Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό των περισσότερων όταν ακούμε τη λέξη φάντασμα είναι μια αόρατη φιγούρα καλυμμένη με λευκό σεντόνι, το οποίο φέρει δύο τρύπες στο ύψος των ματιών. Πρόκειται για την πιο αθώα εκδοχή αυτής της απόκοσμης παρουσίας. Με αυτή την εκδοχή εξοικειωνόμαστε σε παιδική ηλικία, για να γνωρίσουμε στη συνέχεια και πιο αποκρουστικές, κυρίως μέσα από το σινεμά τρόμου – κατά τα λεγόμενά τους, κάποιοι γνωρίζουν τα φαντάσματα και διά ζώσης, ευτυχώς δεν είμαστε ανάμεσα στους «τυχερούς». Με την κυριολεκτική σημασία, φάντασμα είναι το πνεύμα ενός νεκρού ανθρώπου. Συνήθως εμφανίζεται για να ζητήσει κάτι και, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν δεν του το δίνεις, αγριεύει.
Ένα φάντασμα, όμως, μπορεί να είναι και κάτι διαφορετικό, κάτι ευρύτερο. Μπορεί να είναι ένα συναίσθημα αδιανόητης έντασης που δεν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη του, μια επιλογή που δεν προτιμήθηκε και ίσως οδηγούσε σε μιαν άλλη ζωή, ο αχός ενός σημαντικού προσωπικού ή ιστορικού γεγονότος, μια τραυματική εμπειρία που επαναλαμβάνεται σε λούπα, μια ιδεολογία που ξέφτισε. Κι αν μπορεί να διευρυνθεί η έννοια του φαντάσματος, επόμενο είναι να ισχύει το ίδιο και για τις ιστορίες φαντασμάτων.
Αν τα μεσάνυχτα είναι η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα, το υποσυνείδητο είναι το μέρος όπου μένουν μέχρι να ηχήσει το ρολόι δώδεκα φορές, συνεπώς δεν θα μπορούσε να λείπει μια ταινία από τον κατεξοχήν κινηματογραφικό ταξιδιώτη του υποσυνείδητου, τον Ντέιβιντ Λιντς. Oι προγραμματιστές του φεστιβάλ επέλεξαν να μας δείξουν το Inland Empire (2006), το οποίο παραμένει, εγκληματικά, η τελευταία του ταινία μέχρι σήμερα.
Το μεγάλο αφιέρωμα του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης φέρει τον τίτλο «Φαντάσματα». Το επιμελείται ως guest curator ο κριτικός κινηματογράφου και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης Ντένις Λιμ. Όπως σημειώνει, «ως τέχνη της ψευδαίσθησης και της αναζωογόνησης, το σινεμά είναι ίσως το πιο στοιχειωτικό απ' όλα τα μέσα. Τα φαντάσματα είναι κινηματογραφικά στην ουσία τους, αυτόματες διαταραχές στον χώρο και στον χρόνο. Είμαι ενθουσιασμένος που συνεργάζομαι με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε ένα πρόγραμμα που συγκεντρώνει πολλές διαφορετικές κινηματογραφικές απεικονίσεις που μας στοιχειώνουν και ελπίζω το αφιέρωμα να φωτίσει τη βαθιά συγγένεια μεταξύ φαντασμάτων και ταινιών».
Όπως αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, το εν λόγω αφιέρωμα επιχειρεί μια lato sensu προσέγγιση της έννοιας του φαντάσματος, αν και δεν θα λείψουν οι πιο παραδοσιακές απεικονίσεις του. Το θρυλικό Ugetsu Monogatari (1953) του Κένζο Μιζογκούτσι, για παράδειγμα, μπλέκει την αναδυόμενη στα κινηματογραφικά πράγματα εκείνης της εποχής ιστορία φαντασμάτων με το σινεμά της ποίησης, ενώ το Pulse (2001) του Κιγιόσι Κουροσάβα χρησιμοποιεί τις φαντασματικές παρουσίες ως όχημα για να αναδείξει τη μεγαλύτερη αντίφαση του 20ού πρώτου αιώνα: μια τεχνολογική επινόηση που θα μας έφερνε πιο κοντά, το διαδίκτυο, οδήγησε, τελικά, στη διεύρυνση της αποξένωσης.
Ας τα πάρουμε, όμως, με χρονολογική σειρά. Το Vampyr (1932) του Ντράγιερ διαθέτει ένα στοιχείο κοινό, αν όχι απαραίτητο, σε αρκετές σπουδαίες ιστοριών φαντασμάτων: την αμφισημία. Ο ληθαργικός ρυθμός και οι ανοίκειες συνθέσεις καταφέρνουν να μεταδώσουν μια αλαφροΐσκιωτη αίσθηση και να διατυπώσουν το αίτημα για αναθεώρηση της κατάταξης της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη, με την ταινία να διεκδικεί μια θέση στο βάθρο πίσω από το Passion of Joan of Arc και το Ordet.
To Last year on Marienband (1961) υπήρξε μνημείο για μια παλιότερη γενιά σινεφίλ, ελπίζουμε να καταφέρει να «στοιχειώσει» και νεότερους που θα επιχειρήσουν να διαβούν το κατώφλι της αίθουσας. Με όχημα μια ερωτική εμπειρία που μπορεί να υπήρξε, μπορεί και όχι, ο Αλέν Ρενέ επιχειρεί μια βουτιά στο κενό μεταξύ χώρου και χρόνου, μεταξύ «συρμού και αποβάθρας», επιχειρώντας να αποδώσει κινηματογραφικά την απατηλή(;) λειτουργία της μνήμης που, άλλωστε, αποτελεί τις περισσότερες φορές και πηγή του φαντάσματος – η ίδια η λέξη παραπέμπει ετυμολογικά στο προϊόν που δημιούργησε η φαντασία μας.
Το Duvidha (1973) του Μάνι Καούλ άρχισε να ακούγεται περισσότερο στους σινεφιλικούς κύκλους τα τελευταία χρόνια, βοήθησε σ’ αυτό και μια σειρά προβολών στην άλλη άκρη του Ατλαντικού με την υποστήριξη του MoMA. Eίναι ευκαιρία να το ανακαλύψουμε κι εμείς στη σκοτεινή αίθουσα. Εξάλλου, τα σχετικά αφιερώματα των φεστιβάλ αξίζουν (και) για τέτοιες «ανακαλύψεις», καθώς και για τις ευκαιρίες που σου δίνει να δεις πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη ταινίες σαν το Hourglass Sanatorium (1973), την έτερη σημαντική δημιουργία του Βόιτσεκ Χας (The Saragossa Manuscript), που θα μπορούσε να καταγραφεί ως ορισμός της φράσης «φιλμικό αξιοπερίεργο» στο κινηματογραφικό λεξικό.
Την ίδια χρονιά γυρίστηκε και το Spirit of the beehive (1973) του Βίκτορ Ερίθε, η κορυφαία αντιφασιστική ταινία, στην οποία το παιδικό βλέμμα φαντάζεται έναν καλύτερο κόσμο, ένα «φάντασμα» το οποίο γέννησε μια προβολή του «Φρανκενστάιν» του Τζέιμς Γουέιλ. Η προβολή της ταινίας είναι αφιερωμένη στη μνήμη του κριτικού κινηματογράφου και διευθυντή του φεστιβάλ από το 1991 ως το 2005 Μισέλ Δημόπουλου.
Οι πιο hardcore σινεφίλ μπορούν να βγουν βαρκάδα με τη Σελίν, τη Ζιλί και τον Ζακ Ριβέτ στο φαντασιωτικών παρορμήσεων και πελώριας διάρκειας Celin and Julie go boating (1974) ή να επιχειρήσουν να αναμετρηθούν με την πιο «θυμωμένη» ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, τους στοιχειωμένους από το φάντασμα του Εμφυλίου Κυνηγούς (1977).
Εμείς, όμως, θα συνιστούσαμε να δοκιμάσουν το D’Est (1993) της Σαντάλ Άκερμαν, όπου ο φακός της σκηνοθέτιδας της «Ζαν Ντιλμάν» καταγράφει το αποτύπωμα του φαντάσματος της Σοβιετικής Ένωσης μετά την κατάρρευσή της. Έχει γίνει (όλο και πιο) δύσκολο να συγχρονιστείς με τους ρυθμούς μιας ταινίας σαν αυτή στο σπίτι, άσε που σου ζητά να επιστρατεύσεις κι εσύ ο ίδιος την παρατηρητικότητά σου αντί να την υποκαταστήσει εκείνη επιθετικά μέσω μιας έκδηλης, επιφανειακής σημειολογίας. Στο τέλος της προβολής θα έχεις πάρει μια ευρύτερη ιδέα για το θέμα της, την οποία ντοκιμαντέρ στημένα σαν κινηματογραφημένες καταχωρίσεις στη Wikipedia ποτέ δεν θα μπορέσουν να σου δώσουν.
Μένουμε για λίγο ακόμα στα ‘90s με το ελεγειακό Dead Man (1995) του Τζιμ Τζάρμους, ένα sui generis μεταφυσικό ταξίδι, ευλογημένο με την επιθανάτια (ή μεταθανάτια;) μελωδία που σκάρωσε ο Νιλ Γιανγκ με την κιθάρα του, και αλλάζουμε δεκαετία και αιώνα με το Phantom (2000) του Ζοάο Πέδρο Ροντρίγκεζ, έναν από τους βασικούς τίτλους του εναλλακτικού queer κανόνα.
Αν τα μεσάνυχτα είναι η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα, το υποσυνείδητο είναι το μέρος όπου μένουν μέχρι να ηχήσει το ρολόι δώδεκα φορές, συνεπώς δεν θα μπορούσε να λείπει μια ταινία από τον κατεξοχήν κινηματογραφικό ταξιδιώτη του υποσυνείδητου, τον Ντέιβιντ Λιντς. Oι προγραμματιστές του φεστιβάλ επέλεξαν να μας δείξουν το Inland Empire (2006), το οποίο παραμένει, εγκληματικά, η τελευταία του ταινία μέχρι σήμερα.
Για το Yella (2007) ο Κρίστιαν Πέτζολντ άντλησε έμπνευση από το Carnival of Souls (για κάποιους το έκλεψε) και εγκαινίασε μια πολύ ζεστή σχέση με το ελληνικό κοινό. Αντίθετα, τέτοιου είδους σχέση δεν έχει καλλιεργηθεί εδώ με το σινεμά της Λουκρέσια Μαρτέλ. Είμαστε πολύ περίεργοι να δούμε πώς θα υποδεχτούν οι φεστιβαλιστές το Headless Woman (2008), ίσως την πιο «ιδιότροπη» από τις ταινίες που κατέστησαν τη δημιουργό αγαπημένο παιδί της κριτικής.
Στο Strange case of Angelica (2010) o Μανοέλ ντε Ολιβέιρα ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ υλικού κόσμου και ψευδαισθήσεων, και προσεγγίζει το σινεμά ως γέφυρα ανάμεσά τους, ανατρέχοντας αισθητικά μέχρι τις απαρχές του μέσου.
Στο Atlantique (2019) η Μάτι Ντιόπ ξαναδιαβάζει τη μεταναστευτική εμπειρία ως ιστορία φαντασμάτων και, τέλος, στο Pictures of Ghosts (2023) του Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο («Aquarius», «Bacurau») τα κλειστά από καιρό σινεμά της πόλης Ρεσίφε στη Βραζιλία αποτελούν μέρος των φαντασμάτων που κουβαλά το αστικό τοπίο και στέκονται αφορμή για «μια συνομιλία της πόλης με τις μνήμες της μέσα από τον φακό και την ποιητική ματιά του κινηματογραφιστή», όπως αναφέρεται στον κατάλογο του φεστιβάλ.
Πέρα από όσα αναφέραμε ήδη, στο πλαίσιο του αφιερώματος θα προβληθούν και ταινίες όπως το οριακό Decasia (2002) του Μπιλ Άντερσον, καθώς και αρκετά φιλμ μικρού μήκους, ανάμεσά στα οποία βρίσκουμε και το Fall of the House of Usher (1928) των Γουέμπερ και Γουάτσον, το Capsule (2012) της Αθηνάς Ραχήλ-Τσαγγάρη, αλλά και μια σειρά από μικρομηκάδικες δημιουργίες του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν, ενός δημιουργού που βρίσκεται, θαρρείς, σε μόνιμη και ανοιχτή σύνδεση με τον πνευματικό κόσμο.
To 64o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διεξάγεται από 2 ως 12 Νοεμβρίου. Το πλήρες πρόγραμμά του θα αποκαλυφθεί στη συνέντευξη τύπου την Τρίτη 24 Οκτωβρίου.