Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί πια τα πράγματα στην έξοδο της Αθήνας είμαστε πιο εξοικειωμένοι με τον κόσμο του κρασιού. Ακόμα και αν δεν είναι επικεντρωμένα σε μια fine dining εμπειρία, πλέον τα εστιατόρια προσέχουν τις λίστες τους, και τα μπαρ έχουν μπει σε αυτό το δρόμο, ακόμα και τα καλά καφέ έχουν να μας προτείνουν ψαγμένες ετικέτες.
Και κυρίως, αυτή η πόλη έχει πια wine bars που απευθύνονται σε όλους, μέρη που δεν πουλάνε ύφος, που φτιάχτηκαν για να περνάμε casual βράδια είτε ξέρουμε δυο - τρία πράγματα από κρασί είτε απλά θέλουμε να αφεθούμε στις προτάσεις τους.
Ένα από αυτά τα wine bars μόλις άρχισε να λειτουργεί σε ένα κτίριο - απομεινάρι του αθηναϊκού μοντερνισμού που στέκει Ζωοδόχου Πηγής και Βαλτετσίου γωνία από το 1928. Το ισόγειο όπου έστησαν το μαγαζί τους τρεις φίλοι και Εξαρχιώτες, ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, ο Θοδωρής Αλεξάκης και ο Γιάννης Παππάς κάποτε ήταν βιτρίνα του βραβευμένου για τη δουλειά του οργανοποιού Νικόλαου Μπρα - όποιος θέλει να επενδύσει σε ένα καλό βιολί έχει επισκεφθεί αυτό το εργαστήριο που εξακολουθεί να λειτουργεί δίπλα. Μόνο που κατά την προηγούμενη χρήση του τα παράθυρα του δεν άφηναν το φυσικό φως να μπει στον χώρο, βαριά κάγκελα και μαύρες κουρτίνες έκρυβαν το εσωτερικό και το καθιστούσαν απρόσιτο.
Και πως ορίζουν το μπαρ; «Είναι ένα χαλαρό μέρος στο οποίο κάποιος έρχεται για να διασκεδάσει, να γελάσει, να μιλήσει, να μιλήσει ακόμα και δυνατά, ίσως και να φασωθεί στις τουαλέτες».
Μέχρι που ήρθε η τριάδα του Gamay να αποκαλύψει την ομορφιά αυτού του ισογείου που μετράει κοντά έναν αιώνα ζωής. Με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα Μάρκου Μαραμπώτου και με σεβασμό στο παρελθόν του κτιρίου ανέδειξαν τα πιο γοητευτικά του στοιχεία, τη βαριά και περίτεχνη πόρτα του -ένα εξαίσιο δείγμα της ξεχασμένης τέχνης της κιγκαλερίας- τα πρώτα του δίχρωμα πλακάκια, ενώ έφτιαξαν και μια μπάρα από πράσινο μάρμαρο Τήνου και εμφανές τούβλο που απαρατήρητη δεν μπορεί να περάσει.
Αυτή η μπάρα είναι ο πυρήνας του μαγαζιού, γύρω από αυτή τρώμε και πίνουμε, τραπέζια δεν υπάρχουν. Γιατί το Gamay είναι ένα μπαρ σαν αυτά που κάνουμε στέκια, μόνο που είναι αφιερωμένο στο κρασί.
Και πως ορίζουν το μπαρ; «Είναι ένα χαλαρό μέρος στο οποίο κάποιος έρχεται για να διασκεδάσει, να γελάσει, να μιλήσει, να μιλήσει ακόμα και δυνατά, ίσως και να φασωθεί στις τουαλέτες», όπως το περιγράφει ο Γιάννης που είναι ο ειδικός επί του κρασιού και τον οποίο μπορεί να γνωρίζετε απ’ όταν ήταν wine manager του Mr. Vertigo, της ενημερωμένης κάβας του Κολωνακίου.
Αυτό που θέλει να πει είναι ότι δεν ήθελαν να κάνουν άλλο ένα σοβαροφανές wine bar, ότι είχαν στο μυαλό τους κάποια παρισιάνικα, κάποια βαρκελονέζικο, μια τέτοια κατάσταση. Γι’ αυτό και η μουσική τους δεν είναι απλά ένα χαλί, ενώ και αρκετά από τα πιάτα που προτείνουν για να μην πίνουμε ξεροσφύρι είναι στη λογική του bar food και μπορούμε να τσιμπάμε ακόμα και στο όρθιο -γιατί δεν είναι ότι καθόμαστε πάντα σε ένα μπαρ.
Για να πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, στην οινική λίστα που αυτή τη στιγμή αποτελείται από 135 ετικέτες βρίσκουμε ως επί το πλείστον κρασιά ήπιας οινοποίησης, τα λεγόμενα «φυσικά». Συναντάμε δουλειές από τον εγχώριο και τον διεθνή αμπελώνα, τα πράγματα είναι μοιρασμένα, σχεδόν 50 - 50, και Ελλάδα θα πιούμε και πολλή Γαλλία, θα βρούμε κρασιά από την Ισπανία, την Ιταλία και όχι μόνο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι στο Gamay είναι δογματικοί, ότι δεν επιτρέπουν σε κανένα κρασί συμβατικής οινοποίησης να περάσει το κατώφλι τους «πιστεύω πάρα πολύ στους ανθρώπους, έτσι αν υπάρχει ένας παραγωγός που γνωρίζω τη νοοτροπία και τη φιλοσοφία του και τον σέβομαι πολύ, που ξέρω ότι και εκείνος με τη σειρά του σέβεται το περιβάλλον αλλά μπορεί να μην ακολουθεί το πρωτόκολλο φυσικής οινοποίησης αυστηρά για τους δικούς του λόγους δεν θα με εμποδίσει κάτι από το να τον συμπεριλάβω στη λίστα», εξηγεί ο Γιάννης.
Από τις 135 ετικέτες τις 20 από αυτές τις βρίσκουμε και σε ποτήρι, οι οποίες φυσικά θα ανανεώνονται ανά διαστήματα προκειμένου να έχουμε να δοκιμάζουμε διαφορετικά πράγματα. Tο πιο οικονομικό τους μπουκάλι είναι στα 25 ευρώ και τα ποτήρια ξεκινούν από τα 6. Τι βρίσκουμε σε κρασί στο Gamay (προφέρεται «γκαμέ», αν και οι δημιουργοί του ξέρουν πως σε κάποιους μας αρέσει να το λέμε όπως το διαβάζουμε) που δεν πολυπαίζει έξω; Σίγουρα κρασιά από την ομώνυμη, κόκκινη και παραγνωρισμένη γαλλική ποικιλία που έδωσε και το όνομα της στο μαγαζί μια και αρέσει πάρα πολύ στον Γιάννη, και μας προτείνει να τη γνωρίσουμε καλύτερα.
Είναι το σταφύλι - δευτεραγωνιστής στη Βουργουνδία, έρχεται μετά το pinot noir που έχει πάρει όλη τη δόξα, είναι κάπως αδικημένο γιατί δεν είναι fancy, έχει ταυτιστεί με το Beaujolais Nouveau και γι’ αυτό δεν του έχουμε την απαραίτητη σημασία, «ο περισσότερος κόσμος νομίζει πως ότι Beaujolais και αν πιει δεν θα αξίζει, στην πραγματικότητα όμως αν δοκιμάσετε Beaujolais crus ή ακόμα και Beaujolais Villages θα αλλάξετε γνώμη, μάλιστα, οι τιμές τους είναι αυτή τη στιγμή δέκα φορές χαμηλότερες από μια ερυθρή Βουργουνδία και αυτό τα καθιστά ιδανικά για να γίνουν τα everyday κρασιά μας».
Ποτά δεν έχουν, φτιάχνουν όμως τρία κοκτέιλ - συνταγές του Νίκου Σωτηρόπουλου - το νεγκρόνι τους είναι σοβαρό, να το προτιμήσετε. Στα του φαγητό τώρα, αυτό το έχει επιμεληθεί ο Μίλτος Αρμένης και το εκτελεί ο Νίκος Μαυροματάκης. Το μενού πατάει σε διάφορες διεθνείς αναφορές και σε γεύσεις που λίγο - πολύ όλοι αγαπάμε, βασίζεται σε δικές τους παρασκευές. Επίσης, στο Gamay δεν θα ακολουθούν την εποχικότητα μόνο στα λαχανικά, θα το κάνουν και για τη λίστα των τυριών τους που είναι και ντόπια και ξένα, κάποια από αυτά έρχονται από μικρούς παραγωγούς.
Φτιάχνουν όμως και το δικό τους τυρί, ένα λιβανέζικο κρεμώδες λάμπνε που έρχεται μαζί με ψωμί από την Kora και είναι πολύ ωραίος μεζές ενώ σύντομα θα μπορούμε να δοκιμάσουμε και τα δικά τους αλλαντικά - ήδη το μπέικον που βάζουν στο στο mac 'n' cheese τους δεν είναι αγοραστό. Στα must - try είναι σίγουρα το ταρτάρ σαν κερκυραϊκό παστιτσάδο με κρέμα γραβιέρας, η τυροκαυτέρη τους με φέτα που την καπνίζουν οι ίδιοι και στην οποία βουτάμε μπαγκέτα από το Τρομερό Παιδί, η καβουροσαλάτα τους με πράσινο μήλο και πεκάν, η pinsa τους με μορταδέλα bologna και φιστίκι που είναι βέβαιο ότι θα σαρώσει.
Δεν έχουν αυστηρό μουσικό ύφος, πότε παίζουν ντίσκο, πότε ροκιές, μια μέρα έπαιξαν και Olympians και η μπάρα ανταποκρίθηκε. Και αν ανήκετε σε εκείνους που είστε επιφυλακτικοί με τη φυσική οινοποίηση, είναι μεγάλη κουβέντα αυτή και δεν καλύπτεται εύκολα, θέλει δοκιμές και χρόνο για να πειστείτε πως υπάρχουν και εκείνα που είναι δουλεμένα, πολύ νόστιμα, αληθινά κρασιά με χαρακτήρα, ή μπορείτε πολύ απλά να εμπιστευτείτε έναν άνθρωπο σαν τον Γιάννη που τα γνωρίζει πολύ καλά και φροντίζει στη λίστα του να να μην πέσετε πάνω σε πτητική οξύτητα.
Ζωοδόχου Πηγής 42, Εξάρχεια