ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ; Οφείλει να λειτουργεί σαν κοινωνικός σεισμογράφος ή μήπως να στοχάζεται την πραγματικότητα από απόσταση; Τέτοια ερωτήματα, που τίθενται συχνά σε εποχές κρίσης, τον Βασίλη Βασιλικό (1933-2023) τον απασχολούσαν από τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα. Να τι έγραφε ο ίδιος, στα εικοσιδύο του, στο πρώτο του μυθιστόρημα «Θύματα ειρήνης»:
«Ο ρόλος του συγγραφέα», έγραφε από τότε ο Βασιλικός, μέσω του μυθιστορηματικού alter ego του, «δεν μπορούσε να΄ ναι άλλος από το να γίνει ο ερμηνευτής της αγωνίας των συνανθρώπων του. Η εποχή που μιλούσε κανείς για τον εαυτό του και εξιστορούσε τα της ιδιωτικής του ζωής είχε πια οριστικά παρέλθει. Σήμερα, δεν πρέπει να υπάρχουν πια φιλντισένιοι πύργοι. Σήμερα, ο καθένας, εκτός από τη δική του ζωή, ζούσε ταυτόχρονα και τις ζωές όλων των ανθρώπων του κόσμου, οπότε αυτόματα η θέση του συγγραφέα προσδιοριζόταν στη “χρυσή τομή” του υποκειμενικού βιώματος με την αντικειμενική πραγματικότητα».
Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, το πεζογράφημα του Βασιλικού αφηγείται την ιστορία μιας παρέας επτά νέων ανδρών που ωριμάζουν στη Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του ΄50, παλεύοντας με τον έρωτα, τον θάνατο, το χάσμα των γενεών, τις ιδεολογίες, τα μετεμφυλιακά φαντάσματα.
Aυτό ακριβώς επιχειρεί να κάνει και ο βασικός πρωταγωνιστής του «Θύματα ειρήνης», ο φοιτητής της Νομικής και επίδοξος συγγραφέας Ηλίας, κλέβοντας στιγμιότυπα από τη ζωή των φίλων του και από τη δική του καθημερινότητα μέσα σε φοιτητικά αμφιθέατρα, σε πολιτικές λέσχες, στα καφενεία όπου συχνάζει η διανόηση, σε χριστιανικές οργανώσεις, σε ταπεινά ή μεγαλοαστικά διαμερίσματα, στους δρόμους, σε συλλαλητήρια, σε πορείες διαμαρτυρίας.
Μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ομολογημένα επηρεασμένο από την «Πανούκλα» του Καμί, το πεζογράφημα του Βασιλικού αφηγείται την ιστορία μιας παρέας επτά νέων ανδρών που ωριμάζουν στη Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του ΄50, παλεύοντας με τον έρωτα, τον θάνατο, το χάσμα των γενεών, τις ιδεολογίες, τα μετεμφυλιακά φαντάσματα, και αναζητώντας να αρπαχτούν από κάποιο ιδανικό που θα τους απάλλασσε από την υπαρξιακή τους πλήξη.
Αυτό το ιδανικό εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ως εξαιρετικά παράτολμο εγχείρημα: την αρπαγή της Νίκης της Σαμοθράκης από το Μουσείο του Λούβρου, εν ονόματι όλων των κλεμμένων θησαυρών από την περίοδο της τουρκοκρατίας που βρίσκονται στο εξωτερικό διασκορπισμένοι «σαν τα κόκκαλα ενός νεκρού πολιτισμού». Είναι ένα σχέδιο μάλλον καταδικασμένο να αποτύχει αλλά προφητικό, στο μέτρο που προαναγγέλλει τον αγώνα της Μελίνας Μερκούρη για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα και την πάντα αρνητική στάση των Βρετανών.
Πρωτοδημοσιευμένο το 1956, ιδία δαπάνη, με την παρότρυνση του Αντώνη Σαμαράκη και του Μένη Κουμανταρέα, το «Θύματα ειρήνης» σηματοδοτεί τη δεύτερη εμφάνιση στα γράμματα του Βασιλικού -είχε προηγηθεί η νουβέλα «Η διήγηση του Ιάσονα»- και μονολότι η εμπορική του απήχηση ήταν αμελητέα, δέχτηκε θετικά σχόλια από τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Παύλο Ζάννα, τον Γ.Π. Σαββίδη και διεκδίκησε με αξιώσεις το έπαθλο Ουράνη του 1957.
Φόρος τιμής σε μια Θεσσαλονίκη που μαγνητίζει, παθιάζει αλλά και εγκλωβίζει δημιουργώντας τάσεις φυγής, το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την ώρα που στον ορίζοντα ξεπροβάλλει το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης και ενώ οι μνήμες από την κατοχή και τον εμφύλιο είναι ακόμα νωπές. Καθώς μάλιστα στις σελίδες του εισβάλλουν κάθε τόσο ειδήσεις από την τρέχουσα επικαιρότητα, διακρίνει κανείς τα σπέρματα του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου προς το οποίο θα στραφεί αργότερα ο Βασιλικός, με κορυφαίο του επίτευγμα το «Ζ».
Η πιο πρόσφατη έκδοση του «Θύματα ειρήνης» από τον Γκοβόστη (2014) συνοδεύεται από μια κατατοπιστική εισαγωγή του πανεπιστημιακού νεοελληνιστή Θανάση Αγάθου στην οποία δίνεται, μεταξύ άλλων, και μια γεύση της ποιότητας της φιλίας που συνέδεε τον Βασιλικό με τον Κουμανταρέα στα νιάτα τους. Έχοντας διαβάσει το μυθιστόρημα πριν ακόμα δημοσιευτεί, ο Κουμανταρέας είχε στείλει μια πολυσέλιδη επιστολή τον Βασιλικό με επαίνους αλλά και με αντιρρήσεις και με συμβουλές σαν κι αυτές που ακολουθούν:
«Θέλω να σου πω», γράφει ο Κουμανταρέας στον φίλο του, «ότι τα “Θύματα…” μου έδωσαν τη σιγουριά ότι θα μπορέσεις μια μέρα να γράψεις πάρα πολύ καλά… Αυτό που σου χρειάζεται είναι να φύγεις γρήγορα από τη Θεσσαλονίκη, να πας στο Παρίσι ή όπου αλλού νομίσεις καλό, και να κοιτάξεις να είσαι το ίδιο πάντα αγνός και το ίδιο ωραίος στην ψυχή, έστω κι αν αυτά τα δυο σου κοστίσουν πάρα πολλά- και συνήθως κοστίζουν. Ν’ αποφύγεις τη φθορά, με δυο λόγια. Να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, γιατί την αξίζει, και να μη μένεις ποτέ μόνο μ’ αυτήν την εμπιστοσύνη, να προχωράς ολοένα πιο πέρα και πιο βαθιά στη μεγάλη σπηλιά της Τέχνης, προσέχοντας να κρατάς τον δαυλό σου αναμμένο».