Γεννήθηκα το 1954 στην Αθήνα. Στην αρχή μέναμε στην περιοχή των Πατησίων, αλλά γρήγορα μετακομίσαμε στο Κάτω Παγκράτι, δίπλα στο Καλλιμάρμαρο. Ήταν όμορφα εκείνα τα χρόνια, αθώα και κάπως ανέμελα. Πάντοτε ήθελα να είμαι παιδί του κέντρου. Αγαπούσα πολύ (εξακολουθώ ακόμη) τα θερινά σινεμά, τα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι αλλά και τα τρόλεϊ, τα οποία προτιμούσα απ’ τα λεωφορεία. Μου άρεσαν περισσότερο διότι κατά κάποιο περίεργο τρόπο περιείχαν πάντοτε το στοιχείο της έκπληξης και του αιφνιδιασμού, π.χ. μια μέρα στη θέση του εισπράκτορα καθόταν ο αείμνηστος ηθοποιός Νίκος Σταυρίδης ή, άλλες φορές, συνεπιβάτισσά μου ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου, η οποία πήγαινε συχνά στο Παγκράτι.
• Οι γονείς μου κατάγονταν και οι δύο από την Κωνσταντινούπολη, αλλά γνωρίστηκαν στην Ελλάδα, την περίοδο της Κατοχής. Ο παππούς μου, από την πλευρά της μητέρας του, ο Πραξιτέλης, ήταν ένας κοσμοπολίτης και αυτοδημιούργητος έμπορος υφασμάτων. Μικρός δούλευε σ’ ένα φημισμένο κατάστημα στη Μεγάλη Οδό του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν αυτός που πήρε τα μέτρα, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, για το πρώτο φράγκικο κοστούμι που παρήγγειλε ο διαβόητος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αβδούλ Χαμίτ. Ο άλλος μου παππούς, ο Δημητρός, ήταν δάσκαλος ελληνικών στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και αργότερα στη Ροβέρτειο Σχολή στην Πόλη, αντιφαναριώτης, δημοτικιστής και στενός φίλος του Ψυχάρη και του Ελισσαίου Γιαννίδη.
Με ενοχλούν οι ποδοσφαιρικού τύπου μεταγραφές συγγραφέων όπως και το ότι απουσιάζει αισθητά ο συναδελφικός κώδικας τιμής. Ποιος έχει αντίρρηση ότι εκδίδεται σήμερα ένας μεγάλος όγκος βιβλίων με αποτέλεσμα να καταλαμβάνουν πολλές φορές τη θέση εξαιρετικών βιβλίων;
• Ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου, ο Γιάνης Πετσόπουλος, ίδρυσε τον «Ριζοσπάστη» το 1917. Ήταν ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ, αλλά το 1922 διεγράφη από τον Γιάννη Κορδάτο και το κόμμα ως «αλλοπρόσαλλο κράμα υπερ-κομμουνισμού, κεντρισμού και σοβινισμού». Μάλιστα, σε ένα γράμμα του προς το κόμμα ο Κορδάτος σημείωνε ότι «ο σύντροφος Πετσόπουλος δεν μπορούσε να ελέγξει τα πάθη του». Δεν σας κρύβω ότι αυτή η φράση μου άρεσε πολύ και έγινε το βασικό μότο της οικογένειας μας. Είναι ένας τίτλος τιμής που μας ακολουθεί ως και σήμερα. Ο πατέρας μου, Αντώνης, σπούδασε πολιτικός μηχανικός και ακολούθησε τον αδελφό του στη Γερμανία. Όλα τα χρόνια την περίοδο της Βαϊμάρης έζησε εκεί, ερωτεύτηκε και μια Εβραία χορεύτρια που εργαζόταν σε ένα καμπαρέ και την παντρεύτηκε. Στην αρχή ήρθαν μαζί στην Ελλάδα, αλλά στη συνέχεια εκείνη έφυγε ξανά για τη Γερμανία. Έπειτα, γύρω στο 1938-39 γύρισε πάλι στην Ελλάδα, όταν ήρθε αντιμέτωπη με τους ναζί. Τότε δεν είχαν ακόμη χωρίσει με τον πατέρα μου και την έσωζε ένας νόμος του Γκέμπελς για τους μεικτούς γάμους, που την προστάτευσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτσι, παρόλο που αργότερα ο πατέρας μου, στη διάρκεια της Κατοχής, ερωτεύτηκε τη μητέρα μου, δεν μπορούσε να την παντρευτεί επειδή δεν είχε βγει το διαζύγιο. Τελικά, επειδή ο πατέρας μου δεν ήθελε να αφήσει έκθετη την Γκέρτα, συναποφάσισαν με τη μητέρα μου, τη Φωφώ, να λαδώσουν τους υπαλλήλους στη δημαρχία. Έτσι, στη διάρκεια ενός πρωινού, εννέα με εννέα και μισή ο πατέρας μου έβγαλε διαζύγιο και στις εννιά και μισή με δέκα πάντρεψε την Γκέρτα με έναν φίλο του ‒ έδωσαν σε έναν παπά μερικές χρυσές λίρες για να τελέσει το μυστήριο. Μάρτυρες στον γάμο ήταν οι γονείς μου, δηλαδή ο απερχόμενος σύζυγος και η μέλλουσα γυναίκα του. Όλο αυτό ήταν μια ιδέα της μητέρας μου.
• Λίγο μετά, που ο Γιάνης, ο αδελφός του πατέρα μου, διαγράφηκε για δεύτερη φορά από το Κόμμα και τον Νίκο Ζαχαριάδη, γιατί διαφώνησε με τη Συνθήκη της Βάρκιζας, κάλεσαν όλη την οικογένεια για να τον αποκηρύξουμε. Ο πατέρας, αν και συντηρητικός, όρμησε προς τον αξιωματικό υπηρεσίας και, πιάνοντάς τον από τον λαιμό, του είπε: «Τι λες, ρε χαλέ, που θα μου πεις να αποκηρύξω τον αδελφό μου και δεύτερο πατέρα μου;» Η μητέρα μου, η οποία δεν εργαζόταν, μου διάβαζε από πολύ μικρή ηλικία τις ιστορίες του Τεν Τεν στα γαλλικά και ήδη στα τέσσερά μου χρόνια ήμουν δίγλωσσος. Και με τη γνώση των Γαλλικών γρήγορα πέρασα στο προχωρημένο τμήμα των Αγγλικών στο σχολείο. Η άμεση επαφή με τα βιβλία σε τρεις γλώσσες ήταν το καλύτερο πανεπιστήμιο. Ήμουν στο Κολέγιο Αθηνών και κάναμε Άμλετ στη Β’ Γυμνασίου και στην Ε’ Γυμνασίου Βασιλιά Λιρ. Εκεί άλλωστε ήταν και η πρώτη μου εκδοτική δραστηριότητα: τύπωνα το περιοδικό του σχολείου, μαθαίνοντας την τέχνη της αποτύπωσης του γραπτού λόγου και των εικόνων σε χαρτί αλλά και εκδίδοντας παράνομες προκηρύξεις στον πολύγραφο της σχολικής εφημερίδας.
• Από τους γονείς μου διατηρώ πολλές καλές αναμνήσεις. Επειδή εμένα και τον αδελφό μου οι γονείς μας μάς έκαναν σε μεγάλη ηλικία, ήταν ήδη χορτάτοι και πλήρεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας έχουν εμπιστοσύνη και να μας δίνουν απεριόριστη ελευθερία κινήσεων. Προέρχομαι από μια αστική οικογένεια, η οποία µου προσέφερε παιδεία, όμως έχασε πολύ νωρίς τα χρήµατά της, με αποτέλεσμα να χρειαστεί από μικρός να δουλέψω. Λίγοι γνωρίζουν επίσης ότι έχω βάλει τους γονείς μου σε δύο εξώφυλλα βιβλίων των εκδόσεων Άγρα. Η μητέρα μου, φωτογραφημένη από τη Nelly’s, βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου του Γιόζεφ Ροτ, Θρίαμβος της ομορφιάς - Η προτομή του αυτοκράτορα, μια κυνική ιστορία για τον έρωτα και την απιστία. Ο πατέρας μου είναι στο εξώφυλλο του αστυνομικού μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν.
• Στο σχολείο έκανα αρκετές κοπάνες. Στην εφηβεία και στα χρόνια του λυκείου, όταν δεν έμενα στο σπίτι, μου άρεσε να πηγαίνω το πρωί, οκτώ με δέκα, στο Α’ Νεκροταφείο και να διαβάζω Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Εμπειρίκο. Το νεκροταφείο ήταν ένα ασφαλές μέρος, δεν σε έπιαναν στην κοπάνα. Μετά, στις δέκα η ώρα, αν δεν είχα κανονίσει να πάμε με παρέα στη θάλασσα ή αλλού, πήγαινα σινεμά στο Ρεξ ή στο Ιντεάλ όπου έπαιζαν δύο ταινίες με ένα εισιτήριο, δηλαδή ένα τριτοκλασάτο γουέστερν ή κουνγκ φου και μετά ένα πορνό. Χρειάστηκε πολλές φορές να κάνω διάφορες δουλειές, γι’ αυτό έχω υπάρξει και γυμνό μοντέλο στην Καλών Τεχνών αλλά και σε ιδιωτικά φροντιστήρια. Έχω κάνει και τον κομπάρσο σε διάφορες ταινίες, εκ των οποίων η μία ήταν πορνό. Θυμάμαι ότι ήμουν 17 χρονών και ο δικός μου ρόλος απαιτούσε να χορεύω σε μια αθώα σκηνή που εκτυλισσόταν σε ένα πάρτι σε μια βίλα των οργίων.
• Γράφτηκα στο Οικονομικό της Νομικής επειδή χρειαζόμουν την αναβολή από τον στρατό. Ποτέ, ωστόσο, δεν με ενδιέφερε η Στατιστική, οι οικονομικές θεωρίες του Πολ Σάμιουελσον για τα λαχανάκια Βρυξελλών, ούτε και οι μαθηματικές μέθοδοι. Στην ουσία σπούδασα Θεατρολογία, στο πρώτο τμήμα που άνοιξε το 1976 από τον οργανισμό του Λαϊκού Πειραματικού Θέατρου. Είχα την τύχη να έχω περιπτώσεις φωτισμένων δασκάλων όπως ο Δημήτρης Σπάθης, η Ελένη Βαρόπουλου, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Πέτρος Μάρκαρης και άλλοι. Το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο ήταν από τα καλύτερα σχήματα που φτιάχτηκαν στη Μεταπολίτευση.
• Την περίοδο της δικτατορίας σύχναζα στο εκδοτικό βιβλιοπωλείο του Κέδρου, στη γωνία της στοάς Πανεπιστημίου - Χαριλάου Τρικούπη, ένα βιβλιοφιλικό μέρος που καθόρισε τα πρώτα μετασχολικά χρόνια, τον τρόπο σκέψης μου, τις απόψεις και τα γούστα μου στη λογοτεχνία, στην τέχνη και στην πολιτική. Τότε μεσουρανούσε στις χουντικές κυβερνήσεις ο γνωστός θεωρητικός της Γεώργιος Γεωργαλάς, χάρη στον οποίο έμαθα να «διαβάζω» με διαφορετικό τρόπο τα κείμενα. Ουσιαστικά, ό,τι αυτός κατέκρινε, έσπευδα να το αναζητήσω. Ήταν ο άνθρωπος που με έκανε αριστερό. Σε μένα, ως αναγνώστη, αναποδογύρισε η προπαγάνδα του και μου έμεινε το χούι να διαβάζω λοξά ή ανάποδα τα πράγματα. Θυμάμαι, μια μέρα ζήτησα να διαβάσω τα ταξίδια του Καζαντζάκη στη «Ρουσία» και στην Κίνα, αλλά επειδή δεν τα είχαν πρόχειρα, μου έδωσαν τον Εικοστό Αιώνα της Αξιώτη και αργότερα τους Κεκαρμένους του Κάσδαγλη. Εκεί γνώρισα τη μυθική εκδότρια Νανά Καλλιανέση αλλά και μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Βάρναλης και ο Τσίρκας. Όμως, ο πνευματικός μου πατέρας θεωρώ ότι είναι ο Φίλιππος Βλάχος των εκδόσεων Κείμενα. Για μένα υπήρξε ένα τεράστιο και πολύτιμο σχολείο το ότι βρισκόμουν στο ατελιέ των εκδόσεών του. Εκεί γνώρισα τον Κακναβάτο, τον Δάλλα, τον Γονατά, τον Γκανά και, φυσικά, μυήθηκα στην τέχνη της τυπογραφίας και στην αγάπη για την κατασκευή του βιβλίου. Εκεί συνειδητοποίησα ότι η αισθητική ενός βιβλίου είναι και θέμα πολιτικό.
• Η ιστορία των εκδόσεων Άγρα ξεκινά τον Ιούνιο του 1979, όταν κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας βιβλίο, την ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη Με μια τρελή σοδειά, με εξώφυλλο του ζωγράφου Γιώργου Χατζημιχάλη. Έκτοτε, έχουμε εκδώσει 1.630 βιβλία, καλύπτοντας μια ευρεία γκάμα σε πεζογραφία, ποίηση, δοκίμια, αστυνομικά, φωτογραφικά και καλλιτεχνικά λευκώματα, παιδικά, αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματολογία. Όλα αυτά τα χρόνια είμαστε συνυφασμένοι με συγγραφείς όπως ο Α. Εµπειρίκος, ο Καββαδίας, ο Πεντζίκης, ο Καψάλης, ο Μπουκάλας, ο Θωμάς Κοροβίνης αλλά και διεθνείς όπως ο Γιόζεφ Ροτ, η Ε. Στράουτ, ο Ζέµπαλντ, ο Ταµπούκι, ο Τάρικ Άλι, ο Ελρόι, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Τάιµπο, ο Σιµενόν και, φυσικά, ο Ίρβιν Γιάλοµ.
• Όσον προς το ποια βιβλία ξεχωρίσω από το σύνολο της δουλειάς που έχουμε κάνει στην Άγρα, προτιμώ να μιλήσω για τρεις σταθμούς: τη γιγαντιαία εργασία έκδοσης του Μεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα Εμπειρίκου, του μεγαλύτερου μυθιστορήματος της ελληνικής γλώσσας, σε στενή συνεργασία με τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη και τον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Επίσης, τη δουλειά μας πάνω στη Σοά και στην Εβραϊκή Συνθήκη που ξεκίνησε το 1997 με τον Πρίμο Λέβι και το Αν αυτό είναι ο άνθρωπος ‒ ακολούθησαν πολυάριθμες εκδόσεις Εβραίων συγγραφέων και στοχαστών. Τέλος, σημαντική θεωρώ και τη δουλειά μας για το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο στις αρχές του 1983-84 το βάλαμε ξανά στα βιβλιοπωλεία ‒ως τότε ήταν στα περίπτερα‒, δίνοντας στο είδος τα λογοτεχνικά εύσημα που του αναλογούν.
• Θεωρώ επιτυχία ότι μπορέσαμε να εκδώσουμε στην Άγρα μόνο τα βιβλία που επιθυμούσαμε. Αλλά και ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να λογοδοτήσω σε κανένα διοικητικό συμβούλιο για τις πωλήσεις. Όπως και το ότι έχουμε το δικό μας ύφος, που μας διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους. Για μένα επιτυχία είναι να μπορείς να ανακαλύψεις την αισθητική που ταιριάζει στον αναγνωστικό και λογοτεχνικό σου κόσμο. Από την εισαγωγή, το επίμετρο, τις γραμματοσειρές και τα σχόλια μέχρι την επικεφαλίδα ή την υποσημείωση, την εικονογράφηση και την επιλογή των τίτλων, όλα είναι θέμα ερμηνείας στον εκδοτικό τοπίο. Από τα χειρόγραφα μέχρι το τυπογραφείο η σύλληψη όλη υπήρχε και υπάρχει μέσα στις σκέψεις μου, από την αρχή έως το τέλος. Η προσήλωση στο πολυτονικό και η ομορφιά της τυπωμένης γλώσσας με τις δασείες και τις βαρείες της δεν είναι για μας μια ιδεοληψία και δεν έχουμε καμιά εμμονή γενίκευσης. Απλώς μας ταιριάζει για πολλούς και ποικίλους λόγους. Δεν κάνουμε μανιφέστο.
• Η εκδοτική δουλειά ένα πολύ σύνθετο πράγμα και είμαι πολύ τυχερός που βρέθηκαν στο διάβα μου εμβληματικές προσωπικότητες που με εμπιστεύθηκαν με ωραία και σημαντικά κείμενα. Ως οίκος έχουμε ζήσει απογοητεύσεις, πικρίες και δύσκολες περιόδους στην πολυετή διαδρομή μας, αλλά υπήρξαν γεγονότα-σταθμοί που είχαμε έμπνευση και καλές ιδέες που μας ξελάσπωσαν σε δύσκολες στιγμές. Όταν, για παράδειγμα, οι εκδοτικοί οίκοι αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ήμασταν πρωτοπόροι και διοργανώσαμε τα θερινά μπαζάρ με εκπτώσεις στα βιβλία που ξεκινούσαν από 50% αλλά και ειδικές προσφορές, πολλά δώρα σε αφίσες, σελιδοδείκτες και φυλλάδια. Κάπως έτσι, η κρίση ήταν και μια αφορμή για να ανακαλύψουμε μικρές ή μεγάλες χρηστικές λύσεις.
• Στις μέρες μας έχει αλλάξει κατά πολύ η ταχύτητα κυκλοφορίας βιβλίων. Δυστυχώς, στο σινάφι μας επικρατεί ένας ακατανόητος ανταγωνισμός που δεν τον συναντούσες παλιότερα. Δίνουν έναν περιθώριο τριών μηνών ως χρόνο δοκιμασίας των βιβλίων λες και μιλάμε για γιαούρτια τα οποία έχουν ημερομηνία λήξης. Επιπλέον, με ενοχλούν οι ποδοσφαιρικού τύπου μεταγραφές συγγραφέων όπως και το ότι απουσιάζει αισθητά ο συναδελφικός κώδικας τιμής. Ποιος έχει αντίρρηση ότι εκδίδεται σήμερα ένας μεγάλος όγκος βιβλίων με αποτέλεσμα να καταλαμβάνουν πολλές φορές τη θέση εξαιρετικών βιβλίων;
• Είναι αλήθεια ότι στη χώρα μας γράφουμε περισσότερο και λιγότερο διαβάζουμε. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, διότι όλοι έχουν ευαισθησίες που θέλουν να εκφράσουν. Το ζήτημα δεν είναι πόσο διαβάζουμε αλλά τι διαβάζουμε και πώς τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας. Κάποτε στις παραλίες της Αστυπάλαιας οι μισοί κρατούσαν βιβλία της Άγρας, σήμερα στην καλύτερη να βρεις δυο-τρεις. Δεν λέω ότι δεν σημειώνουμε κι εμείς σημαντικές εκδοτικές επιτυχίες, αλλά συνήθως, στη λίστα των ευπώλητων, υπερτερούν οι λογοτεχνικές εκδόσεις που γίνονται με εμπορικά κριτήρια. Όμως, αυτό είναι ένα παιχνίδι αριθμών κι εγώ αρνούμαι να υποκύψω σε αυτό. Αξίζει να επισημάνουμε ότι όταν οργανώνουμε τα μπαζάρ μας παρατηρώ και κατασκοπεύω τις αναγνωστικές επιλογές των ανθρώπων που έρχονται, ειδικά των νέων, και συνειδητοποιώ ότι πουλάμε περισσότερο τα βιβλία που μας έχουν επιστρέψει τα βιβλιοπωλεία ως μη ευπώλητα. Επιπλέον, είμαι πολύ επιφυλακτικός ως προς την τάση που αναπτύσσεται τελευταία μέσα από τις βιβλιοφιλικές κοινότητες στα social media. Δεν θεωρώ ότι είναι ένας χαλαρός και διαδραστικός τρόπος για να μιλήσεις για τα συναισθήματα που σου προκαλεί ένα βιβλίο, συχνά πρόκειται για μονοδιάστατους διαλόγους εντυπώσεων.
• Ευτύχησα στη ζωή μου να δημιουργήσω ισχυρές φιλίες με πολλούς από τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που εκδίδουμε και να μου έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη πολλές στιγμές. Για παράδειγμα, το ταξίδι μου το 2011 στη νότια Γαλλία στο εξοχικό του Ίρβιν Γιάλομ. Το πρωί παίξαμε πινγκ - πονγκ και τον κέρδισα. Το ίδιο βράδυ ήρθε με σκεπτικό ύφος να μου προτείνει να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι, όπου με ξεπέταξε σε λίγα δευτερόλεπτα, αφού οι γνώσεις του ήταν σε επίπεδα πρωταθλητισμού. Αυτό, όμως, σκιαγραφούσε την οικειότητα που είχαμε αναπτύξει αλλά και το ανταγωνιστικό του πνεύμα. Από τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II θυμάμαι καταρχάς ότι έχω «συνάψει» το καλύτερο συμβόλαιο μαζί του, όταν πίνοντας αυτός μια κόκα κόλα κι εγώ μια μπίρα σε ξενοδοχείο της Αθήνας μού πρότεινε να αναλάβω όλα τα μυθοπλαστικά του έργα στην Ελλάδα με αντίτιμο ένα ευρώ. Επίσης, ήθελε πάντα να του δίνουμε όλα τα χρήματα σε μετρητά και όχι να κάνουμε κατάθεση στην τράπεζα. Μια φορά, μάλιστα, που είχε έρθει στην Ελλάδα του δώσαμε ένα σεβαστό ποσό. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όταν τα πήρε, τα τύλιξε με λαστιχάκι και τα έκανε μασούρι. Στο εσωτερικό του δερμάτινου μπουφάν είχε διάφορα παρόμοια ποσά που είχε λάβει από τους εκδοτικούς οίκους άλλων χωρών. Δεν εμπιστευόταν τις μεξικάνικες τράπεζες. Είναι σαν να βγαίνει από τον κόσμο των βιβλίων του.
• Ξεχωριστό κεφάλαιο της ζωής μου ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος, πριν ακόμη τον εκδώσω. Στην ηλικία των 18 ετών βρέθηκα στο σπίτι του, λόγω μιας εργασίας που είχα γράψει στο περιοδικό του σχολείου για τον σουρεαλισμό στον κινηματογράφο. Ξεπροβοδίζοντάς με, σφίγγοντας επί ώρα το χέρι μου, όπως το συνήθιζε –αφιερωνόταν ολόκληρος για 3-4 λεπτά με συγκίνηση στην πράξη του χαιρετισμού–, μου πρόσφερε τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία στην πρώτη έκδοση του Δίφρου, του 1960. Έγραψε στην αφιέρωση «Στον κύριο Σ.Π.» και ήμουν μόλις 18. Αργότερα, μόλις έγινα εκδότης, το 1980, η χήρα του, Βιβίκα, και ο γιος του, Λεωνίδας, εμπιστεύτηκαν στη νεοσύστατη Άγρα τα Γραπτά, την Υψικάμινο και την Ενδοχώρα. Ένα Σάββατο μεσημέρι παρέλαβα από τον βιβλιοδέτη τα πρώτα αντίτυπα των Γραπτών. Το βιβλίο που μου είχε αλλάξει τη ζωή είχε περάσει από τα χέρια μου, είχα την ευθύνη του και του είχαμε δώσει με τους συνεργάτες μου εκδοτική μορφή.
• Δεν πρόκειται, φυσικά, να ξεχάσω ποτέ και μία από τις αλησμόνητες βραδιές της ζωής μου σχετική με τον υπερρεαλιστή ποιητή. Ήταν το 1975 όταν πήγαμε στο σπίτι του στη Νεοφύτου Βάμβα, στο Κολωνάκι, μαζί με τον Γιώργο Χατζημιχάλη, τον Κυριάκο Κατζουράκη και τη Χρύσα Βουδούρογλου, και τον παρακαλέσαμε να μας διαβάσει. Η σύζυγός του μας είχε πει ότι επειδή ήταν κουρασμένος θα μας διάβαζε μόνο για μία ώρα. Άλλωστε είχε αρρωστήσει ήδη από καρκίνο του πνεύμονα. Μας διάβασε αδιαλείπτως ως τις έξι το πρωί, από τις εννιά το βράδυ. Ο ίδιος βρισκόταν σε μια ασύγκριτη υπερδιέγερση. Έπεφταν τα μαλλιά του στα μάτια του, του έφευγαν τα γυαλιά του κι εκείνος, με ακόρεστο ενδιαφέρον, μας ρωτούσε λεπτομέρειες για την καθημερινότητά μας. Επειδή ήταν απομονωμένος στο σπίτι εξαιτίας της ασθένειας και της κατάθλιψης, αγωνιούσε να μάθει τι συνέβαινε στον κόσμο των νέων, ποιες ήταν οι προσδοκίες αλλά και ποιες σκέψεις μας απασχολούσαν. Όταν έφυγα, είχε ξημερώσει ήδη. Άργησα πολύ να επιστρέψω στο σπίτι μου επειδή ήμουν σε τρομερή υπερένταση.
Αναρωτιόμαστε συχνά αν διαβάζουν οι Έλληνες ή όχι. Αναλογιστείτε πόσο χρόνο αφιερώνουν οι συμπολίτες μας διαβάζοντας ατελείωτες αναρτήσεις – αμέτρητες ώρες. Ξοδεύουν πολύτιμο χρόνο για να δουν τι έγραψε ο ένας ή ο άλλος, να σχολιάσουν και να απαντήσουν, λέγοντας την άποψή τους επί παντός επιστητού.
• Παραμένω ενεργός και σκεπτόμενος πολίτης, χωρίς να είμαι ενταγμένος σε κάποιο κόμμα. Πάντοτε επιλέγω να εκφράζω τις πολιτικές μου θέσεις με έναν αντισυμβατικό και λοξό τρόπο. Για παράδειγμα, όταν η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, το διάστημα 2012-2013, έκοβε το ρεύμα σε χιλιάδες νοικοκυριά για απλήρωτα χρέη στην εφορία και πέθαναν άνθρωποι που χρειάζονταν μηχανική υποστήριξη, παιδιά έκαναν τα μαθήματά τους με κεριά και οι άστεγοι γέμιζαν τους δρόμους της Αθήνας, επέλεξα να μην κυκλοφορήσω άλλο ένα βιβλίο για την κρίση αλλά να εκδώσω ένα αιρετικό κείμενο της Αναγέννησης, τον Λόγο περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου του Πίκο ντέλλα Μιράντολα. Αυτό ήταν το δικό μας κοινωνικό σχόλιο.
• Στη χώρα μας σήμερα κινδυνεύουμε να μείνουμε χωρίς αξιωματική αντιπολίτευση. Σαν να έχουμε τον διπρόσωπο Ιανό, από τη μία η κυβέρνηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και από την άλλη ο Στέφανος Κασσελάκης. Είναι βαθιά τραυματικό για την ελληνική κοινωνία και τη δημοκρατία μας. Φοβάμαι πολύ την αποπολιτικοποίηση που αρχίζει να κυριαρχεί κι αυτή η τάση είχε ως αφετηρία τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, όταν ο Τσίπρας ροκάνιzε τη σκέψη μιας ολόκληρης ιστορικής αριστερής ιδεολογίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη μια βλέπουμε την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να φιλοξενεί στους κόλπους της μερικούς ακροδεξιούς και από την άλλη μια δήθεν αριστερά, η οποία επιθυμεί να έρθει πάλι στην εξουσία με διάττοντες αστέρες. Ο Στέφανος Κασσελάκης ήρθε και απέκτησε «μπιρ παρά» ένα κόμμα σε βαθιά κρίση, με όρους επιχειρηματικούς, χωρίς καν να ανήκει σε αυτό. Η φτιασιδωμένη και καλογυμνασμένη εικόνα του δεν συμβαδίζει όμως με ιερούς τόπους όπως η Μακρόνησος. Κάποια μέρη δεν τα αγγίζεις και δεν τα μετατρέπεις όλα σε lifestyle σκηνικά για λόγους κομματικού συμφέροντος. Η πολιτική δεν είναι σκυλάκια, σορτσάκια, μπλουζάκια, Ιnstagram και lifestyle.
• Πάντως, γενικά στην κοινωνία μας κινούμαστε με όρους lifestyle. Αναρωτιόμαστε συχνά αν διαβάζουν οι Έλληνες ή όχι. Αναλογιστείτε πόσο χρόνο αφιερώνουν οι συμπολίτες μας διαβάζοντας ατελείωτες αναρτήσεις ‒ αμέτρητες ώρες. Ξοδεύουν πολύτιμο χρόνο για να δουν τι έγραψε ο ένας ή ο άλλος, να σχολιάσουν και να απαντήσουν, λέγοντας την άποψή τους επί παντός επιστητού. Μοναδικός στόχος το σχόλιό τους να παράγει δεκάδες «μετασχόλια» από άλλους χρήστες. Δεν είναι πάντοτε αρνητικό αυτό, αλλά μην γκρινιάζουμε ότι δεν έχουμε χρόνο για ανάγνωση βιβλίων. Επίσης, είναι εντυπωσιακό το ότι στο διαδίκτυο κυριαρχεί ένας χαφιεδισμός. Νιώθω ότι στα social media οι χιλιάδες χρήστες κρύβουν μέσα τους έναν μικρό χαφιέ που σπεύδει να καταγγέλλει ασύστολα όλους τους άλλους. Εκδικητικότητα, κακία και ατελείωτος φθόνος στον μικρόκοσμο του ίντερνετ όπου διαδραματίζεται ένας δημόσιος διάλογος, δέσμιος και άκρως επηρεασμένος από έναν αντιπαθητικό αλγόριθμο.
• Στη ζωή μου στάθηκα πολλές φορές τυχερός, αλλά με σημάδεψαν και κακοτυχίες, που ήταν βέβαια χρήσιμες γιατί με έμαθαν να ξεπερνώ με χιούμορ και χαμόγελο κάθε αντιξοότητα. Τύχη και ατυχία, λοιπόν, συμπλέκονται συνεχώς στη διάρκεια του βίου μου. Αναπολώ χαριτωμένα περιστατικά, όπως όταν μια φορά πρόλαβα στο πάρα πέντε μια πτήση από τη Γαλλία εξαιτίας μιας αεροπειρατείας που είχε συμβεί τον προηγούμενο μήνα και έπρεπε να προβούν σε εξονυχιστικό έλεγχο 75 Άραβες με κελεμπίες που συνταξίδευαν μαζί μου. Ή όταν στη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων, επειδή ήμουν κακός μαθητής στα θετικά μαθήματα, ένας καθηγητής μού είχε βάλει χαμηλό βαθμό και αυτός είχε ως συνέπεια να κινδυνεύω να μείνω μετεξεταστέος, να μην μπω στο πανεπιστήμιο. Αυτός, όμως, ήταν και συχνός επισκέπτης του Διαστημικού Κέντρου Kennedy της NASA. Τελικά, πέρασα στο πανεπιστήμιο επειδή εκείνη τη χρονιά τον κάλεσαν εκτάκτως να πάει στο Cape Canaveral κι εμένα τελικά με πέρασαν οι υπόλοιποι καθηγητές. Είχα και ατυχίες, όμως, εξαιτίας διάφορων θεμάτων υγείας. Στην ηλικία του ενάμιση έτους ανέπτυξα έναν σπάνιο καρκίνο στο μάτι. Δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο σε τίποτα αυτό το δυσάρεστο γεγονός, ίσως γιατί συνέβη σε μικρή ηλικία, που δεν καταλάβαινα και πολλά. Προχώρησα χωρίς ποτέ να το θεωρήσω μια κάποια μορφή αναπηρίας.
• Στην Αθήνα μού αρέσει πάντα να φεύγω και να επιστρέφω. Αγαπώ τα Εξάρχεια, το Παγκράτι, την Κυψέλη, τις μικρές γειτονιές αλλά και το ότι μπορεί να καλύπτει όλα τα γούστα. Ταυτόχρονα, είναι μια νευρική πόλη, η οποία έχει ένταση αλλά και χαρακτήρα. Θα λέγαμε ότι είναι η πόλη των αντιθέσεων. Την ίδια στιγμή, είναι εκνευριστική αυτή η συνεχής ακαταστασία με άχρηστα έργα και εργασίες. Έχουμε ένα ταλέντο στα άχρηστα έργα όπως ο Μεγάλος Περίπατος. Ευτυχώς, η πόλη είναι περισσότερο καθαρή συγκριτικά με το παρελθόν.
• Έχω δημιουργήσει μια οικογένεια με τη Γαλλίδα γυναίκα μου και το παιδί μας, το οποίο γεννήθηκε κορίτσι, είναι πλέον αγόρι. Είμαστε πανευτυχείς επειδή ολοκλήρωσε τη φυλομετάβαση και νιώθει καλύτερα από ποτέ με το σώμα του. Όταν ο γιος μας μας το ανακοίνωσε, εμείς το αποδεχθήκαμε αμέσως και σταθήκαμε δίπλα του στη φάση της μετάβασης. Σε μεγάλο βαθμό η κοινωνία μας σε τέτοια θέματα έχει προοδεύσει και αυτό είναι θετικό. Βέβαια, στην Ελλάδα, χρειάστηκε κι εγώ να συμμετάσχω στα coming out του γιου μου, είτε στη γειτονιά, είτε στη δουλειά, είτε στην Αστυπάλαια, τόπο των καλοκαιρινών μας διακοπών. Όλοι παντού τον αποδέχθηκαν με αξιοζήλευτη θέρμη και αγάπη. Πέρσι πήγα στο νησί για να προετοιμάσω τον τοπικό πληθυσμό, διότι θα έβλεπαν ξαφνικά το παιδί μου ως αγόρι και θα δημιουργούνταν εκατέρωθεν αμηχανία. Όλοι οι ντόπιοι, από την ταξιτζού, το ζευγάρι ιδιοκτητών του σούπερ-μάρκετ, τον μπακάλη ή τον ταβερνιάρη, όλοι όσοι τον ήξεραν από τους Αστυπαλίτες, με ρωτούσαν με πραγματικό νοιάξιμο: «Είναι καλά το παιδί; Είναι χαρούμενο το παιδί;». Όταν τους απαντούσα θετικά, με χτυπούσαν φιλικά στον ώμο και εύχονταν: «Ο Θεός να το ’χει καλά». Αντιθέτως, από τη διεθνή και αθηναϊκή κοινωνία του νησιού που κάνει κατά καιρούς εκεί διακοπές άκουγα φράσεις όπως: «Μήπως παρασύρθηκε; Μήπως βιάστηκε; Μήπως είναι ανώριμος;». Βέβαια, το παιχνίδι το κέρδισε και το κερδίζει πρωτίστως ο ίδιος με τη νέα του χάρη και το μπρίο του.
• Ευτυχία για μένα είναι η υγεία, η οικογένειά μου, οι γερές φιλίες αλλά και η δουλειά μου. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι η εμφάνιση της ανικανότητας του μυαλού και μια παρατεταμένη ακινησία όπου θα σε κρατούν ζωντανό όλοι οι άλλοι με το ζόρι. Δεν με τρομάζει το βιολογικό τέλος. Έχω συμβιβαστεί με τον θάνατο. Η ζωή με έχει διδάξει ότι κάθε κακή συγκυρία την ξεπερνάς με το πείσμα και το χιούμορ. Αυτά είναι οι κινητήριες δυνάμεις για να υπερβαίνεις κάθε εμπόδιο και δυσκολία, να έχεις θέληση και βούληση για δράση ώστε να συνεχίζεις, να παραμένεις αισιόδοξος.
• Μετά από πολλά χρόνια θα ήθελα να με θυμούνται ως τον εκδότη της Άγρας που εξέδωσε κάποια βιβλία που οι αναγνώστες τα θυμούνται και ανατρέχουν σε αυτά, όπως κάποτε λέγαμε για τα βιβλία του Στ. Τσίρκα και τα αναζητούσαμε στον Κέδρο. Άλλωστε, πολλά βιβλία, είτε με τη γραφή και το ύφος τους, είτε με τον κόσμο που κατασκευάζουν, είτε και με μια φράση τους, έχουν την ικανότητα να σε κάνουν άλλο άνθρωπο, έστω και για λίγο. Αυτό προσπαθώ να διατηρήσω ζωντανό στη δουλειά που επέλεξα ως προσωρινή, αλλά ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε να κρατήσει περισσότερο από σαράντα χρόνια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.