ΕΝΝΕΑ ΜΗΝΕΣ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΟΥΝ πλέον από τις επικείμενες Ευρωεκλογές του 2024, και μια μεγάλη σκιά πλανάται πάνω από την Γηραιά Ήπειρο. Βρίσκεται παντού, από την Ιβηρική χερσόνησο ως τις χώρες της Σκανδιναβίας, και με κάθε νέα εκλογική αναμέτρηση, οι αναλυτές στρέφουν τα βλέμματα τους στα κράτη της Ευρώπης με αγωνία, είτε για να επιβεβαιώσουν τους φόβους τους είτε για να διαψεύσουν με ανακούφιση τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις τους.
Η ακροδεξιά καλπάζει πλέον σχεδόν παντού στην Ευρώπη. Το αποδεικνύουν περίτρανα οι ηγέτες με ακροδεξιές καταβολές, εθνικιστικές πολιτικές και αφηγήματα που ήδη κυβερνούν σε ουκ ολίγα κράτη της ΕΕ. Το αναδεικνύουν συνεχώς και οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις και οι πολιτικοί συσχετισμοί που αναδύονται σε ολόκληρο το φάσμα της Ευρώπης και που ευνοούν, ολοένα και περισσότερο και σε πρωτοφανή βαθμό, τον χώρο της ακροδεξιάς.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ανάλυση πανευρωπαϊκών δημοσκοπήσεων που συνέταξε το Τμήμα Έρευνας και Ανάλυσης του POLITICO, στις επόμενες Ευρωεκλογές οι ευρωσκεπτικιστικές και οι ακροδεξιές παρατάξεις αναμένεται να αυξήσουν σημαντικά το μερίδιο τις πίτας τους στα έδρανα της Ευρωβουλής, μια εξέλιξη που θα πραγματοποιηθεί κατά κύριο λόγο εις βάρος των κεντρώων και πράσινων παρατάξεων.
Για πολύ καιρό, μια ισχυρή Ευρωπαϊκή ακροδεξιά και εθνικιστική πτέρυγα έμοιαζε αδιανόητο σενάριο, μια εξέλιξη αντιφατική στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της συνεργασίας και του κοσμοπολιτισμού που πρεσβεύει η ΕΕ.
Εάν οι εκλογές γίνονταν σήμερα, οι ευρωσκεπτικιστές Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR) θα αποτελούσαν την τρίτη μεγαλύτερη ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όντας πλέον ισόπαλοι με το κεντρώο Renew, ενώ η ακροδεξιά Ευρωομάδα «Ταυτότητα και Δημοκρατία» (ID) θα σημείωνε τα μεγαλύτερα εκλογικά κέρδη, αποκτώντας συνολικά 77 έδρες στα έδρανα του κοινοβουλευτικού οργάνου της Ευρώπης. Πρόκειται για μια άνοδο που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εντυπωσιακή αλλά και ανατριχιαστική έκρηξη της δημοφιλίας της γερμανικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).
Αλλά και στην χώρα μας, η εκλογή τριών ακροδεξιών παρατάξεων αποτελεί πρωτοφανές φαινόμενο για την περίοδο της Μεταπολίτευσης, και παρά τις γραφικές απόψεις τους και την προς το παρόν κατακερματισμένη σύνθεσή τους, η εξέλιξη αυτή οφείλει να μας προβληματίσει.
Για πολύ καιρό, μια ισχυρή Ευρωπαϊκή ακροδεξιά και εθνικιστική πτέρυγα έμοιαζε αδιανόητο σενάριο, μια εξέλιξη αντιφατική στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της συνεργασίας και του κοσμοπολιτισμού που πρεσβεύει η ΕΕ. Πριν από μόλις μια οκταετία, οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να υπερηφανευτούν πως αντιστάθηκαν σθεναρά στο αναπάντεχο κύμα λαϊκισμού που έπληττε τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ και το Ηνωμένο Βασίλειο του Μπρέξιτ.
Σήμερα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Μια σειρά από ριζοσπαστικές δεξιές κυβερνήσεις βρίσκονται στο τιμόνι τον κρατών μελών της ΕΕ, με τις ακροδεξιές παρατάξεις να έχουν είτε πρωταγωνιστικό είτε υποστηρικτικό ρόλο στη σύνθεσή τους, ενώ ακροδεξιά κόμματα διαφορετικών αποχρώσεων –νοσταλγικά εθνικιστικά, λαϊκιστικά εθνικιστικά, ακόμα και εξαιρετικά συντηρητικά με νεοφασιστικές ρίζες– απολαμβάνουν μια πρωτοφανή αναζωπύρωση. Πως βρεθήκαμε λοιπόν μέχρι εδώ, πως χαρτογραφείται η άνοδος της ακροδεξιάς στο Ευρωπαϊκό έδαφος, και ποιές είναι οι επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις που θα αποτελέσουν στοίχημα για την μελλοντική δυναμική της ΕΕ;
Τα πρόσωπα-σύμβολα της Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς
Καμία πολιτική ιδεολογία δεν γίνεται τάση χωρίς ισχυρές προσωπικότητες που να την εκπροσωπούν και να την καθορίζουν, και αναμφίβολα, ο πρωτοπόρος του νέου αυτού κύματος της Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς δεν ήταν άλλος από τον Βίκτορ Όρμπαν. Ο αυταρχικός Ούγγρος πολιτικός κλείνει φέτος 13 χρόνια στην εξουσία, και κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του έχει δεχτεί πληθώρα κατηγοριών για παραβίαση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, έλεγχο των ΜΜΕ, και κατάφωρες διακρίσεις εις βάρος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας από την ΕΕ, τη Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ωστόσο, τόσο η αποπομπή της παράταξης του από το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα όσο και η σκλήρυνση της ρητορικής από τα όργανα της Ευρώπης δεν φαίνεται να έχουν φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όσο οι Βρυξέλλες ασκούν οικονομικές πιέσεις στο καθεστώς του, τόσο ο Όρμπαν εντείνει την αντιευρωπαϊκή του ρητορική, ανάγοντας την Ευρώπη σε αποδιοπομπαίο τράγο και πηγή των προβλημάτων της χώρας του. «Ποιο είναι νόημα της ΕΕ όταν δεν μπορεί να πετύχει την ειρήνη και την πρόνοια;» αναρωτήθηκε πρόσφατα σε ομιλία του, κάτω από μια βροχή χειροκροτημάτων των υποστηρικτών του. Παρόμοια είναι και η εξέλιξη του καθεστώτος του Ματέους Μοραβιέτσκι, του Πολωνού πρωθυπουργού που βρίσκεται στην ηγεσία από το 2017 προκαλώντας μια ολοένα και πιο εμφανή δημοκρατική οπισθοδρόμηση στην χώρα, παρά τις προειδοποιήσεις της Ευρώπης.
Η σύγχρονη Ευρωπαϊκή ακροδεξιά, ωστόσο, απέκτησε σάρκα και οστά στο πρόσωπο της Τζόρτζια Μελόνι, της πρώτης γυναίκας Ιταλίδας πρωθυπουργού που έμελλε να ηγηθεί της δεξιότερης κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας. Η σημερινή πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κόμματος Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών ξεκίνησε το πολιτικό της ταξίδι εισχωρώντας στη νεολαία του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI), ενός νεοφασιστικού πολιτικού κόμματος που ιδρύθηκε το 1946 από πρώην οπαδούς του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι.
Παρότι η ρητορική της έχει αλλάξει σημαντικά από τότε, οι θέσεις της παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες: η Μελόνι παραμένει κάθετα αντίθετη στην άμβλωση, τους γάμους ομοφυλοφίλων, την πολυπολιτισμικότητα και την παγκοσμιοποίηση, ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται τον «Θεό, την πατρίδα και την οικογένεια», ενώ ακόμα και πρόσφατα δεν δίστασε να επαινέσει έναν από τους υπουργούς του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι.
Παραδόξως, ήταν η ευτυχώς ασυνεπής στάσης της απέναντι στην Ρωσία –υποστήριζε διαχρονικά την εμβάθυνση των σχέσεων, προτού αλλάξει θέση λίγο πριν την εκλογή της δεσμευόμενη να διατηρήσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας– που οδήγησε σε μια αναπάντεχα θερμότερη υποδοχή από την ΕΕ καθώς και την σταδιακή κανονικοποίηση της ιδεολογίας της από τα όργανα των Βρυξελλών. «Ομολογουμένως, έχει υπάρξει πιο ήπια απ’ ότι περιμέναμε» είχαν δηλώσει στη LiFO υψηλόβαθμα στελέχη της Ευρωβουλής την Άνοιξη, σχολιάζοντας πως παρότι τα συχνά εθνικιστικά της παραληρήματα προκαλούν μια κάποια δυσαρέσκεια, η ΕΕ δεν αντέχει να ανοίξει ένα ακόμα μέτωπο σύγκρουσης.
Παρότι δεν έχει κατορθώσει ακόμα να αναλάβει το τιμόνι της εξουσίας, από την λίστα των ισχυρών ακροδεξιών προσωπικοτήτων της Ευρώπης δεν θα μπορούσε να λείπει και η Μαρίν Λεπέν. Η ακροδεξιά παράταξή της, «Εθνικός Συναγερμός», βγαίνει ολοένα και πιο κερδισμένη από τη λαϊκή αγανάκτηση των Γάλλων, παγιώνοντας την πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις. Με την απουσία του Εμανουέλ Μακρόν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές και τον κεντρώο χώρο σε πιθανή κρίση, δεν είναι λίγοι εκείνοι που προειδοποιούν πως η τρίτη φορά που θα διεκδικήσει την ηγεσία της χώρας δεν αποκλείεται να είναι και φαρμακερή.
Η πτώση του αναχώματος της κεντροδεξιάς
Η αλήθεια είναι πως η επικράτηση του συστήματος της απλής αναλογικής στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης οδηγούσε στην συστηματική εκπροσώπηση εξτρεμιστικών ή ριζοσπαστικών παρατάξεων στα έδρανα των κοινοβουλίων εδώ και πολλές δεκαετίες. Εξίσου συστηματικό, ωστόσο, ήταν και το ανάχωμα που ύψωναν οι υπόλοιπες παρατάξεις απέναντι στο ενδεχόμενο συνεργασίας με αυτές.
Η σύγκλιση των κυρίαρχων δεξιών και αριστερών κομμάτων γύρω από την κοινή γραμμή άρνησης οποιασδήποτε συμπόρευσης με την ακροδεξιά, παρά τις μεταξύ τους ιδεολογικές διαφορές, βασιζόταν σε μια αρχή που οι Γάλλοι συνηθίζουν να αποκαλούν «cordone sanitaire», δηλαδή «υγειονομική ζώνη δημοκρατίας».
Ίσως το πιο τρανό παράδειγμα αυτού του αναχώματος συναντά κανείς στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2002, όταν ο Σοσιαλιστής υποψήφιος Λιονέλ Ζοσπέν απέτυχε να προχωρήσει στον δεύτερο γύρο, χάνοντας από τον ακροδεξιό ηγέτη του Εθνικού Μετώπου, Ζαν-Μαρί Λεπέν, τον πατέρα της Μαρίν. Δίχως δεύτερες σκέψεις και παρά μια προεκλογική περίοδο γεμάτη έντονους διαξιφισμούς ανάμεσα σε κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, η σοσιαλιστική παράταξη έριξε όλο της το βάρος πίσω από τον κεντροδεξιό υποψήφιο Ζακ Σιράκ, οδηγώντας τον ακροδεξιό αντίπαλό του σε μια ηχηρή ήττα στον δεύτερο γύρο.
Σήμερα η αρχή του «cordone sanitaire» μοιάζει να αποτελεί μακρινό παρελθόν. Το τείχος που κάποτε χώριζε το κέντρο από τα άκρα συνεχώς διαβρώνεται και γίνεται ολοένα και πιο διαπερατό, ενώ τα εξτρεμιστικά κόμματα που κάποτε αποκλείονταν σχεδόν αυτόματα από τους κυβερνητικούς συνασπισμούς βρίσκουν ολοένα και πιο συχνά μια θέση στις κυβερνητικές συνθέσεις της Ευρώπης.
Στην Φινλανδία, ο σημερινός Πρωθυπουργός Πέττερι Όρπο κατόρθωσε να αντικαταστήσει την Σάννα Μάριν τον Απρίλιο έπειτα από την σύναψη μιας συμμαχίας με το υπερεθνικιστικό κόμμα των «Αληθινών Φινλανδών», το οποίο συγκέντρωσε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στις εκλογές. Μάλιστα, ένα από τα βασικότερα στελέχη της ακροδεξιάς παράταξης, ο Βίλχελμ Γιούνιλα, τοποθετήθηκε στο πολυπόθητο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών της χώρας – μια θητεία που, ωστόσο, δεν μακροημέρευσε καθώς αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από την δημοσίευση τεκμηρίων που τον έδειχναν να αστειεύεται με νεοναζιστικά σύμβολα σε μια εκδήλωση της ακροδεξιάς το 2019.
Αλλά και στην γειτονική Σουηδία, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, η κυβέρνηση που προέκυψε έπειτα από τις περσινές εκλογές στηρίζεται από την άκρα Δεξιά, χάρη στον ανορθόδοξο κυβερνητικό συνασπισμό των Συντηρητικών, Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων με το ακροδεξιών καταβολών κόμμα «Σουηδοί Δημοκράτες». Σημείο σύγκλισης και για τις τέσσερεις παρατάξεις αποτέλεσε η δέσμευση για την πάταξη της εγκληματικότητας, με την κυβέρνηση του Συντηρητικού Ουλφ Κρίστερσον να προχωρά σε ριζική αναμόρφωση του ποινικού κώδικα και την επιβολή αυστηρότερων ποινών.
Η συνεργασία με την ακροδεξιά επηρέασε και τα κράτη που συνθέτουν τον κορμό της Ευρώπης, αν και εκεί η απόφαση της κεντροδεξιάς να συνεργαστεί με τις παρατάξεις που βρίσκονται στα άκρα οδήγησε σε εκπυρσοκρότηση. Στην Ισπανία, η πιθανή κυβερνητική συμπόρευση του κεντροδεξιού Partido Popular με το ακροδεξιό Vox είχε προκαλέσει κύμα πανικού στην χώρα, ωστόσο τιμωρήθηκε τελικά από το εκλογικό σώμα, που όπως όλα δείχνουν χάρισε μια ισχνή πλειοψηφία στον Σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ. Στην Γερμανία, η ασταμάτητη και εκθετική άνοδος του ακροδεξιού AfD οδήγησε τον ηγέτη του κεντροδεξιού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών να εκφράσει την διαφωνία του με την περιθωριοποίηση και την άρνηση συνεργασίας με το κόμμα της ακροδεξιάς – άποψη την οποία, ωστόσο, αναγκάστηκε να αναθεωρήσει έπειτα από έντονη εσωκομματική δυσαρέσκεια.
Η σύγκλιση των αφηγημάτων
Ένα ακόμα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της νέας πολιτικής ισορροπίας στην Ευρώπη είναι η εμφανής σύγκλιση των αφηγημάτων και της πολιτικής γλώσσας της ακροδεξιάς και της κεντροδεξιάς. Φοβούμενα την διαρροή ψηφοφόρων προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος, τα τελευταία χρόνια τα κυρίαρχα κεντροδεξιά κόμματα της Ευρώπης έχουν αρχίσει να υιοθετούν ολοένα και περισσότερο τις πολιτικές της ακροδεξιάς, ειδικά αναφορικά με το μεταναστευτικό αλλά και την αντίστασή στην πολιτική των ταυτοτήτων.
Μια παράδοξη έκφανση αυτού του φαινομένου είδαμε πρόσφατα στην Ολλανδία, όπου η πορεία του ρεαλιστή πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε –του μέχρι πρότινος δεύτερου μακροβιότερου ηγέτη στην Ευρώπη– έληξε άδοξα έπειτα από την υιοθέτηση μιας νέας σκληροπυρηνικής στάσης απέναντι στους αιτούντες άσυλο. Η νέα αντιμεταναστευτική πολιτική του Ολλανδού ηγέτη αποδείχθηκε πολύ ακραία για τους πιο μετριοπαθείς εταίρους του συνασπισμού, προκαλώντας έτσι την αναπάντεχη κατάρρευση της κυβέρνησής του.
Η σύγκλιση αυτή, ωστόσο, είναι μια αμφίδρομη διαδικασία, καθώς ταυτόχρονα ολοένα και περισσότεροι ακροδεξιοί πολιτικοί κρύβουν τις ρίζες της ιδεολογίας τους τους πίσω από την χρήση μιας πιο μετριοπαθούς ρητορικής και την υιοθέτηση μιας πιο mainstream πολιτικής επικοινωνίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ακροδεξιού AfD της Γερμανίας, το οποίο την τελευταία διετία επικεντρώνεται έντονα στην οικονομική πολιτική και την αντιμετώπιση του αβάσταχτου πληθωρισμού, κατηγορώντας την γερμανική κυβέρνηση πως η φιλόδοξη πολιτική της για την αντιμετώπιση του κλίματος αλλά και η υποστήριξη της Ουκρανίας επιβαρύνουν υπερβολικά πολύ την τσέπη του Γερμανού φορολογούμενου.
Δίχως να εγκαταλείπει πλήρως τις εξτρεμιστικές της θέσεις, η ακροδεξιά παράταξη επιχειρεί πλέον να προσελκύσει τον μέσο ψηφοφόρο φορώντας τον μανδύα της μετριοπάθειας και της οικονομικής πολιτικής. Αν κρίνει κανείς από τις δημοσκοπήσεις, που την θέλουν δεύτερη δύναμη στην Γερμανία με ποσοστό που αγγίζει το 21%, η στρατηγική αυτή έχει ήδη αρχίσει να αποφέρει καρπούς.
Η συντηρητικοποίηση των ψηφοφόρων και οι επόμενες αναμετρήσεις
Φυσικά, ούτε τα ισχυρά πρόσωπα της ακροδεξιάς, ούτε και η σύγκλιση των αφηγημάτων δεν θα είχαν τις επιπτώσεις που παρατηρούμε στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης αν δεν υπήρχε ταυτόχρονα και μια άβολη αλήθεια: η συντηρητικοποίηση των Ευρωπαίων ψηφοφόρων.
Σίγουρα δεν ευνοεί την κατάσταση το ασταθές ξεκίνημα της δεκαετίας του 2020, που παρείχε αρκετά γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη του αντισυστημισμού. Την τελευταία τριετία, η Ευρώπη έχει έρθει αντιμέτωπη με μια πανδημία, την επιστροφή του πληθωρισμού και του αυξανόμενου κόστους ζωής, μια επίμονη ενεργειακή κρίση αλλά και σημαντική αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, επίσης, πως το μεταναστευτικό ζήτημα εξακολουθεί να απασχολεί τους Ευρωπαίους, με την πλειοψηφία των πολιτών να επιθυμεί μια σκληρότερη πολιτική συνόρων.
Σύμφωνα με τη Διευθύντρια του Προγράμματος Ευρώπης του Ινστιτούτου Montaigne, Τζορτζίνα Ράιτ, σε μεγάλο βαθμό η ακροδεξιά αναγέννηση της Ευρώπη οφείλεται στη δυσαρέσκεια πολλών Ευρωπαίων με το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, καθώς στην παρούσα συγκυρία αρκετοί ψηφοφόροι ελκύονται από τον πύρινο και άμεσο αντιπολιτευτικό λόγο των κομμάτων της ακροδεξιάς, ειδικά όσον αφορά ζητήματα που συνδέονται με την διάβρωση της εθνικής ταυτότητας και των παραδοσιακών αξιών. Ταυτόχρονα, πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως ίσως η συλλογική μνήμη της Ευρώπης πλέον ξεκινά να ξεθωριάζει, και τα ταμπού γύρω από τον χώρο της ακροδεξιάς, που για χρόνια είχαν οδηγήσει στην περιθωριοποίησή της, έχουν αρχίσει και αυτά να διαβρώνονται.
Όποιος, πάντως, αναζητά οιωνούς για το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης στις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις που εκκρεμούν μέχρι τις Ευρωεκλογές, δεν θα συναντήσει μπροστά του ενθαρρυντικά σημάδια.
Στην Αυστρία, το ακροδεξιό FPÖ συγκεντρώνει σταθερά ποσοστό που σχεδόν αγγίζει το 30%, και η νίκη του στις εκλογές του 2024 φαίνεται σχεδόν εγγυημένη. Στην Πολωνία, όπου οι ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες σε λιγότερο από δύο μήνες, την σημαντικότερη άνοδο στις δημοσκοπήσεις την απολαμβάνει η ακροδεξιά παράταξη Konfederacja, η οποία βρίσκεται ακόμα δεξιότερα του Μοραβιέτσκι και δεν αποκλείεται να ξεπεράσει το 15%. Η συμμετοχή της στην επόμενη κυβέρνηση, όποια και αν είναι αυτή, είναι πλέον αρκετά πιθανή.
Ετσι, εντός ενός έτους, δεν αποκλείεται η Ευρώπη να γείρει ακόμα περισσότερο προς την επικράτηση του εθνικισμού, του λαϊκισμού, και μιας ιδεολογίας που κάποτε έμοιαζε πλήρως αντιφατική με τα ίδια της τα ιδεώδη.