ΤΕΧΝΙΚΑ, ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ από τους απανταχού ειδικούς και σπασίκλες οι καλύτεροι «δίσκοι» μιας χρονιάς, μιας εποχής ή και όλων των εποχών, οι πάσης φύσης ανθολογίες και συλλογές επιτυχιών δεν μετράνε. Κόβονται από την επίσημη ιστορία.
Κι όμως, αυτά τα best of και τα greatest hits συγκροτημάτων ή σόλο καλλιτεχνών υπήρξαν για τους περισσότερους από εμάς το «ναρκωτικό εισόδου» στον κόσμο τους, και μάλιστα σε πολύ τρυφερή ηλικία, τότε που όλα εγγράφονται μέσα σου με τον πιο έντονο και ανεξίτηλο τρόπο.
Σε μια εποχή ακόμα που το μπάτζετ για τους δίσκους ήταν εξαιρετικά περιορισμένο και κάθε τόσο ρίσκαρες να αγοράσεις ολόκληρο άλμπουμ επειδή άκουσες ένα τραγούδι για να αποδειχθεί ότι ήταν το μόνο τραγούδι που άξιζε, οι συλλογές ήταν εξαιρετικά «οικονομικές» και πολύτιμες, λειτουργώντας επίσης ως ιδανικό φροντιστήριο για την διαδρομή μιας μπάντας.
Και δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ μια συλλογή (και πολύ περισσότερο, ένα ντουέτο συλλογών) τόσο οριστική και τόσο σημαντική όσο το «κόκκινο» (The Beatles / 1962-1966) και το «μπλε» (The Beatles / 1967-1970) άλμπουμ του συγκροτήματος που υπήρξε το καλούπι για οτιδήποτε σχεδόν συνυπήρξε ή ακολούθησε. Μόνο τις δύο συλλογές του David Bowie (Changes One και Changes Two) που κυκλοφόρησαν στις αρχές των ’80s, συνοψίζοντας την επίσης αξεπέραστη δεκαετή διαδρομή του, την επόμενη από τη μαγική δεκαετία των Beatles, μπορώ να σκεφτώ αντιστοίχως.
Και τώρα, μισό αιώνα μετά, το «κόκκινο» και το «μπλε» κυκλοφορούν για μια ακόμη φορά, σε νέες αστραφτερές μίξεις και με έναν σκασμό επιπλέον κομμάτια (12 εμβόλιμα στο πρώτο άλμπουμ και 9 στο δεύτερο) που θεωρητικά καθιστούν αυτήν τη νέα εκδοχή πλουσιότερη σε ποιότητα και ποσότητα (και τιμή, φυσικά).
Αλλά με το «κόκκινο» και το «μπλε» δεν έμπαινες απλά στον κόσμο των Beatles από την αρχή του ταξιδιού μέχρι το τέλος του. Ακούγοντας όλα αυτά τα αιώνια κομμάτια σε χρονολογική σειρά, περνούσε από μπροστά σου η διαδρομή από την αθωότητα στην εμπειρία (ψυχεδελική και άλλη) και τη δημιουργική ωριμότητα κι από την εξωστρέφεια στην ενδοσκόπηση που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα την πορεία ενός συγκροτήματος.
Καμία σημασία δεν έχει το γεγονός ότι οι δύο διπλές συλλογές κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά πριν από πενήντα χρόνια και ενώ οι Beatles είχαν ήδη διαλυθεί. Ούτε ότι οι ίδιοι δεν είχαν καμιά ανάμιξη στην κυκλοφορία τους, η οποία έγινε με την επιμέλεια του διαβόητου για τις κυνικές και αρπακτικές μεθόδους του, μάνατζερ τους, του Άλεν Κλάιν – τον οποίον απέλυσαν ανήμερα σχεδόν της κυκλοφορίας των συλλογών, τον Απρίλιο του 1973.
Αποτελεί (άλλη) μία σαρκαστική υποσημείωση στην ιστορία της ποπ και ροκ μουσικής το γεγονός ότι ένας από τους μισητούς χαρακτήρες της είναι υπεύθυνος τόσο για τις δύο αυτές συλλογές όσο και για την αντίστοιχη που είχε κάνει (Hot Rocks) για τους Rolling Stones, εισάγοντες πολλές τρυφερές ψυχούλες στο έργο τους.
Και τώρα, μισό αιώνα μετά, το «κόκκινο» και το «μπλε» κυκλοφορούν για μια ακόμη φορά, σε νέες αστραφτερές μίξεις και με έναν σκασμό επιπλέον κομμάτια (12 εμβόλιμα στο πρώτο άλμπουμ και 9 στο δεύτερο) που θεωρητικά καθιστούν αυτήν τη νέα εκδοχή πλουσιότερη σε ποιότητα και ποσότητα (και τιμή, φυσικά).
Στο μυαλό μου όμως η ακολουθία των τραγουδιών θα είναι για πάντα αυτή που υπήρχε στις αρχικές κυκλοφορίες των δύο δίσκων, αυτές που είχαν βρει τον δρόμο τους στο πικάπ μας όταν δολοφονήθηκε ο Λένον (ο μόνος που δεν χαμογελά στο «μπλε» εξώφυλλο, επαναλαμβάνοντας την πόζα του «κόκκινου» στο ίδιο μέρος επτά χρόνια μετά) και ο Πετρίδης είχε πείσει τους δεκάχρονους ακροατές σαν κι εμένα ότι αυτό ήταν ό,τι πιο τραγικό είχε συμβεί ποτέ και για να το τεκμηριώσει έπαιζε για καιρό καθημερινά τα άπαντα των Beatles.