλός του, μέσα από τους κατοπτρικούς νευρώνες του, μιμείται αυτό που βλέπει να βιώνει ο ηθοποιός.
Σε ό,τι αφορά το πράγματι μεταβαλλόμενο σύμπαν του Αρτώ και το πώς το εισπράττει ο θεατής που παρακολουθεί τις παραστάσεις μας με τον ενιαίο τίτλο «The Artaud Diptych», θα σημείωνα το εξής: πέρα από τις διάφορες βιογραφικές και ιστορικές πληροφορίες που βρίσκονται σε διάφορα σημεία των κειμένων μας, θεωρώ πως ο θεατής καλείται να συμμετάσχει σε αυτές συναισθηματικά, άρα και σωματικά.
Τα έργα έχουν γραφτεί, σκηνοθετηθεί και ερμηνευθεί σε μια συγκεκριμένη θερμοκρασία. Η «μεταβαλλόμενη» ιδιότητα του σύμπαντος αυτού έγκειται στο ότι ακολουθήσαμε ως συγγραφείς τον ελεύθερο συνειρμικό λόγο του Αρτώ, γι' αυτό και αποτελούν δύο έργα με έντονο το αποσπασματικό στοιχείο, εξωλογικές συναισθηματικές μεταπτώσεις και νοητικές μεταβολές, σαν να ακολουθούν το μυαλό και το σώμα ενός ιδιοφυούς και ταυτόχρονα διαταραγμένου ήρωα.
Η παρουσίαση των παραστάσεων στη Νέα Υόρκη πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια, την ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, και υπό την αιγίδα του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη και του International Center for Artistic and Academic Research on Antonin Artaud.
Τα έργα «Αρτώ / Βαν Γκογκ» και «Κόκκαλο» κυκλοφορούν από την Κάπα Εκδοτική σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά / αγγλικά).