Η μία διαδραματίζεται σε έναν φωτεινό, πλαστικό κόσμο όπου τα πάντα είναι ντυμένα ροζ. Η άλλη σε έναν απομονωμένο ασπρόμαυρο κόσμο που μεταμορφώνεται, σε στυλ «Μάγου του Οζ», σ’ ένα φανταχτερό, steampunk σύμπαν. Αν και είναι πολύ διαφορετικές στυλιστικά, οι υποψήφιες για Όσκαρ ταινίες Barbie και Poor Things αποτελούν και οι δύο σύγχρονους φεμινιστικούς μύθους για τη δημιουργία μιας γυναίκας. Και οι δύο αναδιαμορφώνουν τα στάδια μιας ιστορίας ενηλικίωσης: Οι πρωταγωνίστριες ξεκινούν σε μια κατάσταση παιδικής αθωότητας και στη συνέχεια, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, περνούν μέσα από τη μητρότητα, καταλήγοντας σε ένα μέρος όπου δεν είναι ούτε μητέρα ούτε κόρη, αλλά συγχρόνως είναι και τα δύο, δημιουργώντας την αυτονομία τους ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο καταστάσεις της γυναικείας φύσης.
Το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου αντλεί την ιδέα του από το «Φρανκενστάιν» της Μέρι Σέλεϊ, στο οποίο ένας ιδιοφυής επιστήμονας συναρμολογεί και δίνει ζωή σε ένα τέρας που σπέρνει τον όλεθρο, ενώ ο ίδιος χάνεται σε μια υπαρξιακή αναζήτηση της γνώσης. Εδώ ο δρ Φρανκενστάιν είναι ο Γκόντγουιν Μπάξτερ (Γουίλεμ Νταφόε) και το τερατώδες δημιούργημά του είναι η Μπέλα (Έμα Στόουν), η γυναίκα που έχει αναστήσει.
Στην αρχή η Μπέλα συμπεριφέρεται σαν νήπιο, μαθαίνοντας να μιλάει και να κινείται μιμούμενη τους ενήλικες γύρω της. Στη συνέχεια, περνάει ένα είδος εφηβείας που αρχίζει από τη στιγμή που ανακαλύπτει τη σεξουαλική απόλαυση. Η σεξουαλική της περιέργεια την ωθεί σε ακόμα μεγαλύτερες περιέργειες για τον κόσμο και τη λειτουργία του.
Τόσο η Μπέλα όσο και η Μπάρμπι είναι σε θέση να οικοδομήσουν και να κατανοήσουν πλήρως την ταυτότητά τους όταν ξεφεύγουν από τους κανόνες και τους κοινωνικούς ρόλους που επιβάλλει η πατριαρχία και αποκτούν πρόσβαση στην εσωτερική τους κόρη και στην εσωτερική τους μητέρα.
Μέσω του σεξ ανακαλύπτει τι θέλει και διεκδικεί την ικανότητά της να το επιδιώκει. Ταξιδεύει τον κόσμο με έναν ερωτύλο, τον Ντάνκαν (Μαρκ Ράφαλο), απολαμβάνοντας το αχαλίνωτο σεξ που κάνουν στην πορεία. Παραμένει αγρίως ανεξάρτητη σε όλη τη διάρκεια, παρόλο που έχει βρεθεί μακριά από τον ζοφερό, απομονωμένο ασπρόμαυρο κόσμο του σπιτιού του Μπάξτερ, όπου ήταν κρυμμένη και πάντα υπό επίβλεψη, σε έναν πολύχρωμο, άγριο κόσμο που φαντάζει τόσο εντυπωσιακός και άγνωστος σε εκείνη όσο και στους θεατές, οι οποίοι ανακαλύπτουν νέες εκδοχές πόλεων όπως η Λισαβόνα και το Παρίσι.
Η Μπέλα βιώνει τη μεγαλύτερη ελευθερία όταν αποφασίζει να εργαστεί σε έναν οίκο ανοχής στο Παρίσι. Πηγαίνει σε διαλέξεις, σε πολιτικές συναντήσεις και διαβάζει αχόρταγα, ενώ κερδίζει τα προς το ζην μέσω του σεξ. Δεν είναι πια η αφελής κόρη, που βλέπει τον κόσμο μέσα από τις προειδοποιήσεις και τις συμβουλές του Γκόντγουιν. Και δεν είναι η σύντροφος του Ντάνκαν, που αναγκάζεται να ανέχεται τα ξεσπάσματα και τις κρίσεις του με αντάλλαγμα την πρόσβαση στον ευρύτερο κόσμο.
Αν και η Μπέλα δέχεται δύο προτάσεις γάμου στην ταινία, τελικά δεν παντρεύεται ποτέ. Ανακαλύπτει ότι έχει ήδη παίξει τον ρόλο της συζύγου στην προηγούμενη ζωή της – όταν ήταν η Βικτόρια Μπλέσινγκτον, σύζυγος και μέλλουσα μητέρα, η οποία πήδηξε από μια γέφυρα επειδή δεν ήθελε να φέρει στον κόσμο το παιδί στα σπλάχνα της. Το πείραμα του Γκόντγουιν τοποθέτησε τον εγκέφαλο του αγέννητου παιδιού στο κρανίο της νεκρής μητέρας, κάνοντας την Μπέλα μητέρα και κόρη συγχρόνως. Αυτό καθιστά την Μπέλα ένα παράδοξο της γυναικείας φύσης: Αν και ο Γκόντγουιν ήταν ο φορέας της επιστήμης, είναι η ίδια εκείνη που αποτελεί τον δικό της γονέα, τον δικό της δημιουργό. Επειδή η Μπέλα ενσαρκώνει μια γυναίκα που απέρριψε τη μητρότητά της, απέρριψε το μελλοντικό της παιδί, κι όμως είναι η ίδια και μητέρα και παιδί, καταλήγει στο τέλος του σεξουαλικού ταξιδιού της σ’ ένα σημείο όπου μπορεί να είναι η μητέρα, χωρίς στην πραγματικότητα να κουβαλά όλες τις κοινωνικές συνέπειες της μητρότητας.
Όπως η Μπέλα, έτσι και η πρωταγωνίστρια της Barbie (την οποία υποδύεται η Μάργκο Ρόμπι), φαίνεται να είναι μια ενήλικη γυναίκα, αλλά έχει τις ευαισθησίες ενός παιδιού. Ο κόσμος της είναι ένα γιγαντιαίο παιχνίδι που ζωντανεύει. Τα πάντα καθορίζονται από τη φαντασία – από τη θερμοκρασία του νερού στο ντους του σπιτιού των ονείρων της μέχρι το γάλα που προσποιείται ότι υπάρχει σε ένα κουτί. Βρίσκεται σε μια αιώνια κατάσταση παιχνιδιού. Αυτή και οι υπόλοιποι κάτοικοι της παιχνιδούπολης δεν έχουν καμία αντίληψη σεξουαλικότητας. Δεν έχουν καν γεννητικά όργανα, όπως σημειώνει και η ίδια η Μπάρμπι.
Η εξέλιξη της Μπάρμπι είναι πιο αφηρημένη από εκείνη της Μπέλα. Η εφηβεία της Μπάρμπι ξεκινά με αμφιβολίες, ριπές αυτοσυνειδησίας και σκέψεις για τον θάνατο. Το ταξίδι της είναι η μετάβαση από τη φανταστική παιχνιδούπολη στον πραγματικό κόσμο, όπου ελπίζει να βρει τη Σάσα (Αριάνα Γκρίνμπλατ), το κορίτσι που έπαιζε κάποτε μαζί της. Όταν την εντοπίζει όμως, συνειδητοποιεί ότι η Σάσα δεν είναι η αιτία των πρόσφατων δραματικών αλλαγών που βιώνει. Η Μπάρμπι συνδέεται ψυχολογικά με τη μητέρα του κοριτσιού, την Γκλόρια (Αμέρικα Φερέρα), μια υπάλληλο της Mattel της οποίας οι αληθινές αγωνίες μεταμοσχεύτηκαν με κάποιο τρόπο στην Μπάρμπι της παιχνιδούπολης.
Η Μπάρμπι λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ μητέρας και κόρης, ενσαρκώνοντας την εγκαταλελειμμένη παιδική ηλικία της Σάσα και τις ενήλικες σκέψεις της Γκλόρια. Βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γενιές γυναικών που στην αρχή νιώθουν ασύνδετες μεταξύ τους, συναισθηματικά και πολιτικά. Τελικά όμως η Σάσα, η Γκλόρια και η Μπάρμπι βρίσκουν κοινό τόπο αντιδρώντας σε όλους τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία καταπιέζει, αποσιωπά και περιορίζει τις γυναίκες.
Δεν είναι η μητρότητα η λύση για την Μπάρμπι, όμως η ανακάλυψη μιας μητρικής φιγούρας και η σχέση της με την Γκλόρια και τη Σάσα την οδηγούν στην αυτοδιάθεση και στη χειραφέτηση. Υπ’ αυτή την έννοια, η μητρότητα δεν έχει να κάνει τόσο με τα παιδιά όσο με το ποιες αντιλήψεις της γυναικείας αυτονομίας περνούν από γενιά σε γενιά και ποιες όχι.
Με άλλα λόγια, και οι δύο ιστορίες έχουν να κάνουν με μια φεμινιστική γενεαλογία. Τόσο η Μπέλα όσο και η Μπάρμπι είναι σε θέση να οικοδομήσουν και να κατανοήσουν πλήρως την ταυτότητά τους όταν ξεφεύγουν από τους κανόνες και τους κοινωνικούς ρόλους που επιβάλλει η πατριαρχία και αποκτούν πρόσβαση στην εσωτερική τους κόρη και στην εσωτερική τους μητέρα. Το να είσαι ελεύθερη γυναίκα, όπως η Μπέλα ή η Μπάρμπι, σημαίνει να είσαι ελεύθερη από ορισμούς – ή, μάλλον, να είσαι ελεύθερη να ορίζεις η ίδια τον εαυτό σου.
Με στοιχεία από The New York Times