Ζούμε, πεθαίνουμε κι αυτό είναι όλο. Δεν συμφωνείς;
Περίεργη στιγμή η Παρασκευή το απόγευμα. Όλα ζητούν τα ρέστα τους. Η Μερόπη όμως δε βιάζεται. Ετοιμάζει τα ποντκαστ του Σαββατοκύριακου, ήσυχη κι όμορφη ― τόσο όμορφη όσο πριν 30 χρόνια, που διάβηκε το (διάπλατο ούτως ή άλλως) κατώφλι του «01».
Δεν ήταν πάντα έτσι (ήσυχη). Υπήρξε θυελλώδης. Και δεν κώλωνε ποτέ. Οι φωτογραφίες στο header της ανάρτησης είναι από ένα «εντιτόριαλ» σε μια παραλία, για το 01. Είχα (και έχω) κόλλημα με μια ταινία του Μαυρομμάτη, το «Σκιές στην Άμμο», και παρακάλεσα τον Στάβερη να κάνουν κάτι σχετικό― αλλά από την ανάποδη.
Ήταν καλή ταινία οι Σκιές; Όχι και για χόρταση. Αλλά είχε γυριστεί στη Νάξο το 1969 κι είχε πολλούς άντρες να παλεύουν στην άμμο υπό το φεγγαρόφως ― το σώμα τους όχι τουμπανιασμένο από την αγωνία του ίνσταγκραμ· κάποια στιγμή φαινόταν το άσπρο, φανελένιο εσώρουχο της Καίτης Χωματά (το κορίτσι του αρχαιοκαπήλου)· είχε καλαμένιες παράγκες που τότε ήταν καραμπινάτα τοπόσημα αμαρτίας· είχε ρομαντικά τραγούδια του Σπανού πριν ακόμη η θύελλα και η ορμή του συναισθήματος ενοχοποιηθούν ως ξενιστές της πλήξης· ο ωραίος αρχαιοκάπηλος φορούσε ένα μενταγιόν από δόντι κάβουρα παραγεμισμένο με ασήμι όπως τα σέξι τσόλια της εποχής... Το queerness τότε το ψάχναμε σε τέτοια πράγματα, ήταν δειλή εποχή, πολύ πιο υποκριτική από τώρα, και το ίντερνετ δεν είχε φέρει σε επαφή μεταξύ τους τις εκλεκτικές συγγένειες- επρεπε να φτάσουμε από καρόδρομους και παρακάμψεις στην πηγή της φαντασίας μας.
Έχει πολλή πλάκα να διαλύεις τα παιχνίδια σου για να 'βρεις μέσα τους τις ληγμένες μπαταρίες. Δημοσιεύσαμε τις επιθετικά αντιγκλάμορους φωτογραφίες ―το λάστιχο της περούκας φάτσα κάρτα και η Μερόπη ξάπλωνε στην άμμο με «νεκρική ακαμψία». Χαζές στυλίστριες που κορδακίζονταν στα περιοδικά του lifestyle φτιάχνοντας εικόνες ενός συφιλιδικού, βαλκάνιου Μπόλιγουντ, γελάγανε μαζί μας. Άλλο που δεν θέλαμε. Να γίνουμε το αντίθετό τους. Όλες ανεξαιρέτως στουκάρανε στα ψέματά τους.
Ναι, κάναμε τους άγριους και όντως πειραματιζόμασταν πολύ, μαγαρίζαμε έως και τη θεολογία, αλλά δεν είχαμε καταλάβει ακόμη τι σημαίνει θάνατος ― αν και μάς εφαπτόταν από καιρού εις καιρόν. Θα παίρναμε την αναλογούσα φάπα εν ευθέτω χρόνω, τότε όμως κάναμε εντιτόριαλ μόδας με τίτλο «Τι να φορέσω σήμερα» για όσους αποφασίσουν να αυτοκτονήσουν― αν και είχαμε στην οικογένεια πρόσωπα που είχαν κάνει απόπειρες, ένας με επιτυχία. Ακραίο· αλλά ήταν μέρος του ηρωικού θεάτρου της νιότης ― πεισιθάνατη πόζα που στην τέχνη έφερε ένα δροσερό σκοτάδι, μια σοβαρότητα πένθιμη και βυρωνική, στις ζωές μας ώστόσο άφησε μάλλον σύγχυση, μια αδυναμία προσαρμογής στα χρόνια που πέσαν πάνω μας ένα-ένα σαν σφυριά, όχι πολλά να βασιστείς για να αντέξεις.
Κοράκια απολαμβάνουν το χιόνι, με κρωγμούς ηδονής
SHOW ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ
Διαβάζω τους «Πλάνητες» της Όλγκα Τοκάρτσουκ, παρακινημένος από ένα άλλο της βιβλίο, το «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών», που το ανέβασε εντυπωσιακά στη Στέγη ο πολύς Simon McBurney. Πολλά μου κάνουν εντύπωση (είναι εξαιρετική η σύλληψη του βιβλίου και απολαυστικό το γράψιμό της, ιδίως για όσους ταξιδεύουν ή απλώς μετακινούνται για να μη πνιγούν), αλλά αυτό το απόσπασμα που παραθέτω, με έκανε για ψάχνω όλη μέρα τα εγχειρίδια των ανατόμων, από τον Βεζάλιο ως τον Φίλιππο Φερχέιεν, ο οποίος κατέχει εξέχουσα θέση στο βιβλίο που μιλάμε.
Ο Βεζάλιος ή Βεζάλ είναι soft spot για ένα Ζακυνθινό, γυρνώντας από την Ιερουσαλήμ το πλοίο του ναυάγησε και το σώμα του ξεβράστηκε στο Λαγανά, παιδιά παίζαμε κάτω από την προτομή του στην άκρη της αμμουδιάς.
ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ στην πρώτη σειρά μαζί με τους άλλους θεατές. Σε ένα τραπέζι στο κέντρο, εν μέσω νευρικών ψιθύρων των ταραγμένων ανθρώπων, βρισκόταν ήδη ένα σώμα έτοιμο για ανατομή, σκεπασμένο ακόμα με ένα κομμάτι ανοιχτόχρωμου, αστραφτερού λινού, το οποίο όμως άφηνε να φανεί το σχήμα του. Στα εισιτήριά μας το παρουσίαζαν σαν κάποιο γευστικό έδεσμα, specialite de la maison: «ένα σώμα, παρασκευασμένο χάρη στο επιστημονικό ταλέντο του δρος Ράους, διατηρημένο και με το φυσικό του χρώμα και σύσταση, έτσι ώστε να φαίνεται φρέσκο και ζωντανό». Ο Ράους κρατούσε τα συστατικά του ασυνήθιστου μείγματός του επτασφράγιστο μυστικό, μάλλον αυτή η σύσταση ήταν η εξέλιξη της ουσίας χάρη στην οποία διατηρούνταν ακόμα το πόδι του Φίλιππου Φερχέιεν. Σύντομα όλες οι θέσεις καταλήφθηκαν. Στο τέλος οι ταξιθέτες άφησαν να μπουν καμιά δωδεκαριά ακόμα φοιτητές, κυρίως ξένοι που τώρα στέκονταν στον τοίχο ανάμεσα στους σκελετούς σε εκπληκτική αρμονία μαζί τους, ενώ τέντωναν τους λαιμούς τους για να δουν ό,τι μπορούσαν. Τότε, πριν την αρχή της παράστασης, στην πρώτη σειρά ήρθαν και κάθισαν κάμποσοι ξενικά αλλά ακριβά ντυμένοι άντρες.
Ο Ράους εμφανίστηκε συνοδεία δυο βοηθών. Μετά από μερικά εισαγωγικά λόγια του καθηγητή, έπιασαν συγχρόνως τις άκρες του υφάσματος και ξεσκέπασαν το πτώμα.
Δεν ήταν να απορεί κανείς που ανάμεσα στις σειρές των θεατών ακούστηκε ένας δυνατός αναστεναγμός.
Ήταν το σώμα μιας νεαρής, λεπτής γυναίκας. Απ’ ό,τι ξέρω ήταν η δεύτερη φορά που είχε επιτραπεί να αφήσουν να εκτελεστεί ανατομή γυναικείου σώματος σε δημόσιο χώρο. Μέχρι τώρα επέτρεπαν να γίνονται μαθήματα ανατομίας μόνο πάνω σε αντρικά σώματα. Ο θείος μου μας ψιθύρισε στο αυτί πως επρόκειτο για κάποια Ιταλίδα πόρνη που είχε σκοτώσει το νεογέννητο μωρό της. Το μαυρισμένο, λείο, άψογο δέρμα της φαινόταν από τις θέσεις μας στην πρώτη σειρά, το πολύ ένα μέτρο απόσταση από το τραπέζι, φρέσκο και ροδαλό. Οι λοβοί των αυτιών της και τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν λίγο κοκκινισμένα, σαν να είχε παραμείνει σε κάποιο κρύο σημείο και να είχε παγώσει. Ήταν φανερό πως την είχαν τρίψει με λάδι, επειδή γυάλιζε. Σίγουρα αυτό ανήκε στη μέθοδο ταρίχευσης του Ράους. Κάτω από το στέρνο της βούλιαζε η κοιλιά της και σε όλο το μικρό, τρυφερό κορμί της μόνο το όρος της Αφροδίτης ξεχώριζε ως το πιο σπουδαίο, το πιο σημαντικό κόκαλο όλου του σκελετού. Ακόμα και για μένα που ήμουν συνηθισμένος στην ανατομή, αυτό το θέαμα ήταν συγκινητικό. Συνήθως ανατέμναμε εκτελεσμένους, ανθρώπους που είχαν παραμελήσει το σώμα τους και είχαν βάλει σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή τους. Το συνταρακτικό εδώ ήταν η τελειότητα αυτού του σώματος και πραγματικά όφειλα εν προκειμένω να παραδεχτώ την εξυπνάδα του Ράους που είχε καταφέρει να το αποκτήσει σε τόσο άριστη κατάσταση και να το διατηρήσει τόσο καλά.
Ο Ράους άρχισε τη διάλεξή του απευθυνόμενος στους παριστάμενους με μια λεπτομερή αναφορά των τίτλων όλων των παρόντων διδακτόρων της ιατρικής, καθηγητών της ανατομίας, χειρούργων και αξιωματούχων.
«Σας καλωσορίζω, κύριοι, και σας ευχαριστώ γι’ αυτή την πολυάριθμη παρουσία σας. Χάρη στη γενναιοδωρία του δημοτικού μας συμβουλίου μπορώ να αποκαλύψω σήμερα ενώπιον σας αυτό που η φύση έκρυψε μέσα στα σώματά μας. Και αυτό, όχι προκειμένου να προκαλέσω κακά αισθήματα απέναντι σε αυτό το σώμα ή από την ανάγκη να το τιμωρήσω για την πράξη που επέτρεψε να γίνει, αλλά για να μπορέσουμε να δούμε τους εαυτούς μας με τον τρόπο που μας έφτιαξε το χέρι του Δημιουργού».
Ενημέρωσε επίσης τους συγκεντρωμένους πως το σώμα αυτό ήταν ήδη δυο ετών, πράγμα που σήμαινε πως όλο αυτό τον χρόνο βρισκόταν στο νεκροτομείο και πως χάρη στη μέθοδο που είχε ο ίδιος επινοήσει κατάφερε να το διατηρήσει φρέσκο μέχρι σήμερα. Όσο κοιτούσα αυτό το ωραίο σώμα ξαπλωμένο εκεί γυμνό και ανυπεράσπιστο, ένιωσα να σφίγγεται η καρδιά μου, παρόλο που δεν είμαι από αυτούς που συγκινούνται στο θέαμα ενός πτώματος. Σκέφτηκα πως μπορεί κανείς να τα έχει όλα και να γίνει τα πάντα, αρκεί να το θέλει, όπως λέμε, με όλες του τις δυνάμεις, αφού ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο της δημιουργίας και μιας και ο κόσμος μας είναι ένας ανθρώπινος και όχι ένας θεϊκός κόσμος, ή όποιου άλλου τέλος πάντων. Ένα μόνο δεν μπορούμε να έχουμε, και αυτό είναι η αιώνια ζωή. Ωστόσο, Θεέ μου, πώς είναι δυνατόν να έχουμε βάλει αυτό ακριβώς ως στόχο μας: το να είμαστε αθάνατοι; Την πρώτη τομή την έκανε επαγγελματικά κατά μήκος του τοιχώματος. Κάπου στη δεξιά πλευρά κάποιος πρέπει να ένιωσε αδιαθεσία, επειδή για μια στιγμή δημιουργήθηκε αναστάτωση.
«Αυτή η νεαρή γυναίκα απαγχονίστηκε», είπε ο Ράους και ανασήκωσε το σώμα με τρόπο που να φαίνεται ο λαιμός. Πράγματι υπήρχε εκεί ένα οριζόντιο σημάδι το οποίο εκλάμβανες ως γραμμή και το οποίο με δυσκολία πίστευες πως θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία θανάτου.
Στην αρχή επικεντρώθηκε στα όργανα της κοιλιακής κοιλότητας. Εξήγησε αναλυτικά τη διαδικασία της χώνεψης, αλλά, πριν περάσει στην καρδιά, επέτρεψε σε όλους να ρίξουν μια ματιά πιο κάτω, όταν κάτω από το όρος της Αφροδίτης τράβηξε προς τα έξω τη διογκωμένη μετά τη γέννα μήτρα. Όλα όσα έκανε θύμιζαν μαγικά τρικ, ακόμα και για εμάς, τους συναδέλφους του, που ανήκαμε στον ίδιο κλάδο. Οι κινήσεις των ανοιχτόχρωμων, λεπτών χεριών του ήταν κυκλικές και αρμονικές, όπως οι κινήσεις ενός μάγου στο πανηγύρι. Το βλέμμα τις ακολουθούσε γοητευμένο. Αυτό το ντελικάτο σώμα ανοιγόταν μπροστά στο κοινό, αποκάλυπτε τα μυστικά του, με την ασφαλή πεποίθηση πως κάτι τέτοια χέρια δεν θα μπορούσαν να του κάνουν κακό. Τα σχόλια του Ράους ήταν σύντομα, καθαρά και κατανοητά. Αστειευόταν κιόλας, αλλά με χάρη, χωρίς να διακινδυνεύει την αξιοπρέπεια του. Τότε κατάλαβα και το βαθύτερο νόημα αυτής της παράστασης, τη δημοτικότητά της. Ο Ράους με αυτές τις κυκλικές κινήσεις τοποθετούσε την ουσία του ανθρώπου στο σώμα του, και στα μάτια μας της αφαιρούσε το μυστήριό της: το διέλυε σε κομματάκια, σαν να αποσυναρμολογούσε έναν πολύπλοκο μηχανισμό ρολογιού. Η απειλή του θανάτου χανόταν. Δεν υπήρχε κάτι να φοβόμαστε. Είμαστε μηχανισμοί, κάτι σαν το ρολόι του Χόυχενς.
― Όλγκα Τοκάρτσουκ, Πλάνητες,
Μετφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου,
εκδ. Καστανιώτη
4 ΡΑΜΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΑ
Πολύπλαγκτος Τύπος
Κάτι είχε πάρει το μάτι μου και τελικά είναι γεγονός. Αυτό είναι το τελευταίο τεύχος του Τhe Happy Reader, αναγγέλλεται χωρίς πολλά -πολλά στο εντιτόριαλ. Ήταν ένα χίπστερ πείραμα της Penguin, με τα ποζάτα παιδιά που εκδίδουν το Fantastic Man και το Gentlewoman: μια απόπειρα να συνομιλήσει το βιβλίο με κοινά που παραδοσιακώς σνομπάρει. Είχε ενδιαφέρον, αν και μερικές φορές το στυλ και ο γραφισμός γινόταν αυτοσκοπός και η πολλή άνεση κατέληγε στην ρηχότητα. Συνήθως όμως απολάμβανες την ελευθερία του, οι συνεντεύξεις του με σελέμπριτις περί ανάγνωσης ήταν ζουμερές και το πακέτο δεν θύμιζε τίποτε άλλο― πράγμα που υπό προϋποθέσεις είναι αρετή.
Πήρα και τα δύο τελευταία Butt, που εκδίδονται πλέον με την χορηγία της Bottega Veneta. Ήμουν μεγάλος φαν της πρώτης φάσης, τώρα μού φαίνεται σαν αγχωμένη μαλακία ― σεξ πανκ με το στανιό. Όλα όσα ήταν ζητούμενα πριν 15 χρόνια στο θέμα του gay sex, είναι πια υπόθεση λίγων swipe. Δεν έχει νόημα να πηδάς απ΄το παράθυρο όταν η πόρτα είναι διάπλατη.
Αυτό είναι όλο
Ένα κείμενο που είχα δημοσιεύσει στην Ελευθεροτυπία όταν πέθανε ο Φράνσις Μπαίηκον
Ο ΦΡΑΝΣΣ ΜΠΑΙΗΚΟΝ είναι ο μόνος άνθρωπος που ήθελα να γνωρίσω. Κυριολεκτώ. Ήξερα τη διεύθυνσή του στο South Kensington, τα δρομολόγιά του, τις διασυνδέσεις του. Όλο ανέβαλα την κίνηση μέχρι την περασμένη Τρίτη. Πέθανε στη Μαδρίτη από καρδιακή προσβολή μετά από βαριά ασθματική κρίση...
Ξύπναγε χαράματα. Ζωγράφιζε μέχρι τις 12.30 σ’ ένα πολύ ακατάστατο δωμάτιο. Δοκίμαζε τα χρώματα στους τοίχους — γυμνοί γλόμποι, δυο-τρεις καρέκλες, μια άχρηστη κουζίνα — η υπηρέτρια έβαζε τα σιδερωμένα σμόκιν πάνω στο κρεβάτι του. Μετά πήγαινε στο Σόχο. French Pub, Cave de France και οπωσδήποτε στο Colony Club. Φορούσε μεϊκάπ και έβαφε τα χείλη. Έπινε μόνο σαμπάνια και έβαζε σ’ όλα τα ονόματα θηλυκό άρθρο (η Nick, η John...). Η ιδιοκτήτρια του κλαμπ, η Μίριελ Μπέλτερ (νεκρή πια) τον φώναζε «κόρη μου». «Θα μου λείψει η φαρμακόγλωσσά του», δήλωσε στην Independent της Τετάρτης ο νέος ιδιοκτήτης Ίαν Μπορντ.
Μετά πήγαινε για λαντς στο Wheeler. Πάντα στρείδια με σαμπάνια. Ποτέ κουβέντες για την τέχνη. High spirits και καλή καρδιά με πότες και παλιές γνωριμίες. Αγαπούσε το Σόχο, μισούσε τη σπουδαιοφάνεια. Αρνήθηκε δυο φορές να χρισθεί ιππότης («θέλω να φύγω απ’ τη ζωή όπως ήρθα») και σάρκαζε τον Lucien Freud επειδή καταδέχτηκε να τον αγγίξει η βασίλισσα (στην τελετή). Μισούσε τη σκέψη του θανάτου — «τα γηρατειά», έλεγε, «είναι μια έρημος γιατί χάνεις όλους τους φίλους σου» — μετά κραύγαζε «Shall we have some champagne?» κι έπινε μέχρι τελικής πτώσης. Συχνά σωριαζόταν. Ο Τιμ Χίλτον γράφει στην Guardian πως μια φορά τον σήκωσε ο ίδιος από το πεζοδρόμιο. Ημιθανή. Πριν καταλάβει ότι φοράει μεϊκάπ νόμισε ότι βλέπει στο ωχρό του πρόσωπο το πάνιασμα του θανάτου. Ο Μπέικον, αναίσθητος, του χαμογελούσε.
«Ζούμε, πεθαίνουμε κι αυτό είναι όλο. Δεν συμφωνείς;»
Μετά τον απογευματινό του ύπνο έψαχνε μέρη να τζογάρει (όπως έκανε και στο βομβαρδισμένο Λονδίνο του Blitz). Έπαιζε μεγάλα ποσά. Κάποτε έμενε σ’ ένα «παλάτσο» του βικτοριανού ζωγράφου Millais και διοργάνωνε εκεί ολονυχτίες ρουλέτας. Τα βελούδα και οι καναπέδες ήταν τριμμένοι —όλο λεκέδες— το περσικό χαλί γεμάτο χρώματα. Η γριά νταντά του που ζούσε μαζί του, περιφερόταν και μιλούσε συνεχώς για την έμμονη ιδέα της, την Ημέρα της Κρίσεως, έπαιρνε τα παλτά των καλεσμένων και τα χαράματα έπεφτε και κοιμόταν στο τραπέζι. Αφότου ο πατέρας του τον είχε διώξει από το πατρικό του στο Δουβλίνο (γιατί φορούσε τα εσώρουχα της μάνας του και πλάγιαζε με τους ιπποκόμους), ο Μπέικον είχε αυτή τη γυναίκα σαν μάνα — στην έκδοτη ζωή του στα clubs των τρανς και τα χαρτοπαικτεία του Βερολίνου του ’30.
Από το ’70, περνούσε πολλούς μήνες κάθε χρόνο στο Μόντε Κάρλο, σε νοικιασμένες βίλες. Ψήφιζε Συντηρητικούς. Ταξίδευε συχνά στη Νότια Αφρική — κάποτε είχε συγκινηθεί κι από το Κάιρο. Μιλούσε χαρούμενα, γρήγορα, το πρόσωπό του έλαμπε (έδωσε κάποτε συνέντευξη και στην ΕΤ-3!) — ήταν μια έκπληξη για όσους ξέρουν τη διάστικτη από σεξ και θάνατο ζωγραφική του.
Ο Ρίτσαρντ Κορκ γράφει στους Times της Τετάρτης γι’ αυτή τη φαινομενική αντινομία. «Καταβρόχθιζε το μηδέν της ζωής με ακόρεστη βουλιμία, έτσι όπως οι έρημες μορφές του, αν και γνωρίζουν ότι όλοι είμαστε εν τέλει μόνοι, κάθε άλλο παρά είναι ηττημένες· σφύζουν από δυναμισμό και επιθετικότητα — κραυγάζουν!». Πράγματι. Ήταν απαισιόδοξος και συγχρόνως μεγαλειώδης. Η ζωή ήταν γι’ αυτόν ένα τίποτα, γι’ αυτό μπορούσε να γίνει τα πάντα. Ύψωσε το μηδέν στο άπειρο.
Εντελώς χωρίς πίστη, αφιερώθηκε μεθοδικά στη ματαιότητα και αντιμετώπισε το κενό του κόσμου με ευφρόσυνη απελπισία...
Τώρα κι οι άσχετοι μιλάνε για το πώς πρόβαλε το νευρικό του σύστημα πάνω στον καμβά και εξίσωσε το χρώμα με τη σάρκα. Πάλι καλά. Η Θάτσερ τον χαρακτήριζε «That man who paints those dreadful pictures» — κι άλλοι έβλεπαν πάνω του την παρακμή κάθε αξίας και κάθε ανθρωπιάς. Μια νοσηρή ωμότητα.
Οι dealers του στην γκαλερί Μάρλμπορο διακόπτουν κάθε τόσο τα μυξοκλάματά τους και συζητάνε για την τύχη της περιουσίας του. Ο Μπέικον ήταν ο πιο ακριβός ζων ζωγράφος του κόσμου και το 1989 ένα τρίπτυχό του πουλήθηκε στη Νέα Υόρκη, 1,2 δισ. δρχ. Μάλλον όμως δεν υπάρχει τίποτα! Οι τοίχοι του σπιτιού του ήταν πάντα άδειοι και μόλις ένας πίνακάς του στέγνωνε, τον έστελνε στους dealers. Λεφτά; Τα σπαταλούσε στο ποτό, τις διασκεδάσεις και τους φίλους, ένα μεγάλο μέρος το τζογάριζε κι αν κάτι του περίσσευε, το χάριζε στα περιβάλλοντα τσιμπούρια. Πολλοί αμφιβάλλουν αν έχει κάνει καν διαθήκη.
Ήταν ο τελευταίος ήρωάς μου — μα περιέργως δεν νιώθω τίποτα που πέθανε. Κάθομαι ανέκφραστος (όπως οι φίλοι του στο Colony Club, σε μια φωτογραφία της Independent) και παρακολουθώ το τέλος. Ήταν ένας αυτοδίδακτος και ακατάτακτος ζωγράφος που διαισθάνθηκε την αγωνία των καιρών, έδωσε πρόσωπο στο κρέας και τη μαγεία που νιώθω ταυτοχρόνως μέσα μου, αλλά φαντάζομαι ότι αν τελικά τον έβρισκα να τρώει στρείδια με σαμπάνια στο Wheeler’s restaurant θα μου ’λεγε ό,τι είπε και στους δημοσιογράφους πρόπερσι, στα ογδοηκοστά γενέθλιά του: «Ζούμε, πεθαίνουμε κι αυτό είναι όλο. Δεν συμφωνείς;»
Πάντοτε συμφωνούσα.
υστερόγραφο
Μια φωτογραφία που με συγκινεί βαθιά. Ζευγάρι στη Μόσχα της δεκαετίας του '70, από έναν Ανατολικογερμανό που έκανε διακοπές εκεί.
¤
Kαι η περίπτωση του Ηarit Srikhao (γεν. 1995, Tαϊλάνδη) , που τον έμαθα μέσω του Apichatpong Weerasethakul― δηλαδή με τις καλύτερες συστάσεις. Συναινώ.