ΤΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΚΟΡΗ σημαίνει ότι συχνά αισθάνεσαι ότι δεν κάνεις αρκετά, ότι παλεύεις να διατηρήσεις μια επίφαση ελέγχου, ότι όλο το νοικοκυριό, όλη η λειτουργία του σπιτιού και της οικογένειας βασίζεται πάνω σου. Τουλάχιστον, αυτό φαίνεται να δηλώνουν σε όλες τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης τα πρωτότοκα κορίτσια περιγράφοντας το βάρος της υπευθυνότητας για την ευτυχία της οικογένειάς τους, την πίεση να πετύχουν και το παράπονό τους ότι δεν τις φροντίζουν με τον τρόπο που οι ίδιες φροντίζουν τους άλλους.
Κάποιες είναι ακόμα στην εφηβεία, άλλες έχουν μεγαλώσει και έχουν φύγει από το σπίτι αλλά εξακολουθούν να αισθάνονται υπερβολικά εμπλεκόμενες και φορτωμένες με ευθύνη. Υπάρχει πλέον και ένας όρος γι' αυτό. Είναι το λεγόμενο «σύνδρομο της μεγαλύτερης κόρης».
Αυτό το «σύνδρομο» περιγράφει όντως ένα πραγματικό κοινωνικό φαινόμενο, όπως μας λέει ο Γιανγκ Χου, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, στην Αγγλία. Σε πολλές κουλτούρες, τα μεγαλύτερα αδέλφια καθώς και οι κόρες όλων των ηλικιών τείνουν να αντιμετωπίζουν υψηλές προσδοκίες από τα μέλη της οικογένειας – έτσι οι άνθρωποι που παίζουν και τους δύο ρόλους είναι ιδιαίτερα πιθανό να αναλάβουν μεγάλο μερίδιο των ευθυνών αντιμετωπίζοντας περισσότερο άγχος ως αποτέλεσμα.
Αλλά αυτή η τάση δεν αποτελεί μια αναπόφευκτη, επίκτητη ιδιότητα των μεγαλύτερων θυγατέρων, αλλά, σύμφωνα με τους ερευνητές, τείνει να επιβάλλεται από τα μέλη της οικογένειας που είναι μέρος μιας κοινωνίας που θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες κόρες πρέπει να ενεργούν με έναν ορισμένο τρόπο.
Το φύλο με τη σειρά του εισάγει τη δική του επιρροή στην οικογενειακή δυναμική. Οι γυναίκες είναι συνήθως οι «φύλακες του συγγενικού περιβάλλοντος», δηλαδή εκτελούν τη συχνά αόρατη εργασία να διασφαλίζουν ότι όλοι είναι ευτυχισμένοι, ότι οι συγκρούσεις επιλύονται και ότι όλοι αισθάνονται ότι τους προσέχουν και τους φροντίζουν.
Οι έρευνες δείχνουν κάποιες εντυπωσιακές διαφορές στις εμπειρίες των πρωτότοκων και των δευτερότοκων παιδιών. Η Σιλιζάν ΜακΧέιλ, ομότιμη καθηγήτρια οικογενειακών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Penn State, λέει ότι οι γονείς τείνουν να «επικεντρώνονται στο να τα κάνουν όλα τέλεια με το πρώτο παιδί», με αποτέλεσμα να αφοσιώνονται στην ανάπτυξη και εξέλιξη του πρωτότοκου παιδιού τους καθώς μεγαλώνει – στους βαθμούς του, στην υγεία του, στους φίλους που επιλέγει.
Με τα επόμενα παιδιά τους, συχνά είναι λιγότερο ανήσυχοι και αισθάνονται λιγότερη ανάγκη για διαρκή έλεγχο, και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερες εντάσεις στη δυναμική γονέα-παιδιού. Η σειρά γέννησης μπορεί επίσης να δημιουργήσει μια ιεραρχία: Τα μεγαλύτερα αδέλφια καλούνται συχνά να χρησιμεύσουν ως μπέιμπι σίτερ, πρότυπα και πηγή συμβουλών για τα μικρότερα αδέλφια τους.
Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η σειρά γέννησης δεν επηρεάζει την ίδια την προσωπικότητα, μπορεί όμως να επηρεάσει το πώς σας βλέπει η οικογένειά σας, όπως λέει ο Μπρεντ Ρόμπερτς, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι. Τα μεγαλύτερα παιδιά, για παράδειγμα, δεν είναι απαραίτητα πιο υπεύθυνα από τα αδέρφια τους – αντίθετα, τείνουν να τους ανατίθενται περισσότερες ευθύνες επειδή ακριβώς είναι μεγαλύτερα. Αυτός ο ρόλος μπορεί να επηρεάσει το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον εαυτό του.
Το φύλο με τη σειρά του εισάγει τη δική του επιρροή στην οικογενειακή δυναμική. Οι γυναίκες είναι συνήθως οι «φύλακες του συγγενικού περιβάλλοντος», δηλαδή εκτελούν τη συχνά αόρατη εργασία να διασφαλίζουν ότι όλοι είναι ευτυχισμένοι, ότι οι συγκρούσεις επιλύονται και ότι όλοι αισθάνονται ότι τους προσέχουν και τους φροντίζουν. Οι πρωτότοκες γυναίκες αναμένεται να λειτουργούν ως υποδείγματα. Και η προσπάθεια τους να είναι τα πάντα για όλους είναι πιθανό να οδηγήσει σε ενοχές όταν κάποιες υποχρεώσεις μένουν αναπόφευκτα ανεκπλήρωτες.
Φυσικά, αυτά τα συμπεράσματα δεν ισχύουν για όλες τις οικογένειες. Αλλά το ίδιο ισχύει και με τις μεγαλύτερες κόρες: Παρόλο που δεν είναι όλες τους από τη φύση τους πρόθυμες να λειτουργούν ως ο συνδετικός δεσμός της οικογένειας, η πολιτισμική μας αντίληψη για τους οικογενειακούς ρόλους καταλήγει να διαμορφώνει τις προσδοκίες στις οποίες πολλές αισθάνονται την ανάγκη να ανταποκριθούν.
Με στοιχεία από το The Atlantic