Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΛΕΝΕ, δεν αρχίζει από την επίθεση της Χαμάς και τις δολοφονίες που διέπραξαν οι τρομοκράτες. Να δούμε το πλαίσιο, το πλέγμα των ευθυνών, τις πολιτικές των ισραηλινών κυβερνήσεων κ.λπ. Η συζήτηση αυτή είναι μεγάλη και κρατά χρόνια: για το παρελθόν και τη διαμόρφωση της αραβο-ισραηλινής διαμάχης, τα παλαιστινιακά εδάφη, τις μορφές βίας και εξέγερσης που συχνά πήραν μορφή τρομοκρατικής δράσης.
Όμως, με μια έννοια, η Ιστορία πάντα συμπυκνώνεται και ζητά τη στάση μας και στο παρόν. Κάθε φορά που γίνεται το κακό, ξαναρχίζει η Ιστορία και μας εγκαλεί: στο πώς ονοματίζουμε το αποτρόπαιο ως αποτρόπαιο. Πώς περιγράφουμε αυτό που συνέβη με τους νέους μιας συναυλίας ρέιβ στην έρημο Νεγκέβ κι αυτό που συνέβη στα Κιμπούτς με τα μωρά, τις γυναίκες, τους γέρους. Και ως προς αυτό έχει εκτεθεί πλέον ανεπανόρθωτα η ιστορικο-γεωστρατηγική υπεκφυγή, ο μονόπαντος αντισιωνισμός και η παλιάς κοπής προσέγγιση στο παλαιστινιακό ζήτημα, λες και βρισκόμαστε σαράντα χρόνια πίσω.
Τώρα, στη γαλλική αριστερά, ο συνασπισμός υπό τον Ζαν-Λικ Μελανσόν, το γνωστό Nupes, κοντεύει να διαλυθεί από τη στάση της «Ανυπότακτης Γαλλίας» απέναντι στη Χαμάς και στην ειδεχθή τρομοκρατία της.
Το βασικό είναι το συναισθηματικό, πολιτικό και παιδαγωγικό μάθημα: δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για έμμεση δικαιολόγηση ή χλωμά λόγια απέναντι σε ολοκληρωτικές, τζιχαντιστικού τύπου, «δράσεις», απέναντι σε ισλαμοφασιστικές πρακτικές και οράματα αφανισμού μιας χώρας.
Εδώ, με μεγάλη λύπη, διαβάζει κανείς τις φωνές της πολιτικής αριστεράς (και κυρίως του μη κασελακικού ΣΥΡΙΖΑ) να διαμαρτύρονται γιατί, λέει, μια κομματική ανακοίνωση αρχίζει από την απερίφραστη καταδίκη της σφαγής.
Και όμως: από αυτό θα έπρεπε να αρχίζουν όλες οι ανακοινώσεις και τα κείμενα θέσης των κομμάτων, προοδευτικών ή όχι. Με λέξεις ισχυρές, όσο γίνεται δυνατές απέναντι στους αποκεφαλιστές. Και έπειτα, ας επικεντρωθεί η κριτική σε αυτό που είπε και η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών ή το σοβαρό στέλεχος της γαλλικής ριζοσπαστικής αριστεράς Φρανσουά Ρουφέν και πολλοί σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη: να μη γίνει η δίκαιη απάντηση στη βαρβαρότητα της Χαμάς ολικό μπλοκάρισμα ενός ολόκληρου πληθυσμού.
Το βασικό είναι το συναισθηματικό, πολιτικό και παιδαγωγικό μάθημα: δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για έμμεση δικαιολόγηση ή χλωμά λόγια απέναντι σε ολοκληρωτικές, τζιχαντιστικού τύπου, «δράσεις», απέναντι σε ισλαμοφασιστικές πρακτικές και οράματα αφανισμού μιας χώρας. Γιατί αυτό ήταν και είναι η Χαμάς: απόρριψη του κράτους του Ισραήλ ως τέτοιου, όχι οργάνωση διεκδίκησης χώρων ελευθερίας και πολιτικής αξιοπρέπειας για τους Παλαιστίνιους.
Με μια έννοια, έχουμε πρακτικές Πολ Ποτ και Ισλαμικού Κράτους. Και αυτό είναι σκληρό και αδιαπέραστο σύνορο, δεν είναι κάτι που δεν μπορεί να χωνευτεί πίσω από ρητορικές και αναλύσεις που θυμίζουν την εποχή του Ζορζ Χαμπάς και του «Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης», τις εποχές των αντι-ιμπεριαλισμών του '70.
Το θέμα δεν είναι απλό, ούτε μεμονωμένο. Υπάρχει ένα κενό που δεν γεμίζει με τίποτα: χώρες και δυνάμεις που εκφράζουν την πολιτική και πολιτισμική αντίδραση και τον ολοκληρωτισμό πάνε να εκπροσωπήσουν τάχα τη δικαιοσύνη κατά των δεινών της Δύσης ή των αμαρτημάτων του κράτους του Ισραήλ.
Οι χρηματοδότες και καθοδηγητές της Χαμάς από τη Συρία, την Τεχεράνη και αλλού δεν έχουν καμιά αυθεντική αγωνία για την τύχη των παλαιστινιακών πληθυσμών. Όπως λέει ο έξοχος Ραφαέλ Γκλικσμάν, αυτός θα έπρεπε να είναι ο κύριος στόχος παράλληλα με την καταπολέμηση των τρομοκρατών: η ανάδειξη των επιχειρηματικών και κρατικών δικτύων που στηρίζουν τη Χαμάς και την «κατασκευάζουν» ως ψευδο-απελευθερωτική οργάνωση.
Ας σταθούμε όμως στο πώς πλησιάζουμε αυτό το κακό. Στο πώς μιλάμε για αυτές τις πράξεις θηριωδίας. Στο κάτω-κάτω, τα συναισθήματά μας και η πολιτική γλώσσα δεν είναι το ίδιο πράγμα. Κανένας δεν μπορεί να μη στέκει συγκλονισμένος απέναντι σε νέους που χόρευαν και βρήκαν το μαχαίρι του δήμιου. Στους βιασμούς και στη σφαγή. Όλα αυτά δεν αποτελούν μέρος καμιάς απάντησης και φυσικά βρίσκονται πέρα από την επικράτεια του «αγώνα».
Εκείνα τα πρόσωπα και οι πολιτικές δυνάμεις που κάνουν ορατή και διακριτή τη δέσμευσή τους κατά του ισλαμικού αντιεβραϊσμού, της τρομοκρατικής απανθρωπιάς και όλων των εκδοχών τους, μπορούν να μιλήσουν και για τις ισραηλινές μορφές ακροδεξιάς. Εκείνοι που σπεύδουν να ελαχιστοποιήσουν, να τυλίξουν σε σεντόνια ανάλυσης ή να εξωραΐσουν ως αντι-βία τους δολοφόνους, ανήκουν σε άλλη οικογένεια. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να μοιραζόμαστε πολιτικά συναισθήματα με ανθρώπους που περιμένουν κρυπτόμενοι την εισβολή των Ισραηλινών στη Γάζα για να εκφράσουν την οργή τους.