ΕΔΩ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΧΡΟΝΙΑ τα ντισνεϊκά animation, κυρίως εκείνα της «αναγεννησιακής» περιόδου των ’90s, έχουν αποτελέσει τη μαγιά για επιτυχημένα μιούζικαλ του Broadway και του West End. Δύο οι βασικοί παράγοντες της γοητείας τους: o ένας ότι οι θεατές ξέρουν τα τραγούδια καλά και διατηρούν αγαπητική σχέση με το υλικό και ο άλλος ότι έχουν την περιέργεια να δουν πώς θα γίνει η ανάπλαση του animated φιλμικού σύμπαντος σε ένα format με πολύ μεγαλύτερους περιορισμούς. Η εφευρετικότητα με την οποία η σκηνοθεσία μεταφέρει στο σανίδι σκηνές από την ταινία μέσω μιας αναλογικής σκηνογραφίας, χειροποίητων κατασκευών και υποβλητικών φωτισμών – η επιδρομή των Γκνου στον Βασιλιά των Λιονταριών της Τζούλι Τέιμορ αποτελεί ένα μικρό αριστούργημα‒ επαναφέρει την αίσθηση του δέους στον θεατή, καθώς ο τελευταίος επεξεργάζεται τη σύλληψη της δημιουργίας σε ένα (πιο) πρωτογενές επίπεδο και επειδή γεννώνται στο κεφάλι του τα βασικά ερωτήματα που κάνουμε όλοι σε σκηνές οι οποίες μας μένουν αξέχαστες: «μα πώς το σκέφτηκαν αυτό»; Το αποτέλεσμα, όταν η διασκευή είναι πετυχημένη, προσφέρει μια απολαυστική, πλην ετερόφωτη εμπειρία στον θεατή – χρειάζεται και η γνώση του πρωτοτύπου, ώστε να γίνει η αντιπαραβολή.
Εκεί που στο πρωτότυπο το «Under the sea» αποτελούσε ένα πραγματικό οπτικοακουστικό πανηγύρι, εδώ μετατρέπεται σε μια άνευρη παρέλαση του θαλάσσιου πληθυσμού, καμωμένη με απλώς ανεκτό CGI, η οποία κορυφώνεται με εικόνες που στα χαρτιά και στο μυαλό του Ρομπ Μάρσαλ και των τεχνικών του ίσως να παρέπεμπαν σε καλειδοσκοπική πανδαισία αλά Μπάσμπι Μπέρκλεϊ, αλλά στο πανί μεταφράζονται σε οπτική… χασμωδία.
Οι live-action διασκευές αγαπημένων animated τίτλων του καταλόγου της Ντίσνεϊ στο πανί λειτουργούν περίπου με τον ίδιο τρόπο. Με την εξαίρεση μερικών «φρέσκων» ανήλικων θεατών, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού θέλει να δει την αναπαράσταση μιας αγαπημένης του ταινίας κινουμένων σχεδίων με ηθοποιούς και πραγματικά σκηνικά. Όταν όμως ένα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι ψηφιακό, μπορούμε να κάνουμε λόγο για live action; Είναι live-action το Lion King του Φαβρό, που είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από CGI και αποτελεί μια φωτορεαλιστική αναπαράσταση του animated περιβάλλοντος; Και, μια και το ’φερε η κουβέντα, για να περάσουμε και στη Μικρή Γοργόνα, δεν θα απαντούσε ικανοποιητικά στην απορία μας πώς θα ήταν ο Σεμπάστιαν της ταινίας αν έμοιαζε με αληθινό καβούρι μια απλή φωτογραφία που θα σκάρωνε κάποιος στον υπολογιστή του; Διάολε, για ντισνεϊκό παραμύθι πρόκειται, να τη βράσουμε τη φωτορεαλιστική απεικόνιση, είναι ένα καβούρι που μιλάει, στερώντας του την εκφραστικότητα για να το φέρεις πιο κοντά στην πραγματικότητα του αφαιρείς και τη μαγεία.
Αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τα περισσότερα σχετικά εγχειρήματα που πατούν πιστά στο πρωτότυπο, η μαγεία. Αποτελούν άνυδρες εκδοχές μιας πιο φανταχτερής, πιο ζωηρής, πιο σκερτσόζικης δημιουργίας και, ειδικά σε περιπτώσεις που το περιβάλλον είναι ψηφιακό –εδώ ο βυθός‒ δεν μπορεί κανείς να επικαλεστεί τους περιορισμούς της ζωντανής δράσης έναντι της σκιτσαρισμένης ως δικαιολογία. Το οπτικό αποτέλεσμα είναι προϊόν συνειδητής δημιουργικής επιλογής με γνώμονα τον ρεαλισμό. Και κάπως έτσι ο βυθός της Μικρής Γοργόνας αποκτά μια κατασκότεινη όψη και το οπτικό σκέλος των μουσικοχορευτικών νούμερων ωχριά σε ευρήματα σε σχέση με τον προκάτοχό του. Κλείνεις τα μάτια και ακούς τον Σεμπάστιαν στο οσκαρικό «Under the sea» να προσπαθεί να πείσει τραγουδιστά την Άριελ ότι στον βυθό είναι όλα καλύτερα σε σχέση με την επιφάνεια, τα ανοίγεις και με αυτό που βλέπεις στην οθόνη δεν απορείς που η Άριελ θέλει να φύγει για τη στεριά μια ώρα αρχύτερα. Θα μείνουμε στο συγκεκριμένο τραγούδι, καθώς αποτελεί μια μικρογραφία της συνολικής φιλμικής εμπειρίας. Εκεί που στο πρωτότυπο το «Under the sea» αποτελούσε ένα πραγματικό οπτικοακουστικό πανηγύρι, εδώ μετατρέπεται σε μια άνευρη παρέλαση του θαλάσσιου πληθυσμού, καμωμένη με απλώς ανεκτό CGI, η οποία κορυφώνεται με εικόνες που στα χαρτιά και στο μυαλό του Ρομπ Μάρσαλ και των τεχνικών του ίσως να παρέπεμπαν σε καλειδοσκοπική πανδαισία αλά Μπάσμπι Μπέρκλεϊ, αλλά στο πανί μεταφράζονται σε οπτική… χασμωδία. Επίσης, ο Μάρσαλ θα πρέπει να καταλάβει κάποτε ότι δεν ταιριάζει σε όλα τα μιούζικαλ η «μπομπφοσική» χορογραφία μέσω του μοντάζ, μια επιλογή που εδώ σίγουρα λιγοστεύει τις πιθανότητες θαυμασμού της εικονογραφίας, αν και κατορθώνει να κρύψει και μερικές ατέλειές της.
Ως προς το casting, καταλαβαίνεις απόλυτα γιατί πήρε τον ρόλο η Χέιλι Μπέιλι όταν τραγουδά, η ΜακΚάρθι απλώς μιμείται φωνητικά την Ούρσουλα του animation, όπως κάνουν οι ηθοποιοί στις θεατρικές διασκευές που αναφερθήκαμε στην αρχή δηλαδή, ενώ ο Μπαρδέμ είναι στιγμές που αισθάνεσαι ότι αναρωτιέται τι δουλειά έχει εκεί πέρα.
Από τα καινούργια τραγούδια, κρατάμε μάλλον το «Wild uncharted waters», που χαρίζει στον πρίγκιπα Έρικ μια eurovision-ική μπαλάντα, και θα θέλαμε να ξεχάσουμε το «Scuttlebutt», το οποίο ακούγεται σαν να ζήτησε κάποιος από την ΑΙ να γράψει μια bossa nova με τη χιπχοπάδικη πρόζα του Λιν-Μανουέλ Μιράντα. Η αλήθεια είναι ότι και να μην υπήρχαν, φανταζόμαστε πως δεν θα έλειπαν σε πολλούς. Το αυτό ισχύει και για την ταινία και είμαστε πεπεισμένοι ότι ακόμα και οι διαφωνούντες στο μέλλον θα επιστρέφουν στο πρωτότυπο και όχι στη live action κόπια του. Αυτό συνέβη, άλλωστε, με όσα αντίστοιχα φιλμ είδαμε τα τελευταία χρόνια και δεν χάραξαν τον δικό τους δημιουργικό δρόμο σαν το Κρίστοφερ Ρόμπιν, ακόμα κι αν έσπασαν τα ταμεία όταν βγήκαν στις αίθουσες.