Στο αεροδρόμιο του Nάσβιλ οι μπάτσοι ρωτούν με βαριά προφορά πόσο θα μείνουμε. Έχει μεγάλη ουρά, απαγορεύεται η χρήση κινητού όσο περιμένουμε σε αυτήν και από κάτι ηχειάκια ακούγεται η πιο στερεοτυπική κάντρι που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Τενεσί, ημέρα πρώτη
Λίγο μετά το αεροδρόμιο, και αφού καταφέραμε να πάρουμε ένα μεγάλο SUV 4.000 κυβικών για το ταξίδι (δεν υπήρχαν εναλλακτικές εξάλλου), οδηγήσαμε προς τα Walmart για να πάρουμε μερικές κάρτες ίντερνετ για τα κινητά μας. Ήταν ένα σκηνικό βγαλμένο από indie ταινία, με τους ελάχιστους εργαζόμενους να έχουν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους το αδιέξοδο της ζωής, αφού βρίσκονταν εκεί στις 11 τη νύχτα και στόκαραν γάλατα δίπλα σε κατεψυγμένες πίτσες, ηλεκτρικές σκούπες και μπλουζάκια που έγραφαν «faith - family - freedom».
Τη νύχτα ξέσπασε μια μεγάλη καταιγίδα με δυνατούς κεραυνούς και το πρωί ξύπνησα με φωνές που έρχονταν απ' έξω: «You're a fucking liar, I'll call the police you fuck». Έχω ταξιδέψει άλλες δύο φορές στις ΗΠΑ και έχω εικόνα τού πόσο ενοχλητικά μεγάλα είναι όλα. Οι δρόμοι, τα SUV, οι φωνές, οι προσφορές, τα κτίρια, τα πάρκινγκ που υπάρχουν παντού για να φιλοξενούν τεράστια αυτοκίνητα. Εδώ στον Νότο, όμως, τα πράγματα δείχνουν να είναι αρκετά διαφορετικά. Από το 1860-61 αποσχίστηκαν 7 Πολιτείες και έπρεπε κάπως να αναζητήσουν τη δική τους ταυτότητα. Τα ράντσα, η κάντρι, η καταπίεση όσων δεν ήταν λευκοί, η απόλυτη ελευθερία από τα δεσμά του κεντρικού κράτους δημιούργησαν ένα τερατάκι.
Έχω ταξιδέψει άλλες δύο φορές στις ΗΠΑ και έχω εικόνα τού πόσο ενοχλητικά μεγάλα είναι όλα. Οι δρόμοι, τα SUV, οι φωνές, οι προσφορές, τα κτίρια, τα πάρκινγκ που υπάρχουν παντού για να φιλοξενούν τα τεράστια αυτοκίνητα. Εδώ στον Νότο όμως τα πράγματα δείχνουν να είναι αρκετά διαφορετικά.
Σήμερα, οτιδήποτε κι αν πας αγοράσεις, από καφέ μέχρι αυτοκίνητο, οι τιμές δεν συμπεριλαμβάνουν τον ΦΠΑ ώστε να μη θυμάσαι διαρκώς ότι το κράτος σε κλέβει. Ο ΦΠΑ εμφανίζεται στην απόδειξη ως ποινή-εκπληξη που καλείσαι να πληρώσεις στο κράτος-τιμωρό και που η επιχείρηση δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί της. Αύριο, έξι ώρες οδήγηση μέχρι το Tούπελο, τη γενέτειρα του Elvis, και μετά Κλάρκσντεϊλ, για να προσεγγίσουμε τον Mισισιπή.
Tενεσί προς Mισισίπι, όλο δυτικά - ημέρα δεύτερη
Πρωινό ξύπνημα και γρήγορος καφές. Δυόμισι ώρες στο Country Hall or Fame Museum του Nashville – όλη η ιστορία τού πώς συναντήθηκε ο ήχος των Ιρλανδών μεταναστών με τα βιολιά και τα fiddle songs με τα banjo των Μαύρων. Μετά, περιήγηση στη νεότερη κάντρι, στον western rock ήχο, στον Elvis, στον Orville Gibson και στο πώς ο ηλεκτρισμός βρήκε εφαρμογή στην κιθάρα και άλλαξε την παγκόσμια μουσική.
Παντού κορίτσια με ψηλές καουμπόικες μπότες και άντρες με μεγάλα καπέλα. Mετά από δέκα λεπτά περπάτημα στην πόλη, συνειδητοποιείς ότι τίποτε απ' όλα αυτά δεν είναι μόδα, αυτός ο τρόπος ντυσίματος είναι κομμάτι της ταυτότητας αυτών των ανθρώπων. Στο Nάσβιλ, από το μεσημέρι και μετά όλη η πόλη είναι μια τεράστια ατραξιόν με τεράστια μπαρ όπου παίζουν συγκροτήματα κάντρι και ροκ εν ρολ σε τρομακτική ένταση· αμέτρητα μαγαζιά με εκατοντάδες άτομα το καθένα, σχεδόν αποκλειστικά λευκούς Αμερικανούς που χορεύουν, τραγουδούν και πίνουν μπίρες και χρωματιστά jello shots. Η μουσική έρχεται απ' όλες τις κατευθύνσεις.
Η αντικειμενική δυσκολία να βρεθεί φαγητό που δεν είναι τηγανητό κρέας κάπως ξεπερνιέται με τηγανητό ψάρι (catfish). Με λίγη τύχη και ψάξιμο βρήκαμε το Bourbon Street Blues Bar, μια παμπάλαια τρύπα με μια μικρή υπερυψωμένη σκηνή όπου μια μπάντα με έναν τρομερό Μαύρο τραγουδιστή παίζει ποτ πουρί από μπλουζ. Το μαγαζί είναι γεμάτο, άλλα δείχνει ότι όσο νυχτώνει περιμένει περισσότερο κόσμο. Στο μπαρ μπαινοβγαίνει ο υπεύθυνος με ένα φούτερ που γράφει «Barack, move the fuck out of the way» και στους τοίχους υπάρχουν δεκάδες αυτοκόλλητα από τοπικά αστυνομικά τμήματα της ευρύτερης περιοχής. Ο τραγουδιστής, ένας ψηλός σωματώδης μαύρος, ανάμεσα στα τραγούδια μιλάει για την πίστη του στην κοινότητα, στη σημασία του να στηρίζουμε τον διπλανό μας, αυτόν που έχει ανάγκη, τον αδύναμο. Δύο τραγούδια μετά αποκαλύπτει ότι είναι υπερήφανος αστυνομικός που υπηρετεί τους πολίτες και του αρέσει η μουσική των μπλουζ.
Το επόμενο πρωί ξεκινάμε τη διαδρομή προς Tούπελο. Τεράστιες υπεραστικές ευθείες εκατοντάδων χιλιομέτρων με μικρούς οικισμούς δεξιά και αριστερά. Ένα συνεργείο αυτοκινήτων έχει στην πρόσοψη την επιγραφή «Jesus Saves» – αλίμονο. Κάθε τόσο βλέπουμε μία από τις τρεις βασικές εκκλησίες, βαπτιστών, πεντηκοστιανών και ευαγγελιστών. Τόσο πολλές εκκλησίες, και οι Αμερικανοί είναι ίσως ο λιγότερο πνευματικός λαός στον κόσμο. Κάθε πόλη έχει περιόδους με τα πάνω και τα κάτω της, όμως πόλεις σαν το Tούπελο δεν ξέρω αν είχαν ποτέ καλές ημέρες.
Οδήγηση άλλες δύο ώρες εν μέσω βροχής και διανυκτέρευση στο μικρό Κλάρκσντεϊλ και στο κλαμπ του Morgan Freeman όπου θα εμφανιστεί απόψε ο εγγονός(;) του Muddy Waters. Το Clarksdale θεωρούνταν σπίτι του Muddy Waters και του John Lee Hooker. Η πόλη είναι απολύτως ήσυχη, κυκλοφορούν ελάχιστοι και τα delta blues που ακούγονται κάνουν τα πάντα πιο οικεία. Κιθάρα, φυσαρμόνικα και ήχοι από steel.
Κλάρκσντεϊλ Mισισίπι, βόρεια προς Mέμφις - ημέρα τρίτη
Χθες βράδυ φάγαμε πράσινες τηγανητές ντομάτες και μετά περπατήσαμε μέχρι το σπίτι. Το Κλάρκσντεϊλ είναι πόλη-φάντασμα. Στα χαρτιά έχει 14.000 κατοίκους, παντού παρκαρισμένα αυτοκίνητα, χαμηλά σπίτια, αλλά οι δρόμοι είναι κάπως έρημοι. Κυριακή πρωί έχει λιακάδα και ωραία θερμοκρασία, αλλά και πάλι δεν κυκλοφορεί ψυχή. Σαν να είχε δοθεί εντολή εκκένωσης, την οποία εμείς είχαμε αγνοήσει.
Πρωινό –ομελέτα και καφές– φίλτρου σε ένα οικογενειακό μαύρο καφέ με πλαστικές καρέκλες, πλαστικά τραπεζομάντιλα από αυτά που έχουν ακόμη μερικά καφενεία της ελληνικής επαρχίας και δεκάδες κάδρα στους τοίχους με φωτογραφίες του Ομπάμα, του Αλ Γκορ και του Malcolm X. Η ποσότητες πλαστικού που καταναλώνουν οι Αμερικανοί είμαι ασύλληπτες. Εν μέρει είναι λόγω συνήθειας, εν μέρει για ιδεολογικούς λόγους (για να αμφισβητήσουν την πράσινη άποψη). Πλαστικά καλαμάκια στο ποτήρι με το νερό, πλαστικά ποτήρια για την μπίρα, πλαστικά μαχαιροπίρουνα στα diners. Το 2022 το 72% των οχημάτων που πουλήθηκαν σε όλη τη χώρα ήταν γιγαντιαία SUV. Η κατανάλωση καυσίμων κάθε οχήματος είναι τρομακτική. Εδώ η συζήτηση για τις συνέπειες της παγκόσμιας κατανάλωσης έχει θαφτεί κάτω από τις ατομικές ελευθερίες.
Γενικότερα, η αντίληψη όσων έχουν μεγαλώσει στην αμερικανική επαρχία για τον υπόλοιπο πλανήτη φτάνει μέχρι τη διπλανή κωμόπολη. Η δε βαθιά επαρχία εντοπίζεται στα counties. Πρόκειται για μεγάλες εκτάσεις στις οποίες τον βασικό λόγο στα πράγματα τον έχει ο τοπικός σερίφης, όπου ουσιαστικά τα σπίτια είναι διάσπαρτα σε διάφορες απομακρυσμένες τοποθεσίες, μέσα σε δάση, δίπλα σε αυτοκινητόδρομους και φυσικά δεν υπάρχει καμία απολύτως αίσθηση της κοινότητας. Σκέψου να οδηγάς για ώρες και κάθε δύο χιλιόμετρα να βλέπεις δύο μικρά σπίτια στη μέση του πουθενά, χωρίς μίνι-μάρκετ, χωρίς σχολεία, χωρίς δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς φωτισμό, μόνο ανθρώπους αγριεμένους που μαθαίνουν τον κόσμο μέσα από το Biloxi TV και τα όπλα είναι η μοναδική μακροχρόνια σχέση τους. Οποιαδήποτε άποψη για το τι συμβαίνει παραδίπλα είτε δεν υφίσταται είτε είναι λειψή.
Οδήγηση μιάμιση ώρα όλο ευθεία για τo Mέμφις. Ιδρύθηκε το 1819 από δύο επενδυτές λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Ονομάστηκε έτσι από τη Μέμφιδα, την αρχαία αιγυπτιακή πόλη. Η πρώτη φάση της οικονομικής του ανάπτυξης βασίστηκε στις φυτείες βαμβακιού και στην καταναγκαστική εργασία των σκλάβων. Στο Εθνικό Μουσείο Πολιτικών Δικαιωμάτων, και στο ιστορικό Motel Lorraine, δολοφονήθηκε τον Απρίλη του 1968 ο Martin Luther King. Τεράστιο μουσείο, όλη η πορεία από τις πρώτες καραβιές σκλάβων μέχρι το πρώτο Αμερικανικό Σύνταγμα, τον Εμφύλιο, τις απεργίες των μαύρων εργατών και την άνοδο της Black Power.
Το δωμάτιο του King στέκει ακίνητο στον χρόνο, με τα σεντόνια στρωμένα όπως εκείνο το απόγευμα που τον σκότωσαν. Το λεωφορείο της Rosa Parks παραδίπλα και τα καμένα λεωφορεία του Μπέρμιγχαμ και του Άνιστον. Ο BB King είχε πει ότι αν η τζαζ είναι «δημοκρατία σε δράση», η μπλουζ είναι «η έκφραση του θυμού ενάντια στην ντροπή και τον αποκλεισμό από την αμερικανική δημοκρατία». Αύριο στο Blues Hall of Fame λοιπόν.
Tενεσί νότια προς Mισισίπι, για να βρούμε την αλήθεια
Ημέρα τέταρτη και πέμπτη. Το Μέμφις άδειο, μια πόλη 600.000 ανθρώπων, με μεγάλες επιχειρήσεις και λεωφόρους, δεν έχει πουθενά κόσμο. Το μόνο που κάπως αντιστέκεται και κρατάει ακόμη είναι το κλαμπ του BB King στην ιστορική Beale St. Οι πρώτες ηχογραφήσεις στην Beale St έγιναν το 1928. Ο διαρκώς αυξανόμενος μαύρος πληθυσμός στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έφερε δίψα για ιστορίες και μπλουζ, άρα νέες ανάγκες για μεγαλύτερα και καλύτερα στούντιο.Τα στούντιο αυτά κατάφεραν να μετατρέψουν απλούς ανθρώπους, νταλικέρηδες, σερβιτόρες και περαστικούς εργάτες σε σταρ.
Μετά τον πόλεμο η δισκογραφική Stax και η Sun έφτιαξαν τον νέο ήχο της μαύρης μουσικής και οι καλλιτέχνες, οι οποίοι υπέγραφαν σιγά σιγά, έφερναν κι άλλους. Ο Willie Mitchell έφερε τον Al Green, ο Ike Turner τον Howlin' Wolf. Ακολούθησαν ο Jerry Lee Lewis και ο Isaac Hayes και πολλοί άλλοι. Η blues και η soul ήταν ακόμα περιθωριακές μουσικές, το ακροατήριο μικρό, αλλά η μαύρη κοινότητα αγωνιζόταν να αποκτήσει ορατότητα.
Ντελίβερι μεξικάνικο για βραδινό, γιατί όλα έκλειναν νωρίς, και το επόμενο πρωί βενζίνη, μια βόλτα από τα κεντρικά της αστυνομίας να πληρώσουμε μια κλήση για ανάποδο παρκάρισμα (ναι) και πρόσω ολοταχώς νότια δυτικά προς Dockery Farms, μια φυτεία 25.000 εκταρίων από τα τέλη του 1800 που την είχε ιδρύσει ο William Alfred Will Dockery δίπλα στο δέλτα του Mισισιπή. Στο απόγειό του το Dockery Farms ήταν μια μικρή αυτόνομη πόλη με ιατρείο, δικηγόρο, τηλεγραφείο, σιδερά, εκκλησία, δημοτικό σχολείο και δικό της νόμισμα.
Σήμερα υπάρχουν μόνο μερικά κτίρια με επιγραφές που ενημερώνουν για τους πρωτοποριακούς μπλουζ μουσικούς που έπαιξαν πρώτη φορά στις γειτονιές αυτές. Ο Robert Johnson και ο Howlin' Wolf είναι μόνο δύο εξ αυτών. Εγώ δεν είδα ούτε ντόπιους ούτε τουρίστες, μόνο ένα αυτοκίνητο με πινακίδες LA παρκαρισμένο λίγο πιο πέρα. Στην είσοδο του Dockery ρώτησα ένα ζευγάρι περαστικών Αμερικανών γύρω στα 60 αν υπάρχει κάτι ειδικά που πρέπει να δούμε στην περιοχή. Πιάσαμε κουβέντα· ο τύπος ονομαζόταν Dockery, δεν ήταν σίγουρος αν ανήκε στην οικογένεια, όμως ήταν εκεί γιατί το έψαχνε. Ίσως ήταν κάποιος παλιός συγγενής.
Μισή ώρα οδήγηση ως το Κλίβελαντ, διανυκτέρευση και το πρωί ακόμα πιο νότια, προς Nάτσεζ, για το οποίο ο Howlin' Wolf έγραψε το 1956 το «Natchez Burning».
Βαθαίνει η οδήγηση στον Νότο - ημέρα έκτη
Το βράδυ μείναμε στο Κλίβελαντ του Mισισίπι (10.000 κάτοικοι), σε ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι εποχής δίπλα σε έναν κεντρικό δρόμο, ο οποίος από τη 1 το βράδυ και μετά άδειασε εντελώς από περαστικά αυτοκίνητα – μαζί έπεσε και μια τρομερή ησυχία. Το σπίτι είναι από αυτά που βλέπεις μόνο σε ταινίες εποχής, με τα δυο-τρία καθιστικά στο ισόγειο, μεγάλη κουζίνα που οδηγεί σε σαλονάκι έξω στη βεράντα με καναπέ-κούνια και ξύλινες καρέκλες, και μια ξύλινη σκάλα από αυτές που στα σκαλοπάτια τους διαδραματίζονται σημαντικές κινηματογραφικές σκηνές, η οποία οδηγεί σε 4 υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο με αντίστοιχα μπάνια και δάπεδα που τρίζουν όταν τα διασχίζεις.
Στην πραγματικότητα, αυτές τις πόλεις διασχίζει ένας κεντρικός δρόμος με γραφεία δικηγόρων, βενζινάδικα, συνεργεία, βρόμικα φάστφουντ και μερικά χαμόσπιτα, και γύρω γύρω, αν εξαιρέσουμε ένα-δυο τετράγωνα όπου βρίσκονται τα σπίτια πιο εύπορων οικογενειών, οι άλλες γειτονιές είναι ξεχασμένες από τον Θεό. Σπίτια, τροχόσπιτα, λυόμενα, παλιά αγροτικά αυτοκίνητα, δρόμοι χωρίς φωτισμό, κυρίως μαύρος πληθυσμός, άλλοι μεροκαματιάρηδες, άλλοι παρατημένοι απ' όλους και απ' όλα. Πήγαμε να βάλουμε βενζίνη και από ένα αυτοκίνητο βγήκαν δύο πιτσιρίκια 18-19 χρόνων με μαύρα full face και φόρμες και μας κοιτούσαν. Νωρίτερα είχαμε βρει ένα ιταλικό για βραδινό, με καλές κριτικές. Φτάσαμε για να δούμε ότι στην πραγματικότητα ήταν μια καλύβα με ελενίτ σκέπη και τοίχους απέναντι από κάτι πεδιάδες καλαμποκιού, όπου δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Τοποθετημένη σε αυτό το σημείο από το 1942, στην είσοδό της υπάρχει ένα βιβλίο με τίτλο «How first Italians of Mississippi fought with mosquitoes and racism».
Ξύπνημα, γρήγορος καφές, πέρασμα από το μουσείο των Grammy (απροσδόκητα ενδιαφέρον) και οδήγηση νότια, προς Nάτσεζ. Ατελείωτοι επαρχιακοί δρόμοι δίπλα σε βάλτους με σπίτια τα οποία σύντομα καταλαβαίνουμε ότι βρίσκονται εκεί γιατί είναι η μοίρα τους να φιλοξενούν τις οικογένειες όσων δουλεύουν ως επιστάτες σε αυτές τις τεράστιες εκτάσεις. Η πόλη του Nάτσεζ είναι χτισμένη πάνω στον Mισισιπή και πήρε το όνομά της από έναν από τους τρεις ιθαγενείς λαούς της περιοχής τον 17ο αιώνα, προτού φτάσουν εκεί οι Άγγλοι. Αργότερα η πόλη πέρασε από γαλλικά και ισπανικά χέρια – η Γαλλία άφησε πίσω της το βούτυρο στην κουζίνα και τα γαλλικά ονόματα στην περιοχή.
Τα πιο παλιά κτίρια είναι μεταγενέστερα του 1840, αφού τότε χτύπησε την πόλη ένας φονικός τυφώνας και διέλυσε τα πάντα. Παρ' όλα αυτά, η πόλη μέχρι και το 1870 περίπου θεωρούνταν από τις πιο εύπορες των ΗΠΑ κυρίως λόγω των φυτειών βαμβακιού και του αυστηρού συστήματος δουλειάς που είχε. Φτάσαμε στην περιοχή της πόλης που πιάνει το ποτάμι την ώρα που έδυε ο ήλιος. Δίπλα στο μέρος όπου φάγαμε βρισκόταν το Blue Cat. Σήμερα είναι κλειστό, αλλά πριν από ογδόντα χρόνια ήταν το venue όπου εμφανίστηκε ο Jerry Lee Lewis πρώτη φορά στα 13 του.
Αύριο τρεις ώρες οδήγηση για να φτάσουμε επιτέλους στη Νέα Ορλεάνη, για να παρακολουθήσουμε αυτό για το οποίο ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, το New Orleans Jazz Festival.
Βαθιά Λουιζιάνα, αλλαγή σκηνικού - ημέρα έβδομη και όγδοη
Καταλαβαίνεις ότι άφησες πίσω σου το Tennessee και μπήκες στη Λουιζιάνα γιατί τα ονόματα στις ταμπέλες πλέον είναι γαλλικά. Chataignier, Grosse Tête, Baton Rouge. Κάθε λίγα χιλιόμετρα περνάμε και μια πινακίδα που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο μνημείο από τον Εμφύλιο του 1861. Στα ενδιάμεσα γιγαντιαίες διαφημίσεις που διαφημίζουν υπηρεσίες αποκατάστασης, δικηγόρους και αναγνώριση σε βετεράνους. Μετά την Πολιτεία του Mισισίπι, η Λουιζιάνα είναι η δεύτερη πιο φτωχή στις ΗΠΑ. Το καταλαβαίνεις από το φαγητό, που είναι φτηνό και γρήγορο, και από τις πολλές εκκλησίες.
Όσο κατεβαίνεις, αλλάζουν τα σύνορα στο GPS. Στο αυτοκίνητο εναλλάσσεται ο Conor Oberst με τους Comet is Coming. Αφήνουμε πίσω σταδιακά τον ποταμό και οδηγούμε προς τον ωκεανό. Δεν φαίνεται ακόμα, αλλά τον μυρίζεις στην ατμόσφαιρα - οι λίμνες και οι βάλτοι δίπλα στον Interstate 10 έχουν αλιγάτορες, αλλά περνάμε βιαστικά και δεν προλαβαίνουμε να τους δούμε. Το όριο ταχύτητας, πότε 60 πότε 65 μίλια, και το μικρό άγγιγμα στο πετάλι που σε πηγαίνει στα 75 σού υπενθυμίζουν ότι το κράτος σε παρακολουθεί και καταγράφει τα πάντα.
Στη Νέα Ορλεάνη η ατμόσφαιρα είναι τελείως διαφορετική απ' ό,τι έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής. Η Νέα Ορλεάνη είναι μια νησίδα αναγεννησιακής Ευρώπης μέσα σε έναν ωκεανό άγριας δύσης. Εδώ συνυπάρχουν η δυτικοαφρικάνικη κουζίνα και οι λαϊκές παραδόσεις (λόγω σκλάβων) με τον πολιτισμό που έφεραν οι Ευρωπαίοι τον 17ο και 18ο αιώνα. Εδώ υπάρχουν πραγματικοί τουρίστες και οι κάτοικοι ζουν κυρίως έξω από τα σπίτια τους, στην πόλη. Εδώ οι κουζίνες μπλέκουν μεταξύ τους όπως η γαλλική αρχιτεκτονική με την ισπανική. Εδώ δεν τηγανίζουν κρέας αλλά δουλεύουν πολύ με στρείδια, καραβίδες, καβούρια, φρέσκα ψάρια. Εδώ το φεστιβάλ τζαζ ιδρύθηκε το 1970, μια προσπάθεια που, μεταξύ άλλων, είχε ξεκινήσει και από τον Louis Armstrong και τον George Wein (ιδρυτή του άλλου ιστορικού Newport Jazz Festival), και σκοπό είχε να υπερβεί τις διακρίσεις της εποχής που απαγόρευαν σε λευκούς και μαύρους μουσικούς να συνυπάρχουν στο ίδιο φεστιβάλ. Σε μια γρήγορη βόλτα στην πόλη μένεις άναυδος από την ομορφιά της.
Τα κλασικά και νεοκλασικά σπίτια (αρκετά νεοελληνικής αρχιτεκτονικής), τα μπαλκόνια με τις παρέες που πίνουν, ο κόσμος που αράζει στα πεζοδρόμια πίνοντας μπίρες, η ζέστη και η υγρασία (πολλή ζέστη και πολλή υγρασία), τα μικρά μίνι μάρκετ που μένουν ανοιχτά μέχρι πολύ αργά και σερβίρουν και σούπες σε περίπτωση που πεινάς, όλα μοιάζουν κοντινά και γνωστά. Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι είσαι σε σκηνικό ταινίας. Στα 1700 ξέσπασε μεγάλη φωτιά στην πόλη η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της και αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που δεν έχει κτίσματα πριν από αυτή την περίοδο. Όλα τα αλλά είναι διατηρητέα.
Παντού ταμπέλες που εξηγούν ποιος οργανισμός και ποιος αρχιτέκτονας φρόντισε να σωθεί το τάδε ή δείνα κτίριο. Και δεν μιλάμε μόνο για ιστορικά κτίρια, τα περισσότερα είναι απλά κτίρια όπου μένουν άνθρωποι, άλλα στεγάζουν μαγαζιά, γραφεία, μπαρ, σούπερ μάρκετ, οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Η πόλη έχει διατηρηθεί στην αυθεντική της μορφή.
Στο φεστιβάλ την πρώτη ημέρα προλάβαμε να δούμε μόνο τον Buddy Guy και τον Santana, όμως παράλληλα με το ιστορικό φεστιβάλ έξω στους δρόμους διεξάγεται ένα μεγάλο λαϊκό καρναβάλι. Όλα τα μαγαζιά, τα μπαρ, ακόμη και τα εστιατόρια έχουν ολοήμερα προγράμματα με τζαζ μπάντες. Όπου και αν πας, σε όποιο στενό κι αν χωθείς, ακούγονται μουσικές, από dixieland jazz μέχρι blues και cuban. Εδώ ο κόσμος ζει τις μεγάλες ώρες.
Αύριο θα φαμε po'boy, αυτά τα μεγάλα σάντουιτς με το αφράτο γαλλικό ψωμί που έφτιαχναν οι μανάδες της Λουιζιάνα στα poor boys της οικογένειας (εξού και το όνομα) πριν πάνε στη δουλειά, για να τους κρατήσουν μέσα στην ημέρα. Μετά θα περάσουμε από την έκθεση του James Michalopoulos, μεγάλου ιμπρεσιονιστή και ωραίου τύπου που έχει συνδέσει όσο λίγοι το όνομά του με το jazz festival, αφού φέτος είναι η έβδομη φορά που του ζητήθηκε να φτιάξει την αφίσα της διοργάνωσης και είναι περήφανος γι' αυτό. Την επομένη είναι τα εγκαίνια της καινούργιας του έκθεσης.
Το βάθος της Νέας Ορλεάνης - ημέρα ένατη, δέκατη και ενδέκατη
«Τη Νέα Ορλεάνη την αγαπάς εύκολα και την αποχωρίζεσαι δύσκολα», μου είπε μια φίλη φίλης, με την οποία ήπιαμε μια μπίρα. Μένει δέκα χρόνια εδώ και έχει ζήσει την πόλη και στα καλά και στα δύσκολα. Πέρυσι ήταν crime capital των ΗΠΑ, πολύ πιστολίδι, ντου σε οδηγούς από παρέες νεαρών για να τους βουτήξουν το αυτοκίνητο. Όμως, σε έναν παράλληλο κόσμο, σε ένα άλλο επίπεδο της πόλης, ο κόσμος φοράει τα καλά του και πηγαίνει στο μεγάλο New Orleans Jazz Festival και αμέσως μετά τριγυρίζει στο French Quarter, στην πλατεία του Jackson, κάνει βόλτες με το ατμόπλοιο Natchez, ακούει μουσική σε μικρά μπαρ, αγοράζει πόστερ με υπογραφές δημιουργών, τρώει beignet στο 24ωρο Cafe du Monde και πιο μετά ίσως po'boys στο θρυλικό Verti Marte, ένα παμπάλαιο μίνι μάρκετ που στο πίσω μέρος του είναι ντέλι και φτιάχνει επί τόπου τις παραγγελίες.
Χτες το μεσημέρι είδαμε την Preservation Hall Jazz Βand στο Preservation Hall το οποίο είναι το jazz institution της πόλης και από τα πιο σημαντικά σε όλο τον κόσμο από το 1961 και μετά, έχοντας επωμιστεί την αποστολή της διάσωσης και της διάδοσης της τζαζ.
Αμέσως μετά είχα κανονίσει να συναντηθώ με τον James Michalopoulos, στα εγκαίνια της έκθεσής του. Πρόκειται για έναν από τους πιο σημαντικούς και πιο επιδραστικούς εκφραστές του μετα-εξπρεσιονισμού και το όνομά του είναι συνυφασμένο με την πόλη και το φεστιβάλ της. Μου είπε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια ελληνική οικογένεια μεταναστών που δεν ήταν πλούσια, όμως είχε γνώση και άποψη για την τέχνη. Ο πατέρας του ήταν αρχιτέκτονας και ζωγράφιζε, και ο θείος του ήταν ο διάσημος William Baziotes.
Γεννήθηκε στο Πίτσμπεργκ. Ανάμεσα στα κρασιά και στα καναπεδάκια μου εξήγησε ότι υπάρχει κάτι συγκλονιστικό στην καθημερινότητα της πόλης, κάτι που κάνει απλά κτίρια, αυτοκίνητα, παρατημένους δρόμους, μια γυναίκα έξω από ένα μπαρ, να μοιάζουν θρυλικά και σημαντικά. Εκείνος λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, μεταφέροντας τις αναμνήσεις του, τις εικόνες του σε έναν καμβά. Δεν έχει ενδιαφερθεί ποτέ κανείς γι' αυτόν στην Ελλάδα, δεν τον γνωρίζουν καν και η αλήθεια είναι ότι κι εκείνος δεν νιώθει κάποια τρομερή σύνδεση με τη χώρα, όμως μου είπε ότι θα ήθελε να έρθει και να ζωγραφίσει εδώ, να εκθέσει την δουλειά του, να αναζητήσει τις ρίζες του.
Η Νέα Ορλεάνη έχει μεγάλο αριθμό κτισμάτων ελληνικής αρχιτεκτονικής, κυρίως νεοκλασικές οικίες 150-200 χρόνων. Υπάρχουν δρόμοι που νομίζεις ότι είσαι στα Πετράλωνα ή στην Πλάκα. Χαμηλά δίπατα σπίτια, ταράτσα, μικρό μπαλκόνι, βεράντα που χωράει ένα τραπέζι με μερικές καρέκλες.
Στη Λουιζιάνα έχουν μια αγάπη για το βουντού και πιστεύουν σε διάφορες δοξασίες για τους νεκρούς προγόνους. Τα σπίτια πολύ συχνά έχουν σκελετούς πίσω από τα παράθυρα ή άλλα στολίδια που εξευμενίζουν τους νεκρούς. Τα ταρό, οι μάγισσες και οι χαρτορίχτρες εδώ είναι κομμάτι της λαϊκής παράδοσης που επιβιώνει. Η ίδια η λέξη τζαζ λέγεται ότι έχει τις ρίζες της στη λέξη που χρησιμοποιούν κάποιοι λαοί της Δυτικής Αφρικής για τα πνεύματα ή το σεξ. Είναι άλλο να ξέρεις ότι η μαύρη μουσική εμφανίστηκε στη Λουιζιάνα και άλλο να συνειδητοποιείς αυτό που έχεις διαβάσει και σε βιβλία, ότι όλη η δυτική μουσική, αν όχι τα μεγάλα παγκόσμια μουσικά ρεύματα έχουν τις ρίζες τους στη μουσική, στις δοξασίες και στους λαϊκούς θρύλους που μοιράζονται για αιώνες οι λαοί της Δυτικής Αφρικής.
Χωρίς τους σκλάβους, δεν θα υπήρχαν τα blues, δεν θα υπήρχε τζαζ, δεν θα υπήρχε γκόσπελ, δεν θα υπήρχε ροκ εν ρολ, δεν θα υπήρχε σόουλ, φανκ, RnB ντίσκο, ραπ. Είναι συγκινητικό να σκάβεις να βρεις τα θεμέλια που κρατούν τον μουσικό κόσμο όρθιο. Η Αφρική είναι εμφανής παντού, ακόμη και στα καυτερά φαγητά και στα spices που νοστιμίζουν το κρέας και τις καραβίδες.
Η κοπέλα που μας σέρβιρε σήμερα πονούσε. Δεν ξέραμε γιατί, αλλά ήταν τόσο εμφανές που το παραδέχτηκε και η ίδια. Περπατούσε με κάποια δυσκολία και προσπαθούσε να το κρύβει – στην Αμερική είναι πολύ εύκολο να χάσεις τη δουλειά σου επειδή αρρώστησες ή είχες ατύχημα. Τα αυτοκίνητα στους δρόμους έχουν σχεδόν όλα φιμέ τζάμια, είτε είναι μεγάλα τζιπ είτε Μazda δεκαετίας. Όλα θυμίζουν την τάση των Αμερικανών να διαφυλάττουν την ιδιωτικότητά τους. Η προσήλωσή τους στην ατομική ελευθερία έστω και εις βάρος της δημοκρατίας δεν είναι κάτι καινούργιο.
Αν μένεις στην Αμερική, είσαι μόνος σου, στο αυτοκίνητο, στην εργασία, στο ατύχημα, στους φόρους, στα φιμέ τζάμια, στην πανάκριβη περίθαλψη – κράτος νυχτοφύλακας. Ο καθένας διεκδικεί το δικαίωμά του σε ένα τεράστιο SUV 5.000 κυβικών και μια μερίδα τηγανητό κοτόπουλο.