To παρακάτω σημείωμα, που δημοσιεύει σε αποκλειστικότητα ολόκληρο το LIFO.gr, διαβάστηκε από την καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου για το πρόγραμμα 2018-2019.
Συγγραφέας του ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος και η αφορμή είναι η «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου που συμπληρώνει φέτος 20 χρόνια σκηνικής ενσάρκωσης από τον Βασίλη Παπαβασιλείου και επιστρέφει, στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν στην οδό Φρυνίχου, παραμένοντας πάντα ένας φόρος κατάφασης στη δύναμη της ποίησης, του θεάτρου και της ζωής.
Η παράσταση γεννήθηκε το 1999 στην Πνύκα για τη θεατρική βραδιά «Ο κύριος Γιάννης Ρίτσος» του Φεστιβάλ Αθηνών και στα είκοσι χρόνια της καταμετρά εκατοντάδες παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ωστόσο οι αναφορές του κ. Πετσόπουλου αφορούν όχι μόνο τη συγκεκριμένη παράσταση και τη συνεισφορά του Βασίλη Παπαβασιλείου αλλά τη θεατρική τέχνη συνολικότερα, συνιστώντας μια σημαντική παρέμβαση στον διάλογο για την τέχνη στην Ελλάδα σήμερα.
– Τίνα Μανδηλαρά
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου και η «Ελένη» του Ρίτσου
Θαυμάζω και αγαπώ τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Και στις θεατρικές παραστάσεις του και εκτός αυτών, όπου το θέατρο μαζί του συνεχίζει.
Η εκφορά του λόγου του είναι μάθημα ελληνικών. Είναι αντινατουραλιστής, δεν κάνει αυτή την καταραμένη ηθογραφία στο παίξιμο που έχει ενσκήψει ραγδαία στο ελληνικό θέατρο ως φάντασμα από το παρελθόν. Γιατί στους Έλληνες ηθοποιούς συχνά πλέον είναι σαν να μην είχε υπάρξει ο Μπέκετ, ή ο Χάινερ Μύλλερ που έσπαγε, διέλυε τη σύνταξη και μάλιστα υποδείκνυε στον ηθοποιό του να πάει κόντρα στην ίδια του τη φράση, ή ο πιο σύγχρονος Βαλέρ Νοβαρινά που κι αυτός παίζει με τη σύνταξη και τον οποίο έχει μεταφράσει και ερμηνεύσει ιδιοφυώς ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Σήμερα, πολλοί νέοι ηθοποιοί προσπαθούν να εκφέρουν «φυσικά» το σπασμένο νόημα.
Στέκεται απροσδόκητα σε κάθε φράση, είτε δραματική είτε κωμική, αλλά κι επίσης καταφέρνει να συνυπάρχουν ταυτόχρονα και το κωμικό και το δραματικό. Κατέχει την τέχνη της σιωπής. Κάποιες σιωπές του ακούγονται εκκωφαντικά στο θέατρό του.
Στέκεται απροσδόκητα σε κάθε φράση, είτε δραματική είτε κωμική, αλλά κι επίσης καταφέρνει να συνυπάρχουν ταυτόχρονα και το κωμικό και το δραματικό. Κατέχει την τέχνη της σιωπής. Κάποιες σιωπές του ακούγονται εκκωφαντικά στο θέατρό του.
Είναι εξαιρετικός κωμικός, νιώθεις ότι πραγματώνει μια οδηγία του Τσάρλι Τσάπλιν προς ηθοποιούς: «Αν αυτό που κάνεις είναι αστείο, δεν χρειάζεται να παριστάνεις τον αστείο όταν το παίζεις». Στις τελευταίες παραστάσεις του με τους δικούς του σπαρταριστούς μονολόγους ή ψευδοδιαλόγους χρησιμοποιεί πολύ ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της επιθεώρησης και κοιτάει το κοινό στα μάτια για να μετρήσει πώς θα κάτσει στην αίθουσα το αστείο του ή η παραδοξολογία του. Κι ανάλογα αυτοσχεδιάζει με την παλιά παράδοση του Γκολντόνι αλλά και των Ελλήνων κωμικών της επιθεώρησης του '50 και του '60.
Δεν του χρειάζεται να παραστήσει τον γέρο, όπως έκανε ο Μινωτής, που όντας γέρος στη ζωή μιμούνταν καμποτίνικα τον γέρο στη σκηνή, ή να μιμηθεί και να παραστήσει άλλες καταστάσεις. Όλα αυτά ορίζονται από τη θεατρική στιγμή, το σώμα του, το λόγο του, δεν υπάρχει η ανάγκη της μίμησης για κάτι άλλο. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου μπορεί να γεμίσει μόνος του τη σκηνή, όπου χρησιμοποιεί ένα ελάχιστο σκηνικό, για αισθητικούς λόγους αλλά και λόγους ανάγκης, δηλαδή πενίας της εποχής μας. Κάνει ένα φτωχό θέατρο που ο πλούτος του παράγεται από τη σκηνική του παρουσία. Τελευταία βλέπουμε σε μεγαλοπρεπείς παραστάσεις που οργανώνουν ιδρύματα σε τεράστιες σκηνές, πολυμελείς θιάσους να είναι αμήχανοι και να μην ξέρουν πώς να διαχειριστούν το μεγάλο κενό της τεράστιας σκηνής που επέλεξαν και κάθε τόσο να τρέχουν όλοι μαζί δεξιά, μετά όλοι μαζί αριστερά ή διαγωνίως. Ο Παπαβασιλείου δεν έχει ανάγκη από τέτοια. Γεμίζει το χώρο με την παρουσία του, όπως λίγοι μεγάλοι ηθοποιοί μπορούν.
***
Με την Ελένη του Ρίτσου, έδειξε αυτό που λεν οι Γάλλοι : il a de la suite dans les idées – υπάρχει συνέχεια (ή συνέπεια) στις ιδέες του. Είδα την παράσταση πριν 20 χρόνια περίπου σ' ένα κλειστό θέατρο στις παρυφές της Θεσσαλονίκης και σύντομα μετά στο ανοιχτό θέατρο Παπάγου. Και πέρυσι την ξαναείδα δύο φορές στο Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου.
Ο Παπαβασιλείου επιμένει στις αγάπες του και τις εμμονές του, δεν πιάνει κι αφήνει αμέσως μετά τα πράγματα: Γκολντόνι, Μολιέρος, Σαίξπηρ, Τσέχοφ, Μπέκετ, πολιτικές κωμωδίες του Χουρμούζη και του Ραγκαβή του 19ου αιώνα. Είναι σαν ράγες που διασχίζουν το μυαλό του. Η Ελένη είναι ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιόθεμα αφηγηματικά ποιήματα του Ρίτσου, που περιλαμβάνεται στην Τέταρτη διάσταση, τον ωραιότερο ίσως τόμο των Απάντων του. Είναι απροσδόκητα μοντέρνο κείμενο.
Στην παλαιά παράσταση δανειζόταν εμφανώς στοιχεία από τη Ουίννυ στις Ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ. Στην τωρινή παράσταση έφυγε από αυτό. Ούτε τότε, ούτε τώρα, δεν του χρειάστηκε σε καμία στιγμή να κάνει την τραβεστί για να υποδυθεί τη γυναίκα. Κάποια ελάχιστα μακιγιάζ στην πρώτη παράσταση. Όπως είπαμε ορίζει αυτός με την παρουσία του και το παίξιμό του –χωρίς τη μίμηση– το φύλο, την ηλικία, το σοβαρό και το κωμικό.
Η εκφορά του ποιητικού λόγου του Ρίτσου είναι μάθημα. Πουθενά δεν ποιητικίζει, δεν «ερμηνεύει» το στίχο ευαίσθητα και συναισθηματικά όπως κάνουν συχνά οι ηθοποιοί. Συμπυκνωμένα όλα σε μια ώρα περίπου, μ' έναν λόγο απαστράπτοντα και μια συγκλονιστική λιτότητα των απόλυτα ελεγμένων μέτρων έκφρασης, διασχίζοντας τις δεκαετίες ξαναέδωσε μια αριστουργηματική παράσταση, μια από τις δύο-τρεις καλύτερες της χρονιάς.
Σταύρος Πετσόπουλος, εκδότης
Αθήνα, 14/9/2018