ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΜΗ ΔΙΝΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ σε τέτοια «επιδερμικά» ζητήματα που εμπίπτουν στα θολά και κακόβουλα πεδία του κουτσομπολιού και της σπέκουλας, αλλά καμιά φορά είναι δύσκολο. Ο αντιπερισπασμός είναι πολύ έντονος, σε βαθμό που σε αποσπά από τη ροή της αφήγησης, όταν βλέπεις σε μια ταινία ή σε μια σειρά μια διάσημη ηθοποιό να μοιάζει σαν να έχει αντικατασταθεί από ένα κέρινο, φλου, πορσελάνινο, απαστράπτον, παγωμένο, ταριχευμένο ομοίωμά της.
Ακόμα κι αν μοιάζουν δεδομένες πλέον οι πλαστικές επεμβάσεις και τα ελιξίρια νεότητας οποιουδήποτε είδους που κάνουν από μια ηλικία και μετά οι σταρ προκειμένου να απαλείψουν τις ρωγμές του χρόνου από τη μορφή τους, ακόμα κι αν αντιλαμβάνεται κανείς τις πιέσεις που δέχονται, ειδικά οι γυναίκες, να παραμείνουν για πάντα στο καθαρτήριο ανάμεσα στη νεότητα και το γήρας, δεν παύει σε κάποιες περιπτώσεις το θέαμα να μοιάζει αλλόκοτο –σαν νεκρή φύση που ζωντάνεψε– και να προκαλεί το πιο αδιάκριτο, εξεταστικό και καχύποπτο βλέμμα.
Μα τι έχει κάνει; Πώς έγινε έτσι; Τι είναι αυθεντικό και τι είναι τοξίνη; Έχει μπει νυστέρι (και πού) ή βελόνα; Υπερβολικές δόσεις botox; Μαγικές κρέμες; Facetune; Φίλτρα; Οπτικά εφέ; Τεχνητή νοημοσύνη; Δεν μπορείς να εμπιστευτείς και την εικόνα πια…
Κάτι τέτοιες σκέψεις μου περνούσαν σαν ζιζάνια από το μυαλό καθώς εστίαζα υπνωτικά στη μορφή της Νικόλ Κίντμαν παρακολουθώντας το πρώτο επεισόδιο της νέας σειράς με τίτλο Expats όπου πρωταγωνιστεί. Όταν κατάφερα τελικά να αποδιώξω τα δαιμόνια και να συγκεντρωθώ στην πλοκή και τους χαρακτήρες, το επεισόδιο είχε φτάσει στο τέλος του (ελπίζω να επανέλθω με μια πιο εμπεριστατωμένη αποτίμηση διότι η σειρά που διαδραματίζεται στο Χονγκ Κονγκ έχει υποβλητική ατμόσφαιρα και μοιάζει να κρύβει ενδιαφέροντα μυστικά).
Πριν από μερικά χρόνια, η διάσημη ηθοποιός Ρέιτσελ Γουάιζ είχε δηλώσει ότι «το botox πρέπει να απαγορευτεί στους ηθοποιούς, όπως τα στεροειδή στους αθλητές». Βαριές κουβέντες. Καθεμία και καθένας έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται την εμφάνισή του όπως επιθυμεί.
Ίσως ήμουν εγώ, η «γωνία» από την οποία την είδα στη συγκεκριμένη σειρά, ίσως δεν είναι τόσο αλλαγμένη στην πραγματικότητα η Νικόλ Κίντμαν, παρότι τα μουρμουρητά για τη «δουλειά» που έχει ή δεν έχει κάνει στο κύριο, υποτίθεται, εκφραστικό / ερμηνευτικό εργαλείο ενός ηθοποιού –το πρόσωπό του/της– βαστάνε ήδη εδώ και δύο δεκαετίες. Παραμένουν όμως στο επίπεδο της παραφιλολογίας και του «κίτρινου» τύπου καθόσον αποτελεί ταμπού να θίγονται τέτοια θέματα σε σοβαρά μέσα.
Ορθώς, γενικά. Αυτόν τον κανόνα όμως είχε τολμήσει να παραβεί το 2007 –με «θύμα» τη Νικόλ Κίντμαν– η επιφανής (και εξαιρετική στα κείμενά της) Αμερικανίδα κριτικός κινηματογράφου Στέφανι Ζάκαρεκ όταν στην κριτική της για την ταινία του Νόα Μπάουνμπακ, Margot at the Wedding, αναρωτιόταν: «Τι έχει κάνει η Νικόλ Κίντμαν στο πρόσωπό της..; Είναι ανειλικρινές να προσποιείται κανείς ότι δεν παρατηρεί καμία αλλαγή. Το δέρμα της είναι, χωρίς αμφιβολία, πανέμορφο. Αλλά έχει μετατραπεί στον μεγαλύτερο περιορισμό της: ένα όριο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να τεντωθεί».
Πριν από μερικά χρόνια, η διάσημη ηθοποιός Ρέιτσελ Γουάιζ είχε δηλώσει ότι «το botox πρέπει να απαγορευτεί στους ηθοποιούς, όπως τα στεροειδή στους αθλητές».
Βαριές κουβέντες. Καθεμία και καθένας (και συχνά τα αποτελέσματα του ακραίου «λίφτινγκ» είναι πολύ πιο γκροτέσκα και αλλόκοτα στους άνδρες) έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται την εμφάνισή του όπως επιθυμεί. Απλά, κάποιες φορές και ειδικά όταν πρόκειται για ερμηνεύτριες και ερμηνευτές τόσο μεγάλου διαμετρήματος και με τόσο μεγάλη ιστορία ανάμεσα σ’ εκείνους και το κοινό, όπως στην περίπτωση της Νικόλ Κίντμαν, είναι σαν να διακόπτεται απότομα και περίεργα η οικεία και εξελικτική σχέση που έχεις αποκτήσει μαζί τους μέσα στα χρόνια.
Αντί να χάνονται στον ρόλο τους παραμένοντας αναγνωρίσιμοι, τους παρατηρείς σαν αξιοπερίεργα όντα που στέκονται εκτός χρόνου αλλά κυρίως εκτός τόπου και εκτός πλαισίου της αφήγησης την οποία υπηρετούν. Ειδικά δε σε ταινίες ή σειρές εποχής όπου ξέρεις ότι τον καιρό που εκτυλίσσεται η υπόθεση, δεν υπήρχαν τόσο ρετουσαρισμένα πρόσωπα σαν αυτό της πρωταγωνίστριας.