ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ στο σπίτι, με το που γυρνάω το κλειδί στην πόρτα, ακριβώς από πίσω με περιμένει το τιγράκι μου.
Παίζω τη μαμά του, θα το ταΐσω πατέ, θα το κανακέψω, θα του ξύσω τη μυτούλα, θα του κάνω όλα τα χατίρια, θα παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό και θα καταλήξουμε σε ένα κρεβάτι.
Η βοή του κλιματιστικού συγχρονίζεται με τα γουργουρητά μας.
Στο κρεβάτι που ξέρει ο αδερφός σου, στο κρεβάτι που ξύπνησε ένα απόγευμα Κυριακής των εκλογών δίπλα σε μια άγνωστη, αγνοώντας επιδεικτικά τα εκλογικά του δικαιώματα γιατί δεν πίστευε σε μια καλύτερη Ελλάδα, πίστευε μόνο στα αφτεράδικα και στην ψυχεδέλεια.
Η μπαλκονόπορτα τρίζει, η τηλεόραση των απέναντι παίζει στη διαπασών τηλεμάρκετινγκ. Θέλω να βγω στο μπαλκόνι αιφνιδιαστικά και να τους ρωτήσω πόσο κάνει επιτέλους αυτός ο αναθεματισμένος ο μασαζοκορσές και να τους τον κεράσω. Και το κουβερλί, και την αντιρυτιδική κρέμα, και την γκριλιέρα.
Μα πώς την πατήσαμε έτσι κι εμείς κι εσείς και οι απέναντι; Τι μας κρύβουν οι τουρίστες; Πώς βρεθήκαμε σε αυτό το αδιέξοδο στενάκι της Κυψέλης μέσα στη λαλάκα του Αυγούστου; Τι μας κρατάει εδώ που ούτε έναν μασαζοκορσέ δεν μπορούμε να αγοράσουμε;
Αν θέλετε μπορώ να σας πω και τη λύση στην κρεμάλα. Θέλετε; Την έχω έτοιμη την απάντηση.
Η απάντηση είναι «κλείσ’ το το ρημάδι να κοιμηθούμε».>
Κι ενώ είμαι έτοιμη να παίξω την Κάρεν, συνειδητοποιώ ότι ο αστικός εφιάλτης έρχεται από το απέναντι μπαλκόνι των Νιγηριανών μεταναστών και ντρέπομαι για το πόσο χυδαία σκέφτηκα, πώς τόλμησα να διανοηθώ ότι μπορώ να βγω στο πίσω μπαλκόνι ημίγυμνη και να πετάξω εικοσάευρα μέσα στις άγρυπνες νύχτες των άλλων.
Αναπόφευκτα θυμάμαι το αντιρατσιστικό μου προφίλ, τα αντιφασιστικά μου ποστ στα σόσιαλ μίντια, τους πρόσφυγες προγόνους μου, τις φιλενάδες μου, την Πολωνή, την Αλβανίδα, τη Σύρια. Και κάμποσους περαστικούς σαν εσένα και τον ξάδελφό σου.
Μα πώς την πατήσαμε έτσι κι εμείς κι εσείς και οι απέναντι; Τι μας κρύβουν οι τουρίστες; Πώς βρεθήκαμε σε αυτό το αδιέξοδο στενάκι της Κυψέλης μέσα στη λαλάκα του Αυγούστου; Τι μας κρατάει εδώ που ούτε έναν μασαζοκορσέ δεν μπορούμε να αγοράσουμε;
Από Κάρεν γίνομαι κινηματικιά.
«Ελάτε καμιά μέρα από το σπίτι να πιούμε καμιά μπίρα». Θέλω να τους πω «δεν με πειράζει καθόλου αν δεν μιλάτε ελληνικά. Μπορώ να μιλάω μόνη μου. Το κάνω και με Έλληνες, δεν έχω θέμα. Μιλάω τόσο όσο χρειάζεται για να καλύψω τους διαλόγους μιας τετραμελούς παρέας τουλάχιστον. Όταν λέω παρέα, εννοώ και οικογένεια. Ναι. Κάνω πολύ καλά τον μπαμπά, εξαιρετικά τη μαμά, αλλά ειδικά όταν παίζω τα παιδιά, θα με λατρέψετε. Κάνω και τον γιο και την κόρη ταυτόχρονα .Και δεν θα σας ζητήσω ποτέ να μου κάνετε κοτσιδάκια σαν τα δικά σας.
Ελάτε καμιά μέρα για μπιρίτσα. Δεν είμαι καμιά ρατσίστρια».
Τελικά, κάνω υπομονή όσο διαρκεί το τηλεμάρκετινγκ, με τη σιγουριά ότι το επόμενο πρωί όλο και κάποιος Έλληνας θα μου δώσει την ευκαιρία να τον βρίσω και να ξεσπάσω. Ή κάποιος τουρίστας. Δεν μπορεί. Όλο και κάποιος θα με κοιτάει λες και βλέπει τσόντα. Όλο και κάποια θα είναι έτοιμη να μου βγάλει τα μάτια γιατί φαντασιώνεται ότι τρώω άντρες για μπραντς. Όλο και κάποιος θα απαιτεί να του είμαι ευγνώμων που επιβίωσα και σήμερα στον κανονικό σας κόσμο και ανάμεσά σας.
Το μήνυμα που σκάει στο μέσεντζερ γράφει: «τ κνς». Η απάντηση μου βγαίνει από το στόμα σαν ένα παλιό αγαπημένο ρεφρέν.
Άκουσε, αγόρι μου, καταρχάς να ξέρεις πως ό,τι κάνω το κάνω καλά, εντάξει; Και άμα θέλεις, ρώτα και τον ξάδελφό σου. Ναι, τον αδελφό σου. Κάνω την ωραία, κάνω τη μοιραία, κάνω την κουλτουριάρα, κάνω την ανεξάρτητη, κάνω τη μανιώδη καπνίστρια και τις ώρες που αποφασίζεις να με ενοχλήσεις κάνω την Τσιτάρα. Τη μάνα όλων των αιλουροειδών.
Αφήνω το μήνυμα στο «διαβάστηκε» και θυμάμαι το πλυντήριο που δεν άπλωσα, το βιβλίο που δεν διάβασα, ένα χαμένο σκουλαρίκι, ένα φόρεμα που δεν με χωράει πια, έναν απλήρωτο λογαριασμό, το βαζάκι της Μερέντας που τελειώνει, ένα σπασμένο ακρυλικό νύχι και μια αναπάντητη κλήση από τη μάνα μου.
Αύριο το πρωί θα διασχίσω την Πατησίων και θα κάνω τη νικήτρια. Ναι, γιατί ξύπνησα, χτενίστηκα, παρφουμαρίστηκα, τάισα το τιγράκι, μου έφτιαξα καφέ, μου έστριψα τσιγάρα και πήρα τηλέφωνο και τη μάνα μου.
Κι εσύ που περιμένεις ακόμα απάντηση χωρίς φωνήεντα, και δεν έμαθες ούτε τα στοιχειώδη από τον αδελφό σου, θα ξέρεις ότι τα έκανα όλα αυτά και τα έκανα καλά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.