Εκτός από τέσσερα χρόνια, μεταξύ Α’ και Δ’ Δημοτικού, που ζήσαμε στα Καμίνια, όλο το υπόλοιπο διάστημα της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας το πέρασα στο Μενίδι. Οι γονείς μου ήταν βιομηχανικοί εργάτες που ήρθαν στην Αθήνα για να βρουν δουλειά, οικονομικοί μετανάστες απ’ τη Θεσσαλία, ο πατέρας μου από το Μεταξοχώρι της Αγιάς, η μάνα μου από τα Φάρσαλα. Όταν παντρεύτηκαν οι γονείς μου έφτιαξαν ένα σπίτι στο Μενίδι, στον Άγιο Διονύσιο, μια περιοχή όπου τότε δεν υπήρχαν πολλά σπίτια. Ήταν αυθαίρετο, το έφτιαξαν με τη βοήθεια των θείων μου και διαφόρων φίλων μέσα σε ένα βράδυ, δεν είχε ούτε ρεύμα ούτε νερό. Εκεί, σε αυτό το περιβάλλον, γεννήθηκα και μεγάλωσα.
• Ακριβώς δίπλα στο σπίτι μας έμεναν τα φιλαράκια μου και θυμάμαι ότι όταν η μάνα μου δεν με άφηνε να πάω να τα δω και έκλεινε τη σιδερένια πόρτα, εγώ την κοπάναγα. Ήταν τέσσερα αδέλφια, σύντροφοί μου στο παιχνίδι, ο ένας εκ των οποίων ξεκίνησε να μαθαίνει κιθάρα – πήγαινε στο Εθνικό Ωδείο στην πλατεία Βάθη, δεν υπήρχε άλλο τότε. Αυτόν άκουγα να παίζει και κόλλησα. Ήθελα να μάθω κι εγώ.
Το πιο μεγάλο μου όφελος από την ασχολία μου με τη μουσική είναι η ζωή που έκανα, χωρίς τη μουσική δεν θα είχα ζήσει ούτε το ένα εκατοστό απ’ αυτά που έζησα. Είναι τα ταξίδια που έχω κάνει, και τα ρεαλιστικά και τα νοητικά, οι άνθρωποι που γνώρισα, ο τρόπος που τους γνώριζα, η συμπυκνωμένη γνώση που έλαβα για το τι είναι οι άνθρωποι, πώς λειτουργούν.
• Όταν με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω έλεγα αστροναύτης, μάλιστα είχα πλάσει κι ένα παραμύθι ότι οι θείοι μου είχαν πάει στο φεγγάρι, και νευρίαζα που τα φιλαράκια μου δεν το πίστευαν. Αυτό που θυμάμαι από τη γειτονιά ήταν οι τσακωμοί, που συνέβαιναν καθημερινά. Εγώ όμως ήμουν ήσυχο παιδί, από μικρός δεν μου άρεσε η βία.
• Ο πατέρας μου ο συχωρεμένος ήθελε να σπουδάσω και μου έλεγε «πρέπει να κάτσεις να διαβάσεις, γιατί θα γίνεις εργάτης σαν κι εμένα, θα ταλαιπωρηθείς». Όταν ξεκίνησα να παίζω κιθάρα γκρίνιαξε και μου είπε «τώρα που έμπλεξες με τη μουσική, τελείωσες, σιγά μη βρεις δουλειά», ωστόσο την κιθάρα μού την πήρε. Ήμουν δώδεκα χρονών και ασχολούμουν πολλές ώρες με τη μουσική. Στα 15 άρχισα να παίζω με μπάντες. Με τον Μπάμπη (σ.σ. Στόκα) γνωριζόμασταν από πιτσιρίκια – στα 16 έφυγε από μια new wave μπάντα και φτιάξαμε μαζί τη δική μας. Από την ακουστική κιθάρα πήγα σε μια Ibanez που μου δώρισε ένα φιλαράκι μου, ο Νίκος ο Παναγιωτάτος. Την είχε φτιάξει με μαγνήτες dimarzio και είχε έναν περίεργο, ιδιαίτερο ήχο. Με αυτή έπαιζα στους πρώτους δίσκους των Πυξ Λαξ.
• Είναι πολύ θλιβερή η ιστορία με τον πατέρα μου, γιατί τον Μάιο του ’90 κάναμε το πρώτο άλμπουμ των Πυξ Λαξ και τον Ιούλιο πέθανε και δεν πρόλαβε να δει τίποτα απ’ όσα ακολούθησαν. Είναι ένα κομμάτι που το κουβαλούσα και το φέρω ακόμα και σήμερα βαρέως – πέρασαν χρόνια για να μπορέσω να ισιώσω, αισθανόμουν ότι κάτι δεν έκλεισε ποτέ. Και πάνω που πήγα να συνέλθω, έφαγα δεύτερη κατραπακιά με τον Μάνο τον Ξυδούς το 2010, ο οποίος είχε πάρει τον ρόλο του δεύτερου πατέρα ή του μεγάλου αδελφού. Ο Μάνος μας την έκανε ξαφνικά, όπως και ο πατέρας μου, στην ίδια ηλικία, 58 χρονών, έφυγε με τον ίδιο τρόπο, από καρδιά. Δεν ήξερα τι να κάνω και αποφάσισα ότι το καλύτερο ήταν να ξεκινήσω την ψυχανάλυση, και με βοήθησε πολύ.
• Ξεκίνησα να γράφω δικά μου τραγούδια στα 19, πιο πριν έγραφα πρωτόλεια κομμάτια, μπαλάντες, αυτές που μου αρέσουν και σήμερα. Το πρώτο κομμάτι που πήγαμε στις εταιρείες λεγόταν «Πεθαίνω ξανά», μια μπαλάντα του θανατά. Είχα μια έμφυτη μελαγχολία και ταυτόχρονα μεγάλη αισιοδοξία, έβλεπα ότι μπροστά μου ανοίγεται πάντα ένα φως, αλλά μέσα από έναν χείμαρρο συναισθημάτων, λύπη, χαρά, τα πάντα. Αυτά έβλεπα και δίπλα μου, άλλωστε, στη γειτονιά που μεγάλωσα, ανθρώπους που ήταν του μεροκάματου και ζούσαν δύσκολη ζωή, αλλά την Κυριακή ήταν μες στην τρελή χαρά και χόρευαν. Δεν μπορούσαν να κρυφτούν οι άνθρωποι εκεί. Μεγαλώνοντας, όταν μετακόμισα σε άλλα μέρη, είδα ότι υπήρχε ένα σχετικό καμουφλάζ.
• H επαφή μου με τη μουσική μού άλλαξε τη ζωή. Όταν γνωρίσαμε τον Μάνο Ξυδούς αλλάξαν όλα και για μένα και για τον Μπάμπη, γιατί ήταν και στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας εκτός από καλλιτέχνης. Είχε βγάλει πιο πριν το «Sandrina» με τους Dreamer and the Full Moon, με το οποίο είχε γίνει χαμός και κρυβόταν για να μη μάθουν ποιος είναι. Εκείνη την περίοδο γνωριστήκαμε και κάναμε μαζί μουσική. Ο Μάνος μας έμαθε πράγματα, είδαμε πώς είναι ο χώρος γιατί ήμασταν «ψάρια» τότε, δεν ξέραμε τι μας γίνεται.
• Είναι ένα θολό σημείο το πότε ακριβώς ξεκίνησαν οι Πυξ Λαξ στη δισκογραφία. Δεν θυμάμαι αν το πρώτο single μας κυκλοφόρησε στο τέλος του ’89 ή στις αρχές του ’90, δεν το έχω καν αυτό το single. Τον Μάιο του ’90 βγήκε η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά μας, που λεγόταν «Τι άλλο να πεις πιο απλά», εκεί ξεκίνησε και όλη η ιστορία. Ο Μάνος πάντα μας έλεγε «πρέπει να αντέξετε κάποια χρόνια πείνας, αν θέλετε να ασχοληθείτε με τη μουσική». Αποδείχτηκε ότι αντέχαμε, γιατί για αρκετά χρόνια δεν μπορούσαμε να ζήσουμε απ’ τη μουσική, η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Ο πρώτος δίσκος μάς έκανε κάπως γνωστούς, ο δεύτερος, που είχε μέσα το «Πούλα με», που αυτήν τη στιγμή είναι από τα πιο δυνατά κομμάτια των Πυξ Λαξ, δεν είχε κάνει τίποτα. Εκεί, λοιπόν, είχαμε σκεφτεί να τα παρατήσουμε· εγώ άνοιξα πιτσαρία με τον αδελφό μου, ο Μπάμπης σκεφτόταν να μετοικήσει, έψαχνε δουλειά εκτός Ελλάδας. Ο Μάνος εξακολουθούσε να μας πιστεύει και έκανε μια συμφωνία με τον Μπουρμά, που τότε ήταν διευθυντής της Minos-EMI, να μας δοθεί άλλη μια ευκαιρία, γιατί ήταν έτοιμοι να μας δώσουν απαλλακτικό, ένα χαρτί που σε απαλλάσσει από το συμβόλαιο.
• Μας έδωσαν πολύ χαμηλό budget, αλλά ο συχωρεμένος ο Ρόμπερτ Γουίλιαμς δέχτηκε να μας βοηθήσει. Είχε ένα στούντιο στην Αγία Παρασκευή και με αυτά τα λίγα λεφτά μάς έδωσε όσες ώρες χρειαζόμασταν για να ηχογραφήσουμε. Βοήθησε και ο Άκης ο Δαούτης, συχωρεμένος κι αυτός, φίλος του Keith Richards ο οποίος μόλις είχε έρθει από την Αμερική και μας έλεγε τις ιδέες του σε πολλά κομμάτια. Έτσι κάναμε το «Ο ήλιος του χειμώνα με μελαγχολεί» το ’93 και το «Για τους πρίγκιπες της δυτικής όχθης» το ’94. Αυτοί οι δύο δίσκοι απογειώθηκαν και μαζί τους απογειώθηκε και η μπάντα, πούλησαν πάρα πολύ.
• Είχαμε αρχίσει να έχουμε κόσμο πια και στις συναυλίες και μπορούσαμε να ζούμε αξιοπρεπώς απ’ τη δουλειά μας. Το ’96 ήρθε το κομμάτι «Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» όπου ο Ξυδούς έβαλε κι εμένα στο παιχνίδι της ερμηνείας, γιατί μέχρι τότε έβλεπα μικρόφωνο και καθόμουν στα 15 μέτρα, δεν μπορούσα καθόλου να είμαι μπροστά – ο Μπάμπης τράβαγε αποκλειστικά κουπί τα προηγούμενα χρόνια. Είπα τις «Παλιές αγάπες» και οι Πυξ Λαξ έγιναν η πολυσυλλεκτική μπάντα που γνώρισε ο κόσμος στη συνέχεια, με τη Δήμητρα Καραμπελοπούλου στο ακορντεόν, τον Άρη τον Παπαδόπουλο στα πλήκτρα, μια μπάντα στην οποία ερχόταν κι έφευγε κόσμος, με βασικό πυρήνα αυτούς που την ίδρυσαν, τον Μπάμπη κι εμένα, και τον Μάνο Ξυδούς ως μέντορα, που από το 1993 και μετά έγινε κι αυτός μέλος της μπάντας.
Πυξ Λαξ - Μοναξιά μου όλα, Μοναξιά μου τίποτα
• Όταν βγήκε το «Ο μπαμπούλας τραγουδάει μόνος τις νύχτες» το ’96 είχαμε ήδη έναν πλατινένιο δίσκο με τους «Πρίγκιπες», και τότε κάπως κλείδωσε η επιτυχία. Εκείνο τον Σεπτέμβριο παίξαμε στον Λυκαβηττό κι εκεί είδαμε αυτό το φαινόμενο που μας ακολούθησε για τα επόμενα χρόνια: εφτάμισι χιλιάδες κόσμος μέσα κι άλλοι τόσοι απ’ έξω που δεν μπόρεσαν να μπούνε, και τα βραχάκια γεμάτα. Τότε καταλάβαμε ότι κάτι γίνεται με την μπάντα. Το ’96 έγινε και η συνεργασία με τον Νταλάρα στην Ιερά Οδό –παίξαμε μήνες εκεί–, και το ’97 βγάλαμε έναν δίσκο, τον «Παίξε παλιάτσο τα τραγούδια σου τελειώνουν», που είχαμε ζητήσει να μη διαφημιστεί καθόλου, γιατί αισθανόμασταν ότι με την Ιερά Οδό και με τον Γιώργο παραείχαμε πάρει χρυσόσκονη. Είχαμε απαιτήσει από την εταιρεία να μη στείλει ούτε δελτίο τύπου.
• Στην αρχή την μπάντα την έτρεχε ο Τάκης ο Μουζάκης, αλλά από το 1995 και μετά μας ανέλαβε ο Νίκος Λώρης που έκανε το Rockwave και πολλές συναυλίες που γέμισαν το Ολυμπιακό Στάδιο. Μία από τις αξέχαστες στιγμές μας ως μπάντας ήταν με τους REM στον Άγιο Κοσμά – γνωρίσαμε το γκρουπ, αλλά κυρίως τον Μάικλ Στάιπ, έναν πολύ μεγάλο καλλιτέχνη και άνθρωπο, που έμεινε μια μέρα μαζί μας σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας. Στο τέλος της συναυλίας με πήρε αγκαλιά και μου είπε «είναι από τα πιο ωραία πράγματα που έχουμε ακούσει» και έβαλε έναν καναπέ πίσω από τον ντράμερ για να καθίσουμε να δούμε και τη δική τους την παράσταση. Είχα ανατριχιάσει. Ήταν καταπληκτικοί στη σκηνή, γύριζαν τα όργανα γύρω-γύρω και τα έπαιζαν όλοι όλα. Εμείς ανοίξαμε τη βραδιά και όταν ο manager τους στην Ευρώπη ήθελε να σταματήσουμε να παίζουμε, επενέβη ο Στάιπ, τον έπιασε από το πέτο και του είπε «είσαι ηλίθιος, δεν βλέπεις τι γίνεται από κάτω; Πρέπει να παίξουν τουλάχιστον μιάμιση ώρα». Ήταν από τις υπέροχες εμπειρίες που έχω ζήσει, κι εκεί κατάλαβα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
• Το '98 βγάλαμε τη «Στίλβη», κι εκεί την «ακούσαμε». Βγήκε το «Μοναξιά μου όλα», μετά έσκασε το «Μια συνουσία μυστική», μετά το «Έπαψες αγάπη να θυμίζεις» και κάναμε τρεις συνεχόμενους Λυκαβηττούς. Κι αν είχε κι άλλες ημερομηνίες κενές ο χώρος, θα τον γεμίζαμε για δέκα συνεχόμενες μέρες. Το «Έπαψες αγάπη να θυμίζεις» το παίζαμε σπάνια, αλλά στο πρώτο από αυτά τα live είδαμε για πρώτη φορά κάτι που από τότε μας ακολουθεί: μόλις ξεκινάει η κιθάρα και κάνει αυτό το ριφ, γκρεμίζεται ο Λυκαβηττός – κοιταζόμασταν μεταξύ μας. Όταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο και το βλέπεις για πρώτη φορά είναι κάτι μαγικό. Τη μουσική, όμως, τη φτιάχνεις για τέτοιες στιγμές. Στην αρχή, όταν είσαι πιτσιρικάς, για να κάνεις φιγούρα, όχι με την κακή έννοια, της εγωπάθειας. Το κάνεις για να σου πει ένας άνθρωπος που σέβεσαι τη γνώμη του «μπράβο, ρε μάγκα, ωραίο αυτό που έκανες». Εγώ γι’ αυτό ξεκίνησα να κάνω μουσική.
• Παίζαμε συνέχεια και παντού. Στην Αγγλία παίξαμε πολλές φορές, κάναμε περιοδείες και από μια στιγμή και μετά όλες οι εμφανίσεις μας ήταν τα απόλυτα sold out. Παίζαμε στο Λονδίνο σε χώρο όπου έπαιζαν και οι Blur, κι ενώ εκείνοι δεν τον γέμιζαν, τον γεμίζαμε εμείς, κάτι τύποι από το Μενίδι. Οπότε ήρθαν και μας είδαν οι άνθρωποι της ΕΜΙ εκεί, Εγγλέζοι, οι οποίοι ξέρουμε όλοι στον χώρο ότι είναι κάπως ξιπασμένοι, σνομπ, δεν κυκλοφορούν κανέναν που δεν έχει αγγλικό διαβατήριο. Ήρθαν στο Astoria, μας είδαν, ενθουσιάστηκαν και έριξαν την ιδέα να φτιάξουμε ένα άλμπουμ με επανεκτελέσεις τραγουδιών μας με αγγλικό στίχο και συμμετοχές ονομάτων της εταιρείας που ήταν αδιανόητα για μας, όπως ο τραγουδιστής των Depeche Mode, που ήταν πολύ μεγάλα και δεν θέλω πια ούτε να τα σκέφτομαι, γιατί με την τρέλα που κουβαλάγαμε και με τη φλάντζα που είχαμε κάψει, θυμηθήκαμε την πρόταση που μας είχαν κάνει μετά από πέντε χρόνια, οπότε ήταν πολύ αργά. Ήταν μια περίοδος που είχαμε παίξει 176 live μέσα σε μια χρονιά, το είχαμε παρατραβήξει.
Πυξ Λαξ - Πούλα με
• Μετά μας πήρε η μπάλα. Έπαθα υπερκόπωση, το ίδιο κι ο Μπάμπης – οι περισσότεροι μουσικοί είχαν πάθει πριν από μας, εμείς αντέξαμε, πέσαμε τελευταίοι. Το 2004 η κόπωση ήταν τόσο μεγάλη που σερνόμασταν κυριολεκτικά. Μπαίναμε στο στούντιο και δεν υπήρχε η χημεία που έπρεπε να υπάρχει, δεν έβγαινε το σωστό αποτέλεσμα, έπρεπε κάτι να κάνουμε κάτι προσωπικό για να αρχίσουμε πάλι να γουστάρουμε. Πρέπει να υπάρχει μια προσωπική πρόκληση, κάτι να σε ιντριγκάρει για να υπάρξει μουσική, η όποια μουσική, είτε καλή είτε κακή. Έτσι το μπουμπουνίσαμε, και δικαίως. Τα επόμενα χρόνια που το ξανακουβεντιάσαμε είπαμε ότι ήταν η σωστή απόφαση.
• Η ατυχία ήταν ότι ο Μάνος σκέφτηκε την ιδέα της επανένωσης «για πέντε ολυμπιακά στάδια», έτσι την είχαν ονομάσει με τον Λώρη. Ήθελαν να κάνουμε εμφανίσεις στο Ολυμπιακό στάδιο της Αθήνας, στο Καυτανζόγλειο, στο Πανθεσσαλικό, στο Παμπελοποννησιακό και στο Παγκρήτιο – αλλά δεν πρόλαβε να τη δει να υλοποιείται ο Μάνος. Μου την είπε το Πάσχα του 2010 που περάσαμε μαζί και μετά από δύο εβδομάδες πέθανε. Δεν πρόλαβε να δει το αποτύπωμα όλης αυτής της κοινής μας ιστορίας. Γιατί το 2011 ο κόσμος μάς έδειξε ξεκάθαρα ότι κάτι είχαμε κάνει καλά, οι άνθρωποι που ήρθαν να μας δουν ήταν ρεκόρ για ελληνική μπάντα, δεν είχε ξανασυμβεί. Γέμισε το Ολυμπιακό Στάδιο με 80.000 άτομα και με 50.000 το Καυτανζόγλειο. Ήταν δυο βράδια που είχαμε «φύγει» από την πραγματικότητα, ήταν σουρεάλ.
• Ωστόσο, το 2011 σταματήσαμε ξανά την μπάντα, γιατί είχαμε τις προσωπικές μας πορείες. Δεκατέσσερα χρόνια κράτησε η δισκογραφία των Πυξ Λαξ, 1990-2004, η πρώτη περίοδος, και άλλα 14 κράτησε η προσωπική μας πορεία, 2004-2018. Το 2018 επανιδρύσαμε την μπάντα και από τότε παίζουμε συνέχεια μαζί και κάνουμε και προσωπικά πράγματα παράλληλα. Όσα χρόνια ήμασταν σε προσωπικές πορείες δεν υπήρχε άνθρωπος που να μη μας ρωτήσει «γιατί δεν παίζετε πάλι σαν Πυξ Λαξ;».
• Στις συναυλίες μας έρχονται πλέον τρεις γενιές, μπροστά οι 14-20, πιο πίσω οι 25-35, στις κερκίδες μέχρι 60-65, άνθρωποι που έρχονται και ξανάρχονται. Κι αυτό είναι το σημαντικό με τους Πυξ Λαξ, γιατί, εκτός από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, δεν ξέρω αν έχει παίξει κανείς άλλος τόσο πολλές συναυλίες στην Ελλάδα – στον δικό μας χώρο.
• Η δεκαετία του ’90 άφησε έναν αφελή αυθορμητισμό και μια άγνοια για το τι ερχόταν. Αυτό το ανάλαφρο και η άγνοια κινδύνου που ζήσαμε, που δεν χολοσκάγαμε και πολύ, ζούσαμε τη ζωή μας και κάναμε την τρέλα μας, ίσως να μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μετεξέλιξη του κινήματος των χίπηδων. Δεν το είχαμε ζήσει, αλλά είχαμε διαβάσει γι’ αυτό. Ζούσαμε με μια ανεμελιά που δεν ξέρω αν ήταν μια ομαδική αυταπάτη, πάντως υπήρχε η ανάγκη για μύθους. Θέλαμε να μυθοποιήσουμε τον Κομπέιν, θέλαμε να βρούμε καινούργιους μύθους, τους δικούς μας, όπως οι Τρύπες πριν από μας, οι Κατσιμιχαίοι… Το ’90 ήταν η τελευταία δεκαετία που συνέβη αυτό στην Ελλάδα. Είχε ανάγκη ο κόσμος να δημιουργήσει το δικό του παραμύθι. Είμαστε πολύ τυχεροί που τη ζήσαμε τη δεκαετία του ’90, και στις συναυλίες που κάνουμε τώρα είναι σαν να μεταφερόμαστε εκεί με μια χρονοκάψουλα, απλώς τώρα καθόμαστε σε ένα σκαμπό στη μισή συναυλία, γιατί δεν τη βγάζουμε πλέον όλη όρθιοι. Αυτή είναι η διαφορά, και ότι έχουμε γκρίζα μαλλιά, αυτό που συμβαίνει κάτω όμως είναι το ίδιο.
• Το πιο μεγάλο μου όφελος από την ασχολία μου με τη μουσική είναι η ζωή που έκανα, χωρίς τη μουσική δεν θα είχα ζήσει ούτε το ένα εκατοστό απ’ αυτά που έζησα. Είναι τα ταξίδια που έχω κάνει, και τα ρεαλιστικά και τα νοητικά, οι άνθρωποι που γνώρισα, ο τρόπος που τους γνώριζα, η συμπυκνωμένη γνώση που έλαβα για το τι είναι οι άνθρωποι, πώς λειτουργούν. Από την άλλη μεριά, ήταν και ο συμπυκνωμένος οδοστρωτήρας που βίωσα, το πολύ δύσκολο κομμάτι που αφορά το πώς θα διαχειριστείς τεράστια συναισθήματα, όλο αυτό το πολύ καλό που σου έρχεται σε σχέση με την πραγματική ζωή που έχει τις δυσκολίες, τα πένθη, την ταλαιπώρια, τα λάθη της.
• Δεν θα ήταν αλήθεια αν έλεγα ότι δεν θα άλλαζα τίποτα, υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να κάνω διαφορετικά. Θα ήθελα να είμαι πιο σωστός σε κάποιες συμπεριφορές που είχα, θα ήθελα να έχω καταλάβει περισσότερα πράγματα για τον πόνο του άλλου ανθρώπου, που μέσα στην ταχύτητα με την οποία τρέχει η ζωή δεν τον κατάλαβα ούτε και στα δικά μου προβλήματα. Κι εδώ έρχεται το δίλημμα, γιατί αν κάποιο από αυτά τα κομμάτια το κάνεις διαφορετικά, αφαιρείς έναν κρίκο από μια αλυσίδα και σίγουρα, επειδή μιλάμε για τη ζωή, ένα χαώδες σύστημα με άπειρες παραμέτρους, θα αλλάξουν πράγματα. Με τα τόσα λάθη, τις τόσες μαλακίες αλλά και τα τόσα καλά που μου έδωσε η ζωή, έχω φτάσει εδώ και μπορώ να πω ότι είμαι πολύ χαρούμενος που βίωσα αυτά που βίωσα, και με τα στραβά και με τα ανάποδά τους.
• Ελπίδα μού δίνουν οι νέοι άνθρωποι, ξεκάθαρα. Θεωρώ ότι όλα αυτά που λένε για τους νέους ανθρώπους είναι μια μπούρδα, ότι είναι μια γενιά που δεν ασχολείται με τίποτε άλλο εκτός απ’ το κινητό, ότι τους αρέσουν τα stories και τέτοια. Είναι μια γενιά πανέξυπνη, το μυαλό τους είναι πολύ πιο δυνατό από της δικής μου, και μπορούν να μας αιφνιδιάσουν τόσο ευχάριστα που δεν θα το πιστεύουμε. Έχουμε κάνει ένα σωρό ανοησίες οι παλιότερες γενιές, έχουμε κάνει τον πλανήτη να βράζει, να φλέγεται, αλλά είμαι σίγουρος ότι οι νέοι άνθρωποι θα βρουν έναν τρόπο, δεν ξέρω πώς, με αυτά τα γρήγορα που κάνουν, που εμάς μας παίρνουν 18 ώρες και σε αυτούς 1,8 δευτερόλεπτα, κάτι όντως να αλλάξουν. Κι εμείς, αν δεν κάναμε κριτική αφ’ υψηλού, ως λόγιοι, επειδή έχουμε διαβάσει περισσότερα βιβλία, ίσως να βοηθούσαμε περισσότερο.
• Ψάχνω πολύ να ακούσω νέα μουσική, και έχω μόνο καλά λόγια να πω για τα παιδιά που κάνουν ραπ, γιατί περιέγραψαν τα αστικά αδιέξοδα της γενιάς τους με κάθε τρόπο, όπως μπορούσε ο καθένας, κι αυτός είναι ο λόγος που δικαίως οι νέοι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούνε τη μουσική τους. Οι στίχοι που έχουν γράψει μπορεί να μοιάζουν αφελείς και χωρίς ποιητική γνώση, αυτή που θα είχαν αν μελετούσαν λογοτεχνία ή ποίηση, όμως είναι μια σύγχρονη ποίηση, καλή, κακή, όπως τη δει ο καθένας, είναι δύσκολο να γράψεις τέτοια λόγια, αν δεν έχεις βιώματα. Αν λες ψέματα, δεν θα πείσεις κανέναν. Ξέρω ότι τσακώνονται μεταξύ τους, ότι πέφτει πολύ μπινελίκι, αλλά έτσι είναι η φάση. Μου αρέσει πάρα πολύ που υπάρχει αυτή η σκηνή και που τόσο πολλοί νέοι άνθρωποι την υποστηρίζουν και τη γουστάρουν. Καταλαβαίνω τον λόγο.
• Με εξοργίζει πάρα πολύ η αμετροέπεια, η ανωνυμία στην κριτική στα social media, προτιμάω να βγει κάποιος με το όνομά του και ας πει «είσαι καραγκιόζης». Με εκνευρίζει η τάση των ανθρώπων να ακολουθούν μαζικά πολιτικούς που την επόμενη μέρα θα βρίσουν, αυτό μου φαίνεται αδιανόητο. Με εκνευρίζει που δεν μπορούμε να βρεθούμε δέκα άνθρωποι σε ένα δωμάτιο και, ας διαφωνήσουμε για όλα, αλλά να συμφωνήσουμε στα αυτονόητα. Αν δεν συνεννοηθούμε γι’ αυτά, θα αυτοπυρποληθούμε και θα βγάζουμε selfie τη στιγμή που καιγόμαστε. Eκεί δημιουργείται η ρωγμή στην οποία πατάνε διάφορα συστήματα, είτε από αριστερά είτε από δεξιά, είτε ακραία είτε μη ακραία, και λειτουργούν με τον τρόπο που λειτουργούν.
• Το νέο προσωπικό μου άλμπουμ που κυκλοφορεί από την Cobalt Music έχει τίτλο «Αφιερωμένο» και περιέχει συνεργασίες με σημαντικούς ανθρώπους της ελληνικής μουσικής, το ομώνυμο τραγούδι με τη συμμετοχή της Νατάσσας Μποφίλιου στα φωνητικά, το ντουέτο με τον Αντώνη Ρέμο «Μια Προσευχή», καλλιτέχνες που είναι φίλοι μου όπως ο Νίκος Πορτοκάλογλου, o Bαγγέλης Γερμανός, η Μελίνα Κανά, η Στέλλα Κονιτοπούλου και η Μυρτώ Βασιλείου.
• Η ζωή με έχει μάθει ότι πρέπει να εξελίσσομαι, ότι αυτός εν τέλει είναι ο σκοπός μου σε αυτήν τη ρημάδα τη ζωή, να γίνομαι καλύτερος στα πράγματα που με αφορούν, να προχωράω, να μπορώ να έχω μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, γιατί δεν είχα στο παρελθόν. Έμπαινα στον μικρόκοσμό μου και δεν άκουγα τον άλλο, τον κοίταζα και δεν τον έβλεπα. Με έχει μάθει και αυτό που έλεγε ο Μάνος ο Ξυδούς σε έναν στίχο, μαζί με τον Πάνο Σταθόγιαννη: «Ζήσε μονάχα τη στιγμή και άσε το μετά, ένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργά». Η ζωή είναι άπαξ, είναι αυτό που ζούμε τώρα. Είναι τώρα και ας τη ζήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε.
Ακούστε το νέο άλμπουμ του Φίλιππου Πλιάτσικα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.