Το «Saltburn» είναι η «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ» της Πατρίσια Χάισμιθ, ο Ρίπλεϊ και τα θύματά του σε ελαφρότατη παραλλαγή, και μια αρσενική «Υποσχόμενη Νέα Γυναίκα», από την Έμεραλντ Φένελ, η οποία πρόπερσι κέρδισε το Όσκαρ σεναρίου, και εδώ ξεδιπλώνει μεγάλες προσδοκίες σκηνοθετικής δόξας, τσάμπα μπαρόκ ωστόσο.
Ο πανταχού παρών στα glossy εξώφυλλα του 2023 Τζέικομπ Ελόρντι είναι ο Φίλιξ, γόνος αριστοκρατικής δυναστείας, φοιτητής στην Οξφόρδη, αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν «toff», ένα προνομιούχο παιδί, σνομπ ερήμην του και γεννημένο στα πούπουλα, ακριβώς σαν τον Τζέρεμι Άιρονς (όπου κι αν παίζει, έτσι είναι φτιαγμένος) ή τον Τζουντ Λο ως Ντίκι Γκρίνλιφ στην άψογη ταινία του Άντονι Μινγκέλα. Αντίθετα ο Όλιβερ είναι ένα λαϊκό παιδί, επιμελής φοιτητής, ντροπαλός, αόρατος, που κολλάει στον ψηλό και αεράτο Φίλιξ για παρέα, προσοχή, και ίσως κάτι ακόμη, λανθάνον, ερωτικό, προς τη μανιακή του πλευρά. Του λέει κλαίγοντας πως πέθανε ο προβληματικός πατέρας του και του έμεινε η εθισμένη σε ουσίες μητέρα του, περισσότερο για να κερδίσει τη συμπάθειά του.
Και το καταφέρνει: ο Φίλιξ τον καλεί στην αχανή οικογενειακή έπαυλη, το Saltburn του τίτλου, για τις διακοπές. Εκτός από τα μπάνια στις λιμνούλες, τα τσιγάρα (είμαστε στο 2006), τις μουσικές και τις γυμνές ηλιοθεραπείες στα στάχυα που λικνίζονται, γνωρίζει τους γονείς του συμφοιτητή και φίλου του, τον χαρωπό και αθεράπευτα British σερ Τζέιμς και τη φλύαρη, εγωκεντρική Dame Έλσπεθ, η οποία απεχθάνεται την ασχήμια, φιλοξενεί σαν από ελεημοσύνη τη φίλη Πάμελα (έξοχα ανερμάτιστη η Κάρι Μάλιγκαν), επιμένει σε δείπνα με σμόκιν και τουαλέτες, και, όπως διατείνεται στην πιο πιασάρικη ατάκα της ταινίας, ήταν λεσβία σε μια φάση, αλλά… πολλή υγρασία, το γύρισε στους άνδρες, πιο ξεροί!
Η ταξική εκδίκηση του «Saltburn», αμπαλαρισμένη σε pop soundtrack και μπαρόκ πλάνα, ποζάρει ως σάτιρα της υψηλής κοινωνίας και χρησιμοποιεί τον παρείσακτο προλετάριο ως αιχμή του δόρατος για την ανώμαλη, συνοπτική πτώση των επιφανών βαμπίρ του βρετανικού γαλάζιου αίματος από τον αιώνιο θρόνο της α(συ)ναισθησίας και του παράλογου δικαιωματισμού τους.
Στην καλοντυμένη, οκνή παρέα βρίσκονται η αδελφή του Φίλιξ, η θλιμμένη Βενίσια, που ο «Όλι» προσεγγίζει ανορθόδοξα ένα αιματοβαμμένο σούρουπο, και ο Αμερικανός ξάδελφος, ο Μάικλ Γκάρβεϊ, συνομήλικος και συμφοιτητής, σπιούνος και παράσιτο, που ζει από τη φιλανθρωπία του σερ Τζέιμς και είναι δηκτικός απέναντι στον ευνοούμενο του φετινού καλοκαιριού – του υπενθυμίζει πως όλα τα πλούτη που αντικρίζει θα γίνουν σύντομα πολύ μακρινό παρελθόν και, σε περίπτωση που λιμπίζεται το lifestyle των εκλεκτών, το όνειρό του θα παραμείνει άπιαστο.
Δεν τα υπολόγισε, ωστόσο, καλά ο πιο αδύναμος απ’ όσο νομίζει Γκάρβεϊ: ο Όλιβερ μπορεί να μην είναι τόσο γρήγορος όσο το επώνυμό του (Quick), αλλά παρατηρεί τους πάντες, μεθοδεύει την παραμονή του, φροντίζει να συμφωνεί με τα αμφιλεγόμενα αποφθέγματα της Έλσπεθ (απολαυστική και ουσιαστική όπως εξελίσσονται τα πράγματα η Πάικ), τριγυρίζει τον κολλητό του με διάθεση αναμονής αρπακτικού και κρυφή ερωτική λατρεία, ομολογώντας αναδρομικά πως τον αγάπησε, αν και μάλλον δεν τον ερωτεύτηκε, και αντέχει τις προσβολές σαν βετεράνος πρωταθλητής των προσωπικών καταστροφών, ακόμη κι όταν ο εύθραυστος πύργος ψεμάτων καταρρεύσει από μια τυχαία αποκάλυψη. Ναι, είναι υποκριτής, όπως και ο Ρίπλεϊ, διαθέτει ένα βασικό προσχέδιο δράσης που μεταβάλλεται ανάλογα με τις περιστάσεις και δεν παραλείπει να βρίσκεται κοντά στους καταλύτες και τις κρίσεις. Και θα γίνουν πολλές από δαύτες στην ταινία, ατυχήματα, απώλειες και τραγωδίες, όσες δεν προδικάζει το βουτηγμένο στη θερινή ραστώνη και τις λάγνες διασταυρώσεις βλεμμάτων και αγγιγμάτων πρώτο μισό του «Saltburn», και τόσες που δεν κατάφερε να χωρέσει ούτε η τηλεοπτική «Δυναστεία» στις πρώτες σεζόν.
Η διαφορά είναι πως η Έμεραλντ Φένελ διαθέτει πιο σύνθετη γραφή και προηγμένη ματιά σε σχέση με μια επίπεδων εντυπωσιασμών σειρά από τα '80s, αν και λείπει το βάθος των χαρακτήρων που συνέθετε η Χάισμιθ, και τελικά η ουσία των πράξεών τους. Η ταξική εκδίκηση του «Saltburn», αμπαλαρισμένη σε pop soundtrack και μπαρόκ πλάνα, ποζάρει ως σάτιρα της υψηλής κοινωνίας και χρησιμοποιεί τον παρείσακτο προλετάριο ως αιχμή του δόρατος για την ανώμαλη, συνοπτική πτώση των επιφανών βαμπίρ του βρετανικού γαλάζιου αίματος από τον αιώνιο θρόνο της α(συ)ναισθησίας και του παράλογου δικαιωματισμού τους. Μάλιστα, οι σκηνές με τον Όλιβερ του Μπάρι Κιόγκαν να κάνει σεξ με λυγμούς, γυμνός, μόνος του, στο νωπό χώμα ενός από τους τάφους των «τυχαίων» θυμάτων, να γλείφει το νερό της μπανιέρας και μαζί λίγο σπέρμα, και φυσικά ο αυτοκρατορικός, και πάλι γυμνός χορός του θριάμβου στην άδεια έπαυλη, μοιάζουν να έχουν στον νου τους τη χρήση τους ως μεμονωμένα reels παρά ως οργανικά στοιχεία της πολυπρόσωπης συντριβής που κατακλύζει την πλοκή του «Saltburn» σαν πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα.
Ο φακός της Φένελ και του έμπειρου διευθυντή φωτογραφίας Λάινους Σάνγκρεν ερωτοτροπεί ευφορικά κι ασύστολα με το σώμα και κυρίως με το πρόσωπο του Τζέικομπ Ελόρντι/Φίλιξ, ξαπλωμένο, μεθυσμένο ή ελαφρώς συνοφρυωμένο, να παρτάρει ή να σκοτώνει τον χρόνο του, με ένα γλειφιτζούρι, μια τυχαία γκόμενα ή ένα μπουκάλι σαμπάνιας στα χέρια του, και να τσιμπάει με αφέλεια το λακωνικό αφήγημα του κακομοίρη φιλαράκου. Σίγουρα χαζευτική περιήγηση στο φωτογενές χάρισμα (rizz, για να εφαρμόσουμε τον πιο δημοφιλή αγγλόφωνο νεολογισμό της χρονιάς) του Ελόρντι, αλλά παραμένει επίφαση της κενότητας, διασκεδαστική όσο κρατά, καπνός μόλις παρέλθει, όπως ακριβώς και η hip μετασκευή του Ρίπλεϊ και ολόκληρο το φαντεζί φιλμ.
Με τόση προϊστορία, όχι μόνο από την εργογραφία της Πατρίσια Χάισμιθ με ήρωα τον δισυπόστατο ύποπτο, αλλά γενικά από όλα τα crime thrillers που έχουν προηγηθεί, είναι δυνατόν κανείς να μην έδωσε σημασία στον ένα και μοναδικό άνθρωπο που ήταν παρών σε οτιδήποτε συνέβη στην ταινία;
Το Saltburn προβάλλεται στην πλατφόρμα Amazon Prime Video.