Το «American Fiction» είναι μια ωραία τούρτα στα μούτρα των συντηρητικών-προοδευτικών, ένα έργο που μαζεύει ένα σωρό κλισέ, για την οικογένεια, το χρώμα, τη σεξουαλικότητα, τη διανόηση και την κατάκτηση της υποτιθέμενης επιτυχίας, και τα σερβίρει εκδικητικά και συγκινητικά, ως οφείλει η κορυφαία λογοτεχνική κομεντί της χρονιάς – μαζί με το «Poor Things». Διασκευάζοντας (ενίοτε κόβοντας ό,τι θεώρησε πλεονασμό) το μυθιστόρημα «Erasure» του Πέρσιβαλ Έβερετ από το 2001, ο τηλεοπτικός σεναριογράφος Κορντ Τζέφερσον κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μια πανέξυπνη σάτιρα, που ως ένα βαθμό μοιάζει στη βασική πλοκή με τους «Παραγωγούς» του Μελ Μπρουκς: ο Αφροαμερικανός Τελόνιους Έλισον, που όλοι αποκαλούν για ευνόητους λόγους Μονκ –εκτός από τη μητέρα του, η οποία πάσχει από άνοια και από μικρό τον φωνάζει χαϊδευτικά «Monkee» (η θρυλική Λέσλι Άγκαμς, υπέροχη)– είναι καθηγητής ανθρωπιστικών σπουδών που τσακώνεται με τους μαθητές του και συγγραφέας απελπιστικά αποτυχημένων βιβλίων, ο οποίος γράφει ένα ψευδο-βιωματικό μυθιστόρημα προκλητικά κολακευτικό προς ένα αναγνωστικό κοινό πολύ λευκό και ακόμη περισσότερο πρόθυμο να αγκαλιάσει τη μαύρη κοινότητα και τις βασανισμένες ραψωδίες της.
Βασικά, ο σκυθρωπός Μονκ είναι βαθιά απογοητευμένος από την εμπορευματοποίηση του μαύρου ιδιώματος και με το σατιρικό του αφήγημα βάζει το δάχτυλο στην πληγή της έντεχνα μελοδραματικής πλοκής που το κοινό έχει μάθει να περιμένει και, αντιδρώντας με υπερβάλλοντα ζήλο πολιτικής ορθότητας, σπεύδει να επικροτήσει.
Το υπογράφει με το ψευδώνυμο Σταγκ Ρ. Λι, παριστάνοντας έναν φυγόδικο βαρυποινίτη, κι ενώ είναι σίγουρος για την αποτυχία του, βρίσκει αναπάντεχα μεγάλη εμπορική και κριτική ανταπόκριση, έκπληκτος μπροστά στην πανηγυρική διάψευση όσων ήθελε να αποδείξει στον εαυτό του, τον ατζέντη του, και μια συγγραφέα που ανταγωνίζεται και ολόψυχα σιχαίνεται, τη Σιντάρα Γκόλντεν (Ίσα Ρέι), η οποία είχε σουξέ με το επιτηδευμένου ύφους και γλώσσας «We’s Lives in da Ghetto». Βασικά, ο σκυθρωπός Μονκ είναι βαθιά απογοητευμένος από την εμπορευματοποίηση του μαύρου ιδιώματος και με το σατιρικό του αφήγημα βάζει το δάχτυλο στην πληγή της έντεχνα μελοδραματικής πλοκής που το κοινό έχει μάθει να περιμένει και, αντιδρώντας με υπερβάλλοντα ζήλο πολιτικής ορθότητας, σπεύδει να επικροτήσει.
Παράλληλα με την εκδοτική φάρσα, που μάλιστα φτάνει στα όρια της αστρονομικής προσφοράς από χολιγουντιανό παραγωγό για τα δικαιώματα της κινηματογραφικής μεταφοράς, ο Μονκ επιστρέφει στο πατρικό του στη Βοστώνη. Εκεί βρίσκει, για σύντομο χρονικό διάστημα, τη γιατρό αδελφή του, Λίσα (Τρέισι Έλις Ρος), και τον αδελφό του Κλιφ (ο Στέρλινγκ Κ. Μπράουν σε μια πολύ διασκεδαστική ερμηνεία), ο οποίος μόλις έχει χωρίσει από τη σύζυγό του, έχει κάνει coming out και, ξεδίνοντας στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, γλεντάει και το χάνει από τη μια σκηνή στην άλλη. Η ιδιαιτερότητα και η επιτυχία του ασυνήθιστου, κοφτερού «American Fiction» είναι πως, παράλληλα με τη συνειδητοποίηση του μηχανισμού της σύγχρονης κουλτούρας ιδεών, ο πρωταγωνιστής συμφιλιώνεται με τους απομακρυσμένους συγγενείς του, ανακαλύπτει τη δική του αισθηματική παθολογία στη γνωριμία του με μια ενδιαφέρουσα και θερμή γυναίκα (μια σχέση που αρχικά υποτιμά) και ζυμώνεται με τους ανθρώπους που μια ζωή απέφευγε, κυνηγώντας στεγνές εμμονές και ανεφάρμοστες θεωρίες.
Ο μεγάλος, άδικα παραγνωρισμένος από το ευρύ κοινό Τζέφρι Ράιτ είναι ιδανικός πλοηγός σε αυτή την κωμική περιπέτεια, καταπληκτικός παρτενέρ σε όλους τους συμπρωταγωνιστές του –η σχέση του στην ταινία με την Έλις Ρος φαίνεται πραγματικά συγγενική, ενώ αξίζει κανείς να παρακολουθήσει τις εκφραστικές αντιδράσεις του απέναντι στον Μπράουν– και συνδημιουργός σε μια σεναριακή κατασκευή δύσκολης ερμηνείας, δίνοντας ζωντάνια και ειλικρίνεια στο meta περιεχόμενό της. Το βιβλίο που τόσα χρόνια πάσχιζε να γράψει, τελικά, ήταν η ζωή που άφησε πίσω του και ξεδιπλώνεται αναδρομικά και σταδιακά μπροστά στα πιο έμπειρα μάτια και μέσα στην πιο ραγισμένη του καρδιά. Είναι υποψήφιος για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου, όπως και ο Στέρλινγκ Κ. Μπράουν στον αντίστοιχο δεύτερο, ο Κορντ Τζέφερσον στις κατηγορίες της ταινίας και του σεναρίου, καθώς και η Λόρα Κάρπμαν για το έξοχο, τζαζ μουσικό σκορ της.
Το υποψήφιο για 5 Όσκαρ «American Fiction» προβάλλεται στη streaming πλατφόρμα Amazon Prime.