ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η φιλανθρωπική οργάνωση Oxfam δημοσιεύει κάθε χρόνο μια μελέτη σχετικά με το πόσο πλούτο κατέχουν οι λεγόμενοι υπερ-πλούσιοι του πλανήτη.
Η φετινή μελέτη ήταν εντυπωσιακή. Αποκαλύφθηκε ότι οι πέντε πλουσιότεροι άνδρες στον κόσμο έχουν διπλασιάσει τον πλούτο τους στην περίοδο από το 2020 και μετά. Επτά από τις δέκα μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο έχουν έναν δισεκατομμυριούχο ως διευθύνοντα σύμβουλο ή κύριο μέτοχο. Συνδυαστικά, η αξία αυτών των εταιρειών –στις οποίες περιλαμβάνονται η Apple, η Microsoft και η Saudi Aramco– υπερβαίνει το ΑΕΠ όλων των χωρών της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής μαζί. Δηλαδή 87 χώρες: ουσιαστικά, όλα όσα αγοράζουν, πωλούν, καταναλώνουν, παράγουν και ονειρεύονται δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι μέσα σε ένα ολόκληρο έτος.
Η οργάνωση ανέφερε επίσης ότι, μέσα σε μια δεκαετία, ο κόσμος θα δει πιθανότατα τον πρώτο τρισεκατομμυριούχο. Το τρισεκατομμύριο με τα δώδεκα μηδενικά του είναι ένας αριθμός που μουδιάζει το μυαλό.
Τι σημαίνει όμως για μια κοινωνία να έχει τον πρώτο της τρισεκατομμυριούχο και πώς διαφέρει από τον πλούτο των ολιγαρχών στο παρελθόν; Ο Γερμανοαμερικανός επιχειρηματίας Τζον Τζέικομπ Άστορ ήταν ο πρώτος εκατομμυριούχος. Έκανε την περιουσία του τον 18ο και τον 19ο αιώνα αγοράζοντας και πουλώντας πράγματα: γούνες, ακίνητα στη Νέα Υόρκη και όπιο που μεταφερόταν λαθραία στην Κίνα. Ο Άστορ προέβλεπε τις τάσεις και εκμεταλλευόταν τη γεωπολιτική κατάσταση για να πλουτίσει. Ο πλούτος του παρήγαγε περισσότερο πλούτο.
Τα κέρδη των υπερ-πλουσίων κυριολεκτικά δεν έχουν κερδηθεί. Αυτό δεν αποτελεί κάποια κριτική: είναι ο ακριβής όρος (unearned) που χρησιμοποιούν οι αμερικανικές φορολογικές υπηρεσίες για τα χρήματα που αποκτώνται μέσω «εισοδημάτων επενδυτικού τύπου».
Στη συνέχεια ήρθε ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ, ο πρώτος δισεκατομμυριούχος. Ο Ροκφέλερ κατασκεύασε και επένδυσε σε διυλιστήρια πετρελαίου ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος άρχισε να εξαρτάται από την κηροζίνη και τη βενζίνη. Έφτασε να προΐσταται ενός τεράστιου μονοπωλίου, πνίγοντας τον ανταγωνισμό, γεγονός που έκανε τον ίδιο και την εταιρεία του, τη Standard Oil, ακόμη πλουσιότερους. Αυτό που πουλούσε ο Ροκφέλερ στο κοινό ήταν πιο εφήμερο από τις γούνες και τα σπίτια του Άστορ – η ίδια η φύση της ενέργειας είναι ότι καταναλώνεται. Αλλά μπορούσες να τη δεις, να τη μυρίσεις και να την αγγίξεις, και επίσης μπορούσες να δεις πότε σωνόταν. Καλώς ή κακώς, τα προϊόντα της Standard Oil υπήρχαν στον πραγματικό κόσμο. Όλοι σήμερα πληρώνουμε το ανάλογο περιβαλλοντικό τίμημα.
Υπάρχουν περίπου 2.640 Ροκφέλερ στον κόσμο μας σήμερα, σύμφωνα με το Forbes. Όλοι ξεκίνησαν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο: ιδρύοντας εταιρείες, αγοράζοντας κτίρια και φτιάχνοντας εγκαταστάσεις, κληρονομώντας περιουσιακά στοιχεία από την οικογένεια κ.ο.κ., αν και οι νέοι δισεκατομμυριούχοι εργάζονται κυρίως στους τομείς της οικονομίας και της τεχνολογίας, επωφελούμενοι όχι τόσο από υλικά πράγματα αλλά από την τεχνογνωσία, τις ιδέες και το τζογάρισμα. Ο τρόπος με τον οποίο πολλές από αυτές τις περιουσίες έφτασαν σε τόσο ιλιγγιώδη επίπεδα είναι μέσω επενδύσεων, σπέκουλας και κερδοσκοπίας. Η τάξη των δισεκατομμυριούχων δεν εργάζεται απλώς: βάζει τα χρήματά της να δουλέψουν και η αγορά τους ανταμείβει αναλόγως.
Η λίστα δισεκατομμυριούχων του Bloomberg που κατατάσσει τους 500 πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, ενημερώνεται στο τέλος κάθε ημέρας, αποκαλύπτοντας πόσο δραματικά μπορεί να αυξηθεί και να μειωθεί αυτός ο πλούτος. Στις 24 Ιανουαρίου, ο Ίλον Μασκ, ο οποίος βρίσκεται στην κορυφή του καταλόγου, έχασε 937 εκατομμύρια δολάρια, έτσι απλά.
Η ζωή όμως είναι το ίδιο δύσκολη και για τους άνδρες και τις γυναίκες που βρίσκονται στον πάτο της λίστας: ο μεγαλοχρηματιστής της Γουόλ Στριτ, Καρλ Ικάν, που βρέθηκε στο νούμερο 497, έχασε 17,9 εκατ. δολάρια σε σχέση με την προηγούμενη ημέρα. Ο αριστοκράτης Χιου Γκρόσβενορ, η περιουσία του οποίου προέρχεται από τα ακίνητα, ούτε έχασε ούτε κέρδισε τίποτα εκείνη την ημέρα, καταλαμβάνοντας την θέση 157. Αυτές οι διακυμάνσεις είναι διδακτικές: μας δείχνουν πόσο αφηρημένη και ρευστή μπορεί να είναι μια αμύθητη η περιουσία. Το πραγματικό άθροισμα δεν είναι το ζητούμενο – όχι όταν μπορεί να αυξάνεται και να μειώνεται τόσο γρήγορα.
Τα κέρδη των υπερ-πλουσίων κυριολεκτικά δεν έχουν κερδηθεί. Αυτό δεν αποτελεί κάποια κριτική: είναι ο ακριβής όρος (unearned) που χρησιμοποιούν οι αμερικανικές φορολογικές υπηρεσίες για τα χρήματα που αποκτώνται μέσω «εισοδημάτων επενδυτικού τύπου». Ενώ ο Άστορ και ο Ροκφέλερ ακολούθησαν το βασικό αξίωμα της μεγιστοποίησης του πλούτου, δηλαδή αγόραζε φτηνά, πούλα ακριβά και τοποθέτησε τα χρήματα σε καταπιστεύματα, φιλανθρωπικά ιδρύματα και άλλα οχήματα μείωσης της φορολογίας, σήμερα αυτή η λογική έχει περάσει στο επόμενο επίπεδο.
Οι περισσότεροι από εμάς πληρώνουμε φόρο με διψήφιο συντελεστή. Οι δισεκατομμυριούχοι, από την άλλη πλευρά, «μπορούν να δανείζονται έναντι των αυξανόμενων επενδύσεών τους χρόνο με τον χρόνο χωρίς να οφείλουν ούτε δεκάρα σε φόρους». Αυτή η δήλωση δεν προέρχεται, παρεμπιπτόντως, από τον Μπέρνι Σάντερς, αλλά από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο, ο οποίος το 2022 πρότεινε έναν ελάχιστο φόρο 20% για τα «νοικοκυριά» με περιουσία άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Η πρόταση σκόνταψε σε κύμα αντιδράσεων και δεν προχώρησε.
Η επικείμενη άφιξη του πρώτου τρισεκατομμυριούχου σηματοδοτεί ένα ακόμη βήμα προς τα πίσω στον αγώνα για μια πιο ισορροπημένη οικονομία και μια πιο υγιή δημοκρατία. Η τάξη των δισεκατομμυριούχων, άλλωστε, είναι εκείνη που διαστρεβλώνει την ισορροπία δυνάμεων στην αγορά, στην πολιτική και στην κοινωνία. Τα μέλη της κατέχουν εφημερίδες και ενημερωτικά μέσα που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Κάνουν δωρεές σε πολιτικούς που ψηφίζουν τους νόμους που οι ίδιοι επιθυμούν. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, το 11% των δισεκατομμυριούχων του πλανήτη έχει αναλάβει ή έχει επιδιώξει να αναλάβει πολιτικό αξίωμα, με το ποσοστό της συμμετοχής δισεκατομμυριούχων στις απολυταρχίες να αγγίζει το εκπληκτικό 29%.
Ιστορικά, οι σημαντικότερες μειώσεις της οικονομικής ανισότητας έχουν επέλθει μετά από πολέμους, λοιμούς και διάσπαρτη ανασφάλεια. Διανύουμε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από όλα αυτά, αλλά δεν φαίνεται να έχουμε γίνει σοφότεροι και η απόδειξη είναι ότι σύντομα θα εισέλθουμε στην εποχή των τρισεκατομμυριούχων. Η αύξηση των φόρων, η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και η επιδίωξη της αναδιανομής των πόρων σε αυτούς που τους χρειάζονται είναι όλες εξαιρετικές πρωτοβουλίες που αξίζουν ευρείας δημόσιας υποστήριξης, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. H ανισότητα μεταξύ χωρών και λαών έχει μεγάλη σημασία επίσης. Αλλά οι κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να αποκλείουν ακόμα πιο ριζοσπαστικά μέτρα, όπως η θέσπιση ανώτατου ορίου στον νόμιμο πλούτο που μπορεί να κατέχει κάποιος. Από ένα σημείο και μετά, τα μηδενικά δεν αντιστοιχούν σε τίποτε πραγματικό.
Με στοιχεία από The Guardian