ΣΧΕΔΟΝ ΟΚΤΩ ΜΗΝΕΣ μετά τις εθνικές εκλογές που έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία τη δεύτερη νίκη της και έκαναν τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναν πανίσχυρο πρωθυπουργό χωρίς αντίστοιχα ισχυρούς πολιτικούς αντιπάλους, εμφανίστηκαν οι πρώτες δημοσκοπήσεις που επιβεβαιώνουν όσα αρκετοί πολιτικοί αναλυτές έβλεπαν να έρχονται.
Η ακρίβεια και η εγκληματικότητα που δεν αντιμετωπίστηκαν, παρά μόνο επικοινωνιακά ή με πολύ μικρά αποτελέσματα, και η κακή κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που διαπιστώνει όποιος το χρειάζεται, έχουν προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία μια έντονη απογοήτευση, πάνω στην οποία προστίθενται κάθε φορά οι αρνητικές εξελίξεις που προκύπτουν, χτίζοντας μια ευρύτερη κοινωνική δυσαρέσκεια. Αυτό είναι το στρώμα πάνω στο οποίο ακουμπά η διάψευση των προσδοκιών για τιμωρία και κάθαρση στην υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών και οδηγεί σχεδόν τους μισούς ψηφοφόρους στην κάλπη των ευρωεκλογών με τιμωρητικές διαθέσεις.
Σχεδόν οι μισοί από τους ψηφοφόρους των τριών κομμάτων δηλώνουν ότι σκέφτονται να μην ψηφίσουν το κόμμα που ψήφισαν στις εθνικές εκλογές, για να στείλουν μήνυμα στις ηγεσίες τους.
Σύμφωνα με την πρόσφατη δημοσκόπηση της Opinion Poll, ως βασικά κριτήρια ψήφου στις ευρωεκλογές για τη συντριπτική πλειοψηφία αναδεικνύονται τα εσωτερικά θέματα, ενώ με κριτήριο τα ευρωπαϊκά θέματα σκοπεύει να ψηφίσει μόλις το 16,9%. Πιο συγκεκριμένα, το 49% δηλώνει πολύ και αρκετά πιθανό να ψηφίσει άλλο κόμμα από αυτό που ψήφισε στις βουλευτικές εκλογές και σύμφωνα με τον διευθυντή ερευνών της Opinion Poll, Ζαχαρία Ζούπη, αυτό αφορά τόσο τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, σχεδόν οι μισοί από τους ψηφοφόρους των τριών κομμάτων δηλώνουν ότι σκέφτονται να μην ψηφίσουν το κόμμα που ψήφισαν στις εθνικές εκλογές, για να στείλουν μήνυμα στις ηγεσίες τους.
«Ακόμα και οι μισοί να κάνουν αυτό που λένε, θα έχουμε μια μεγάλη ρευστοποίηση και θα ενισχυθούν τα μικρότερα κόμματα», λέει, προβλέποντας ότι σε αυτή την περίπτωση θα διαμορφωθεί ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό τοπίο.
Στα σημαντικά ευρήματα, που δημιουργούν τη βάση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, είναι ότι το 43% δηλώνει πως αναγκάζεται να περιορίσει βασικές ανάγκες, δηλαδή να στερηθεί κάποια από τα βασικά αγαθά, ενώ το 14,8% της ελληνικής κοινής γνώμης απαντά ότι δεν μπορεί καν να ανταποκριθεί στην κάλυψη των βασικών αναγκών του. Το 34% απαντά ότι δυσκολεύεται, αλλά αντεπεξέρχεται, και μόνο το 7,4% δηλώνει ότι δεν το επηρεάζει ιδιαίτερα η ακρίβεια. «Υπάρχει δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό, 57,8%, δυσθυμίας».
Πάνω σε αυτήν τη βάση, κάθε γεγονός, όπως η άρνηση της Βουλής στη διερεύνηση της καθυστέρησης του έργου της τηλεδιοίκησης από τη Δικαιοσύνη και γενικότερα η διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών, ή το θέμα της διαρροής των ηλεκτρονικών διευθύνσεων των ψηφοφόρων, διογκώνει τη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση, ακόμα και αν οι ψηφοφόροι δεν θεωρούν κάποιο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως καταλληλότερο.
Είναι ενδεικτικό ότι η συντριπτική πλειοψηφία, με ποσοστό που ξεπερνά το 80%, δεν είναι ικανοποιημένη από τις ενέργειες της κυβέρνησης για την πλήρη διαλεύκανση των ευθυνών για τα Τέμπη.
Σε άλλη πρόσφατη δημοσκόπηση, της Metron Analysis, καταγράφεται υποχώρηση της δημοφιλίας του πρωθυπουργού και μια σημαντική ανατροπή, καθώς στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό πρώτη φορά έρχεται πρώτος ο «κανένας» με 39%, ακολουθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με 33% και μετά όλοι οι υπόλοιποι με μονοψήφια ποσοστά.
Αρνητικά ευρήματα υπάρχουν και για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς οι πολίτες δεν θεωρούν ότι ο Στέφανος Κασσελάκης έχει απαντήσει ικανοποιητικά για την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Opinion Poll, μόνο το 19,7% δηλώνει πολύ και αρκετά ικανοποιημένο από τις εξηγήσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το 62,5% δηλώνει λίγο και καθόλου ικανοποιημένο. Στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ το ποσοστό μοιράζεται σε 44,1% έναντι 40,2%, εύρημα που καταδεικνύει ότι ακόμα και σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων του κόμματος δεν έχει πειστεί από τις απαντήσεις του.
Οι πράξεις και οι παραλείψεις των πολιτικών έχουν συνήθως συνέπειες, είτε θετικές είτε αρνητικές. Η κοινωνία χρειάζεται σχεδόν πάντα λίγο χρόνο για να τις επεξεργαστεί και να «αποφανθεί» ως κοινή γνώμη. Ο διορατικός πολιτικός οφείλει να προβλέπει την αντίδραση της κοινωνίας πριν αυτή αποτυπωθεί στις δημοσκοπήσεις, αλλά έστω και τότε δεν μπορεί να την αγνοεί και να μην τη λαμβάνει υπόψη του, καθώς τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει από το να μην αφουγκράζεται την κοινωνία. Κατά τ’ άλλα, οι δημοσκοπήσεις, όπως λένε όλοι, αποτυπώνουν τις τάσεις και τη συγκυρία. Στις εκλογές που έρχονται σύντομα θα εκφραστεί δημοκρατικά και θα καταγραφεί η βούληση των πολιτών.