ΩΣ ΕΝΑΝ ΑΧΡΕΙΑΣΤΟ μπελά από εκεί που δεν το περίμεναν αντιμετώπισε το Μέγαρο Μαξίμου την υπόθεση της αποστολής μαζικών μέιλ από την ευρωβουλευτή Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου σε Έλληνες ψηφοφόρους που κατοικούν στο εξωτερικό, μετά από καταγγελίες μερικών από αυτούς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα στοιχεία τους τα είχαν στείλει μόνο στο υπουργείο Εσωτερικών για την επιστολική ψήφο.
Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών διέταξε ήδη ποινική προκαταρκτική έρευνα για να διερευνηθεί αν υπάρχει παραβίαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων και παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου. Η ευρωβουλευτής δεν έχει δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις ως τώρα και, είτε από άγνοια είτε από περιφρόνηση του νόμου, το αποτέλεσμα είναι εξίσου προβληματικό.
Στην κυβέρνηση προσπαθούν να το υποβαθμίσουν μέσω των δημόσιων δηλώσεων, αλλά στην πραγματικότητα δεν υποτιμούν καθόλου το ζήτημα που έχει προκύψει και τους φέρνει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, την ώρα που προσπαθούν να επουλώσουν τα τραύματα από την υπόθεση των υποκλοπών και το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου.
Η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη ως τώρα στηριζόταν στην αδυναμία της αριστερής αντιπολίτευσης και στην επιτυχή ισορροπία του ανάμεσα στη δεξιά και το κέντρο. Το τελευταίο διάστημα, όμως, έχει ενταθεί η κριτική από τη δεξιά τάση ότι κλίνει περισσότερο προς τα «αριστερά», διαταράσσοντας αυτή την ισορροπία.
Τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη το αποδίδουν σε επιπολαιότητα της κ. Ασημακοπούλου, η οποία δεν χρειαζόταν, και δεν αποκλείεται να κοστίσει στην κυβέρνηση, καθώς πρέπει να δοθούν πειστικές απαντήσεις από την ίδια και το υπουργείο Εσωτερικών. Γενικά, η ιστορία αυτή έχει προκαλέσει αμηχανία και στους βουλευτές της ΝΔ που καλούνται να απολογηθούν για πιθανή διαρροή στοιχείων από το υπουργείο Εσωτερικών, ενισχύοντας την αμφισβήτηση των εγγυήσεων που έχουν δοθεί για την επιστολική ψήφο.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι πολλοί απ’ όσους έχουν κάνει καταγγελία για παραβίαση των προσωπικών τους δεδομένων δεν είναι εγγεγραμμένοι στην πλατφόρμα της επιστολικής ψήφου και ότι το ζήτημα μεγαλοποιείται από την αντιπολίτευση. «Δεν πρέπει αυτό το θέμα να το συνδέουμε με την επιστολική ψήφο. Προσπαθεί η αντιπολίτευση, για άλλη μία φορά, με τοξικά χαρακτηριστικά, να συνδέσει δύο άσχετα μεταξύ τους περιστατικά», ήταν ο ισχυρισμός του Παύλου Μαρινάκη.
Πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν ότι στο γραφείο του πρωθυπουργού υπήρξε έντονη ενόχληση και εκνευρισμός, παρότι θεωρούν την Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου ως την πιο εργατική ευρωβουλευτή του κόμματος και σχεδόν τη μόνη που εργαζόταν για να υπερασπίζεται την κυβέρνηση όταν δεχόταν επιθέσεις. Στέλεχος της κυβέρνησης συνήθιζε να λέει τα προηγούμενα χρόνια ότι η ΝΔ έχει ενάμιση ευρωβουλευτή στις Βρυξέλλες: την Ασημακοπούλου και την Βόζενμπεργκ. Οι υπόλοιποι, θεωρούν, είτε ότι είχαν μικρή παρουσία και προσωπική ατζέντα είτε ότι ήταν άφαντοι. Με βαριές απώλειες, όμως, βγαίνουν από την απερχόμενη ΕΑυρωβουλή σχεδόν όλες οι κομματικές ομάδες, καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΠΑΣΟΚ έκαναν κάποιες ατυχείς επιλογές.
Ούτε η εξέλιξη της υπόθεσης Μπελέρη ήταν ένα καλό νέο για την κυβέρνηση, αλλά δεν ήταν και αναπάντεχο. Ήταν μια δυσμενής εξέλιξη την οποία έβλεπε να έρχεται, αλλά δεν μπορούσε να αποτρέψει. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπόρεσε να αναδείξει το ζήτημα στην Ε.Ε. και να προστατεύσει τον εκλεγμένο μειονοτικό δήμαρχο όχι γιατί δεν προσπάθησε, αλλά γιατί βρήκε κλειστές πόρτες και καμία διάθεση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Παρά τις προφανείς αυθαιρεσίες και την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχουν αναδείξει και αλβανικά ΜΜΕ, ούτε η Γερμανία ούτε άλλη χώρα της Ε.Ε., πλην της Κύπρου, έδωσε το πράσινο φως στην ελληνική κυβέρνηση για να πιέσει την κυβέρνηση Ράμα με τη διαδικασία ευρωπαϊκής ένταξης της Αλβανίας. Παρότι οι αυθαιρεσίες που έγιναν είναι πασίδηλες, και δεν εκφράστηκαν ενστάσεις επ’ αυτού, το επιχείρημα των Ευρωπαίων ήταν ότι δεν είναι αποδεκτή η «διμεροποίηση» της υπόθεσης Μπελέρη. Παρά το διπλωματικό κεφάλαιο που ξόδεψε η κυβέρνηση, κανείς δεν είχε διάθεση να ακούσει καν για το ζήτημα του φυλακισμένου μειονοτικού.
Σε δύσκολη θέση έχει φέρει την κυβέρνηση και η εξέλιξη της διερεύνησης του δυστυχήματος των Τεμπών κυρίως επειδή δεν είχε προβλέψει το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει στην κοινωνία για την απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση αυτή. Η κυβέρνηση δεν εισέπραξε πολιτικό κόστος στις εκλογές, επειδή πολλοί απογοητευμένοι Έλληνες θεώρησαν ότι το δυστύχημα αυτό θα μπορούσε να συμβεί και με άλλη κυβέρνηση και ότι οι ευθύνες σε κάποιο βαθμό ήταν και διακομματικές. Περίμενε, όμως, από αυτή την κυβέρνηση να ρίξει φως στα πραγματικά αίτια, όπως δεσμεύθηκε.
Σε αυτή την περίπτωση, αν η κοινωνία δεν πειστεί ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη, δεν αποκλείεται καθόλου η κυβέρνηση να υποστεί τη φθορά που γλίτωσε πριν από έναν χρόνο. Αυτό το βλέπουν ήδη κάποιοι στο Μέγαρο Μαξίμου και το αντιλήφθηκαν όταν είδαν πόση ανταπόκριση υπήρξε στο ψήφισμα που διακινήθηκε στο διαδίκτυο για την κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Τα Τέμπη δεν ξεχάστηκαν και η κοινωνία απαιτεί δικαιοσύνη. Δεν είναι ο χρόνος που πέρασε όσο η εξαίρεση των πολιτικών από το κάδρο των ευθυνών αυτό που απογοητεύει.
Άλλος ένας μπελάς για την κυβέρνηση είναι η σχέση της με την Εκκλησία. Στο Μαξίμου θεωρούν ότι η αντίδρασή της θα μπορούσε να είναι και εντονότερη, όπως ήταν στο παρελθόν για άλλα ζητήματα, και αναγνωρίζουν στον Αρχιεπίσκοπο ότι προσπάθησε να κρατήσει την ένταση όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Η Εκκλησία εκδηλώνει τώρα τη δυσαρέσκειά της για την ψήφιση του νόμου για τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών με αφορμή τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας που θα γίνει χωρίς την καθιερωμένη δοξολογία στη Μητρόπολη και το γεύμα που ακολουθούσε με την πολιτική ηγεσία της χώρας.
Σίγουρα δεν πρόκειται για κάποια ακραία αντίδραση, δεδομένου ότι ο Αρχιεπίσκοπος δέχεται πολλές πιέσεις και εισηγήσεις για πιο δυναμική απάντηση. Παρ’ όλα αυτά, η σχέση της ΝΔ με την Εκκλησία έχει δεχτεί πλήγμα και αυτό ανησυχούν πως θα αποτυπωθεί και στις Ευρωεκλογές.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση άρχισε να καταγράφει απώλειες, οι οποίες αποδίδονται και στον νόμο για τον γάμο και φαίνεται να αφορούν μέρος της δεξιάς βάσης ψηφοφόρων της. Το όριο συναγερμού για τη ΝΔ είναι το 30%, οπότε το 29,5% που κατέγραψε στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ, σε συνδυασμό με την ανοδική τάση της Λύσης και της Νίκης, έκανε μερικές καμπάνες να χτυπήσουν. Η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη ως τώρα στηριζόταν στην αδυναμία της αριστερής αντιπολίτευσης και στην επιτυχή ισορροπία του ανάμεσα στη δεξιά και το κέντρο. Το τελευταίο διάστημα, όμως, έχει ενταθεί η κριτική από τη δεξιά τάση ότι κλίνει περισσότερο προς τα «αριστερά», διαταράσσοντας αυτή την ισορροπία.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, που μετράνε τα πάντα και μελετούν σχολαστικά την κοινή γνώμη, αναζητούν τώρα επικοινωνιακές πολιτικές που θα συγκρατήσουν τους δεξιούς ψηφοφόρους, χωρίς να απογοητεύσουν το «μεταρρυθμιστικό κέντρο» – μία άσκηση που γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.