ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΔΙΔΥΜΕΣ παραλίες Κατσαδιά και Παπανδριά στους (απολύτως) ιταλοκρατούμενους και (σε μεγάλο βαθμό) σκαφατοκρατούμενους Λειψούς υπάρχει το οίκημα-κτήμα ενός ντόπιου, όπως πληροφορηθήκαμε, στον κήπο του οποίου δεσπόζει σε ένα επιβλητικό βάθρο μια μεγάλη κεφαλή του Βούδα.
Μπροστά από το μνημείο υπάρχει μια επιγραφή στα ελληνικά, ορατή στους περαστικούς στους οποίους μοιάζει να απευθύνεται: «Οι ψυχές οφείλουν να υπακούν στους νόμους της φύσης για να έρθουν σε αρμονία με το σύμπαν (Αφυπνισμένος)».
Το σύρμα στην πύλη και η ταμπέλα «προσοχή σκύλος» δεν φαίνεται να συνάδει με το βουδιστικό πνεύμα που θέλει να εμφυσήσει στους λουόμενους ο ιδιοκτήτης, αλλά είναι μέρος κι αυτό της όλης σουρεαλιστικής εμπειρίας. Ζεν και παράνοια στους Λειψούς.
Στους Λειψούς καταλήξαμε ως μια ύστατη παράταση των διακοπών πριν από την τελική πορεία για το καθαρτήριο του Πειραιά, αναζητώντας (μάταια) τις παραλίες που δεν είχε, υποτίθεται, η Νίσυρος, η οποία όμως είχε τόσα άλλα.
«Σε κάθε νησί υπάρχει κι ένας τρελός», μας είπε χαμογελώντας ο ντόπιος ταξιτζής στον οποίο απευθυνθήκαμε για περισσότερες πληροφορίες (προφανώς δεν έχει πάει σε νησιά όπως η Κεφαλονιά όπου η αναλογία είναι 50/50 περίπου).
Αμέσως όμως θυμάται ότι υπάρχει κι άλλος «τρελός» στο νησί, ο οποίος έχει φιλοτεχνήσει στο σπίτι του μια τοιχογραφία του Σάι Μπάμπα. Όσο για την μαζική επιστροφή των Ιταλών –πολλοί εκ των οποίων όχι μόνο έχουν αποκτήσει σπίτια αλλά δήλωσαν και μόνιμοι κάτοικοι στην τελευταία απογραφή– σ’ ένα μέρος που όχι και τόσο παλιά βρισκόταν στην κατοχή τους, ο εποχιακός «ταρίφας» είχε να δηλώσει, μετά από μια μικρή αλλά περιεκτική αναδρομή στον real estate αποικισμό του νησιού: «Είχαν πάρει πολύ θάρρος, αλλά τώρα έρχονται και πολλοί Γάλλοι, οπότε έχει ισορροπήσει λίγο το πράγμα».
Παρότι πρόκειται για πρόσφατη σχετικά υπηρεσία στα νησιά της πρώην «άγονης γραμμής» (όρος που μοιάζει πλέον να προέρχεται από τα βάθη της αρχαιολογίας του παραθερισμού), οι τοπικοί ταξιτζήδες, παρά την περιστασιακή χρήση της ιδιότητας, μοιάζουν να έχουν αφομοιώσει πλήρως τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος όπως τα ξέρουμε στις μεγάλες πόλεις.
Δυστυχώς, οι διαδρομές στους Λειψούς είναι τόσο σύντομες που δεν προλάβαμε να ρωτήσουμε πράγματα για τη «ροζ βίλα του Γιωτόπουλου» που έβγαλε κάποτε στον αφρό της επικαιρότητας την άγνωστη τότε σε πολλούς συστάδα νησιών που τώρα χαρακτηρίζονται σε ταξιδιωτικούς οδηγούς ως «οι Μαλδίβες του Αιγαίου». Το σπίτι είναι ακόμα εκεί, αλλά πλέον είναι βαμμένο λευκό και δύσκολα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα.
Στους Λειψούς καταλήξαμε ως μια ύστατη παράταση των διακοπών πριν από την τελική πορεία για το καθαρτήριο του Πειραιά, αναζητώντας (μάταια) τις παραλίες που δεν είχε, υποτίθεται, η Νίσυρος, η οποία όμως είχε τόσα άλλα, διατηρώντας στις δικές μου αισθήσεις την ίδια υποβλητική ενέργεια που είχα νιώσει και στην προηγούμενη μου επίσκεψη πριν από είκοσι χρόνια και βάλε.
Θα μπορούσε να πει κανείς γενικεύοντας ότι τα «μικρά Δωδεκάνησα» προσφέρουν ιδιοσυγκρασιακές σκηνές, καταστασιακά στιγμιότυπα και ενεργειακές «δονήσεις» που μοιάζουν να εκλείπουν πλέον από τα όλο και πιο ομογενοποιημένα αντίστοιχα νησιά των Κυκλάδων.
Δύσκολος ο Αύγουστος ακόμα και στον παράδεισο, μπορεί όμως τουλάχιστον να αναζητήσει κανείς το αλλόκοτο, το ιδιότυπο, το παράδοξο, το λοξό σε κάθε νησί. Το γνήσιο και το αυθεντικό είναι για άλλες εποχές και για άλλες περιστάσεις.
«Τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει την άμμο αυτή, το κάθε σπυρί της» έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο βιβλίο «Στου τιμονιού το αυλάκι» (πρώτη έκδοση 1983). «Πρέπει να την έχεις πατήσει και να σου έχει δοθεί η χάρη, νωρίς την άνοιξη ή αργά το φθινόπωρο, σαν αποτραβιέται ο κόσμος, να λουστείς στο γεράνιο νερό το αχάρακτο που την κατοικεί και την μουσκεύει, νύχτα μέρα, για να καταλάβεις άκοπα το μέτρο μιας τέτοιας δωρεάς. Διαφορετικά και εσύ που αναγνώνεις και εγώ που τα γράφω αυτά ματαιοπονούμε παράλληλα…».