Ήταν από τις πρώτες που αντιλήφθηκαν την ευεργετική μεταδοτικότητα των social media, η νέα γυναίκα που έδωσε πρόσωπο στον φεμινισμό του 21ου αιώνα, εκείνη που κατάλαβε πως ανάμεσα στον φασιονίστικο υπερσεξουαλισμό του «Sex and the City» και τον teen ελιτισμό του «Gossip Girl» υπήρχε ζωτικός χώρος για κάτι εναλλακτικό: με το «Girls», η Λίνα Ντάναμ φάνηκε να εδραιώνεται στο τηλεοπτικό mainstream, αφού πρώτα είχε αποσπάσει το ενδιαφέρον του Τζαντ Άπατοου και του κυκλώματος του ανεξάρτητου σινεμά με το «Tiny Furniture», που έγραψε και σκηνοθέτησε η ίδια.
Μέσα σε λίγα χρόνια, η Νεοϋορκέζα συγγραφέας βρισκόταν παντού, υπογράφοντας κερδοφόρα συμβόλαια με το HBO, εκδίδοντας δύο βιβλία με τον υψηλού προφίλ οίκο Random House, παίζοντας σε μια ταινία της μητέρας της που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, ενσαρκώνοντας τη Βάλερι Σολάνας στο «American Horror Story», και κυρίως επινοώντας ένα newsletter με τη σεναριογράφο και παραγωγό Τζένι Κόνερ, το περίφημο «Lenny Letter», με την υποστήριξη γιγάντων των media όπως η Hearst και στη συνέχεια η Conde Nast. Όχι εντελώς ξαφνικά, η επιδραστική αυτοκρατορία της Ντάναμ κατέρρευσε κάπου στο 2018, το «Girls» έκλεισε τον κύκλο του, η τακτική της επιστολογραφία κατέβασε ρολά ελλείψει συνδρομητών, η ταινία της, «Camping», έπεσε στο κενό, και το ίδιο συνέβη με μια παραγωγή που εξαφανίστηκε όταν ο Σπίλμπεργκ και ο Έιμπρααμς έχασαν τον ενθουσιασμό τους.
Δεν είναι μόνο ότι το ραντεβού της Ντάναμ με το κοινό της ματαιώθηκε, αλλά η περσόνα της αμφισβητήθηκε, με τον ίδιο τρόπο που λίγο καιρό πριν απογειώθηκε. Κατηγορήθηκε για απρεπή σχόλια και εκτεταμένο ρατσισμό, ακόμη και για σεξισμό, πράγματα για τα οποία αναγκάστηκε να απολογηθεί. Πάντα μαχητική, υπερασπίστηκε σθεναρά το δικαίωμά της στο λάθος και, με σταθερή πίστη στον ανοιχτό διάλογο, μοιράστηκε δημόσια το πρόβλημά της με την εξάρτηση από τα οπιοειδή, θέλοντας ίσως να δικαιολογήσει τη διαφορά της εικόνας της σε σχέση με το ξεκίνημα της καριέρας της.
Δεν είναι σίγουρο τι είχε στο μυαλό της η Ντάναμ αναλαμβάνοντας έναν ρόλο που δεν έγραψε σε μια ταινία που δεν σκηνοθέτησε, πέρα ίσως από την ταύτιση με μια γυναίκα εβραϊκής καταγωγής που θα επιθυμούσε να ακουμπήσει την καταγωγή της κι όχι μόνο να αναπαράγει την προφορική της ιστορία, ωστόσο κατάφερε να πλάσει έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα μιας κοπέλας που παλεύει μόνη της.
Ειλικρινά είχαμε (ξε)χάσει την Ντάναμ και τη μετεωρική, σίγουρα θορυβώδη περίπτωσή της, μέχρι την ταινία «Treasure», που έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο 74ο Φεστιβάλ Βερολίνου. Τη σκηνοθέτησε με συγκρατημένο, σχεδόν τηλεοπτικό τόνο η Τζούλια φον Χάινζ, η δημιουργός που έχει εργαστεί στην τηλεόραση και μας είχε ξαφνιάσει ευχάριστα με ένα σαφώς πιο δυναμικό ντεμπούτο, στο «And Tomorrow the Entire World». Η Γερμανίδα σκηνοθέτιδα ήθελε από καιρό να μεταφέρει στην οθόνη το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Αυστραλής Λίλι Μπρετ, «Too Many Men».
To «Treasure» εξιστορεί την εσωτερική ανάγκη μιας Νεοϋορκέζας συγγραφέως να ανατρέξει στις ρίζες της, επιχειρώντας να επισκεφθεί την Πολωνία το 1991, μαζί με τον πατέρα της, ο οποίος είχε να δει από κοντά την πατρίδα του από τον πόλεμο. Η σχέση ανάμεσα στον Έντεκ και τη Ρουθ, τη Ρούτι του, όπως την αποκαλεί, όταν δεν της απευθύνεται με ένα μπεμπεκίστικο υποκοριστικό που την τσαντίζει, δεν είναι εύκολη: από την αρχή, η νέα γυναίκα έχει καταστρώσει το ταξίδι με σφιχτό προϋπολογισμό και πνεύμα αντιλογίας σε έναν άνδρα που μοιάζει χαλαρός και bon vivant, άνετος με την επιστροφή σε έναν τόπο αποχωρισμού και θανάτου, γεγονός που απομακρύνει το συναίσθημα της κόρης του ακόμη περισσότερο.
Από την πρώτη τους συνάντηση στο αεροδρόμιο μέχρι την επίσκεψη στο Λοτζ και το Άουσβιτς, ο ζεστός και εγκάρδιος Έντεκ του Στίβεν Φράι (δοκιμάζει τα πολωνικά, αλλά παραμένει πάντα ο αξιαγάπητος Βρετανός που όλοι γνωρίζουμε πέρα από τις ερμηνείες του) κάνει τα πάντα για να πείσει τη Ρουθ πως μεγαλοποιεί ένα παρελθόν που έχει παρέλθει, και πως είναι μάταιο να εμμένει σε πληγές και χίμαιρες, αλλά και να διεκδικεί κειμήλια που δεν έχουν θέση στη ζωή τους πλέον. Αν και φαντάζει εντελώς περιττό ένα έργο για το Ολοκαύτωμα τη χρονιά της «Ζώνης Ενδιαφέροντος», το «Treasure» θα μπορούσε να καλύψει μια θέση στις κομεντί με το συγκεκριμένο δραματικό ντεκόρ, αλλά δεν είναι ούτε πρωτότυπα δραματική, ούτε και αρκούντως κωμική, παρά σε ελάχιστα χαμογελαστά σημεία αναλαμπής. Με την ανάπτυξη της πλοκής να στριφογυρίζει δεξιά κι αριστερά στα παρακμιακά ερείπια της, πρόθυμης να υποδεχθεί τους τουρίστες στα στρατόπεδα θανάτου, νωπής δημοκρατίας, ο «Θησαυρός» εξαντλείται σε μελό αντιπαραθέσεις που κλιμακώνονται σε μια αναμενόμενα τρυφερή συμφιλίωση.
Δεν είναι σίγουρο τι είχε στο μυαλό της η Ντάναμ αναλαμβάνοντας έναν ρόλο που δεν έγραψε σε μια ταινία που δεν σκηνοθέτησε, πέρα ίσως από την ταύτιση με μια γυναίκα εβραϊκής καταγωγής που θα επιθυμούσε να ακουμπήσει την καταγωγή της και όχι μόνο να αναπαράγει την προφορική της ιστορία, ωστόσο κατάφερε να πλάσει έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα μιας κοπέλας που παλεύει μόνη της, με βαριά σκιά και βαρετή ζωή, καταπιεσμένα όνειρα και έναν αποτυχημένο γάμο, και κυρίως με έναν πατέρα που την αντιμετωπίζει με ανωριμότητα, τη φέρνει σε αμηχανία όταν υπερβάλλει για τα επιτεύγματά της και τη ρεζιλεύει όποτε δημοσιοποιεί, κυρίως σε αγνώστους, λεπτομέρειες για την προσωπική της ζωή, με τον ζήλο, τη φόρα και την αλαζονεία ενός αμετανόητου survivor.
Τη γενεακή διαφορά φάσης η Ντάναμ την εντοπίζει και την τοποθετεί σωστά στην εποχή που προηγήθηκε της δικής της, όπως επίσης εντοπίζει με διακριτικότητα και ενίοτε με συγκίνηση τη βουβή κακοποίηση που δέχεται μια σβησμένη γυναίκα των '90s, στριμωγμένη μεταξύ περιορισμένων δικαιωμάτων και μιας εξωτερικής εμφάνισης που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη σε κανέναν, πόσο μάλλον στην ίδια. Αντί για το ετήσιο ραντεβού με το Holocaust film του φεστιβάλ, το «Treasure» κρύβει μέσα στην αληθινή ιστορία που πραγματεύεται το πορτρέτο μιας αργοπορημένης, επώδυνης ενηλικίωσης – και ίσως μια υπενθύμιση πως η Λίνα Ντάναμ, μακριά από τη συγκρουσιακή φούρια που εξαπέλυσε στα '00s, ψάχνει αλλού την ουσία.
Σκηνή από την ταινία «Treasure»