«ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ το πεπρωμένο των ανθρώπων». Πράγματι, υπάρχουν βιβλία που σου ανατρέπουν τη θέαση του κόσμου, που σε τραντάζουν δείχνοντάς σου έναν καινούργιο προορισμό.
Ωστόσο, όταν ο Αργεντινός συγγραφέας Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες έγραφε την παραπάνω φράση στην πρώτη κιόλας σελίδα του μυθιστορήματός του «Το χάρτινο σπίτι» είχε κι άλλα παραδείγματα στο νου του.
Μπορεί ο «Σιντάρτα» του Χέρμαν Έσσε να οδήγησε χιλιάδες νέους στον ινδουισμό, μπορεί τα γραπτά του Χέμινγουεϊ να οδήγησαν άλλους τόσους στον αθλητισμό, και ποιος ξέρεις πόσες γυναίκες σώθηκαν από την αυτοκτονία χάρη σε οδηγούς μαγειρικής.
Το ανθρώπινο πεπρωμένο, πάντως, αλλάζει κι αλλιώς. Κάποιος γηραιός καθηγητής, λέει, έμεινε παράλυτος όταν προσγειώθηκαν στο κεφάλι του πέντε τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα. Κάποιος άλλος έσπασε το πόδι του όταν, προσπαθώντας να φτάσει το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ» του Φόκνερ που ήταν στραβά τοποθετημένο σ’ ένα ράφι, έπεσε απ’ τη σκάλα.
Λίγο καιρό λοιπόν αφότου χηρεύει η θέση της Μπλούμα Λένον στην πανεπιστημιακή κοινότητα του Κέμπριτζ, ο διάδοχός της στην έδρα, πρώην εραστής της και αφηγητής του «Χάρτινου σπιτιού», παραλαμβάνει ένα δέμα που προοριζόταν για κείνη και περιέχει ένα στραπατσαρισμένο αντίτυπο της «Γραμμής της σκιάς».
Όσο για την Μπλούμα Λένον, την καθηγήτρια λογοτεχνίας που πυροδοτεί τη δράση στο «Χάρτινο σπίτι», έπεσε νεκρή στο δρόμο χτυπημένη από αυτοκίνητο, αφοσιωμένη καθώς ήταν στην ανάγνωση των «Ποιημάτων» της Έμιλι Ντίκινσον…Τα βιβλία προκαλούν θύματα, επιμένει ειρωνικά ο Ντομίνγκες. Η μανία με τα βιβλία είναι επικίνδυνη. Όταν όμως γίνεται αντικείμενο μιας νουβέλας όπως η δική του, αποκτά διαστάσεις αλληγορικές.
Το «Χάρτινο σπίτι» (μετ. Α. Φραγκοπούλου, Πατάκης, 2006) μιλά για κόσμο της λογοτεχνίας με τα πάθη, τ’ αδιέξοδα και τις εμμονές του, για τις βιβλιοθήκες που δημιουργεί κανείς σαν να δημιουργεί την ίδια του τη ζωή, για την αντιμετώπιση του βιβλίου ως φετίχ, για τις φονικές ενίοτε συνέπειες κάθε μονομανίας. Κι όλα αυτά, με πρόσχημα μια ερωτική ιστορία ανάμεσα στην αδικοχαμένη θαυμάστρια της Ντίκινσον κι έναν μανιώδη συλλέκτη παλαιών βιβλίων, που μοιράστηκαν σε ανύποπτο χρόνο το ίδιο κρεβάτι και αλυσοδέθηκαν για πάντα, χάρη στον Τζόζεφ Κόνραντ και το μυθιστόρημά του «Η γραμμή της σκιάς».
Λίγο καιρό λοιπόν αφότου χηρεύει η θέση της Μπλούμα Λένον στην πανεπιστημιακή κοινότητα του Κέμπριτζ, ο διάδοχός της στην έδρα, πρώην εραστής της και αφηγητής του «Χάρτινου σπιτιού», παραλαμβάνει ένα δέμα που προοριζόταν για κείνη και περιέχει ένα στραπατσαρισμένο αντίτυπο της «Γραμμής της σκιάς». Στο εξώφυλλο και τ’ οπισθόφυλλο υπάρχουν στρώσεις βρομιάς αλλά και μικρά κομμάτια τσιμέντου! Και μέσα στο βιβλίο, υπάρχει μια θερμή αφιέρωση της ίδιας της Μπλούμα σε κάποιον Κάρλος, εις ανάμνηση των «τρελών ημερών» που είχαν περάσει οι δυο τους σε συνέδριο στο Μοντερέι.
Το να εντοπίσει τα ίχνη του Κάρλος, ψαχουλεύοντας έτσι και τα προσωπικά της παλιάς του ερωμένης, γίνεται για τον αφηγητή της ιστορίας εμμονή. Θα ταξιδέψει ως την άλλη άκρη του πλανήτη, θα κάνει μια στάση στη γενέτειρά του, το Μπουένος Άιρες, κι άλλη μια στο Μοντεβιδέο, θα συναντήσει παλιούς του φίλους και συγγραφείς, θα μυηθεί στο σύμπαν των παλαιοβιβλιοπωλείων και την ιδιόρρυθμη πελατεία τους, ώσπου το μυστήριο που τον βασανίζει θα λυθεί.
Η έρευνα για την προέλευση του ταλαιπωρημένου αντιτύπου μετατρέπεται για τον Ντομίνγκες σε υπόκλιση προς δημιουργούς που αγαπά, όπως ο Μπόρχες και ο Κορτάσαρ, σε ξενάγηση στις παρανοϊκές σχεδόν συνήθειες κάποιων βιβλιοφάγων που είτε διαβάζουν μυθιστορήματα του 19ου αιώνα υπό το φως των κεριών είτε αποφεύγουν να τοποθετούν δίπλα δίπλα έργα συγγραφέων τσακωμένων μεταξύ τους, αλλά και σε καυστικό σχόλιο για τα εκδοτικά και λογοτεχνικά ήθη που ανθούν στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης.
«Οι λογοτεχνικές φιλοδοξίες», γράφει σ’ ένα σημείο, αναφερόμενος σε ομοτέχνους του της Αργεντινής, «ήταν μια πολιτική εκστρατεία ή, ακριβέστερα, μια στρατιωτική επιχείρηση. Ήταν αποφασισμένοι να γκρεμίσουν τα τείχη της ανωνυμίας (…) Υπήρχαν τύποι που μέσα σε μια νύχτα γίνονταν πάμπλουτοι με βιβλία κάκιστα, προωθημένοι από τον εκδοτικό οίκο, τα ένθετα των εφημερίδων, το μάρκετινγκ, τα λογοτεχνικά βραβεία και τις πληρωμένες θέσεις στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων (…) Οι εκδότες παραπονούνταν για την ένδεια των καλών βιβλίων, οι συγγραφείς για τα «σκουπίδια» που δημοσίευαν οι μεγαλοεκδότες και ο καθένας είχε ένα παράπονο που τον γέμιζε αγανάκτηση, μια δικαιολογία για την αποτυχία του, μια ανέλπιδη φιλοδοξία. Στο Μπουένος Άιρες τα βιβλία είχαν γίνει το επίκεντρο ενός πλασματικού πολέμου στρατηγικής, ταλέντου, προβολής και εξουσίας». Μόνον εκεί;