Το σπίτι του Θανάση Κρίκη το ανέβασε η φωτογράφος Ρούλα Ρέβη στο ίνστα και της έδωσα συγχαρητήρια για το καλό της γούστο. Εκείνη μου είπε ότι δεν ήταν δικό της αλλά του Κρίκη. Του τηλεφώνησα με ενθουσιασμό και δέχτηκε να μιλήσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι πολύ ξεκούραστο να συναντάς ανοιχτούς και ακομπλεξάριστους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν και σου λένε «έλα να κάνουμε τη συνέντευξη και να δεις το σπίτι».
Το διαμέρισμα του Κρίκη είναι στο Παγκράτι. Πήγα μια Πέμπτη που όλα μύριζαν άνοιξη. Βρίσκεται στον έβδομο όροφο μιας αρχοντικής πολυκατοικίας και έχει έναν αέρα υπεροχής, μια απλωσιά, είναι ένα «τσακ» πιο κοντά στα σύννεφα. Ένα φωτεινό σπίτι όπου θα μπορούσα να μείνω χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς καμιά παρέμβαση – είναι εντελώς του γούστου μου. «Κούκλα το έχεις κάνει», του είπα όταν μπήκα και η ατάκα μου αυτή ακούστηκε σαν της θείας Ευτέρπης σε ελληνική ταινία του ’50.
Το εντυπωσιακό με αυτό το παγκρατιώτικο διαμέρισμα είναι ότι θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, στο Μαρέ στο Παρίσι, στο Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, σε κάθε σικ γειτονιά του κόσμου.
Πιστεύω ότι το σπίτι μας είναι μέρος τη προσωπικής μας σφαίρας, σαν προέκτασή μας. Το σπίτι είναι σαν κομμάτι του χαρακτήρα σου. Ό,τι ελάττωμα έχεις θα φανεί. Είσαι αλαζόνας, θα έχεις και αλαζονικό σπίτι. Λες πολλά; Το σπίτι σου θα είναι κι αυτό φλύαρο, γεμάτο περιττά πράγματα.
Λίγο να ξέρεις τον Θανάση, καταλαβαίνεις με το «καλημέρα» ότι έχει περάσει την ψυχή και την αισθητική του σε κάθε εκατοστό αυτού του σπιτιού. Σαν να έχουν ποτίσει ακόμα και τα ντουβάρια με το είναι του. Ένα κοσμοπολίτικο διαμέρισμα με φωτογραφίες του κρεμασμένες ακόμα και στην κουζίνα, με κομψά έπιπλα, έντονα βαμμένους τοίχους και τη γλυκιά αύρα του κοριτσιού που αγαπά και μένουν μαζί τα τελευταία χρόνια.
Ο Θανάσης ζει δεκαετίες τώρα στο Παγκράτι. Τον βολεύει και αγαπά τη γειτονιά, που θεωρεί ότι ποτέ δεν έχασε τον χαρακτήρα της. Έμενε χρόνια σε ένα διαμέρισμα που ήταν δύο τετράγωνα πιο κάτω και κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, είδε αυτό το σπίτι σε αγγελία και από τις φωτογραφίες και μόνο ενθουσιάστηκε.
Στο εν λόγω διαμέρισμα έμενε ένας γνωστός αρχιτέκτονας –«άσε, μην πούμε όνομα, μπορεί να μη θέλει»– που το βρήκε χρέπι και το αναβάθμισε με το καλό του γούστο και προσωπική εργασία.
Άλλαξε κουζίνα, μπάνιο, έφτιαξε ένα ωραίο έπιπλο, αλλά και ο Θανάσης σιγά σιγά άλλαξε πολλά πράγματα.
«Ασχολείσαι με την εσωτερική διακόσμηση;» τον ρωτάω και καταλαβαίνω πόσο ανόητη είναι η ερώτηση, καθώς είναι ηλίου φαεινότερο. «Μου αρέσει να περιστοιχίζομαι από ωραία έπιπλα, ωραία αντικείμενα. Θέλω να έρχομαι σε επαφή με την ομορφιά. Το σπίτι πρέπει να είναι το μέρος όπου γαληνεύεις απ' τις αντάρες της ζωής».
«Τα design έπιπλα σε ενδιαφέρουν;» «Ναι, είχα συγκεκριμένες επιθυμίες. Ήθελα πάντα αυτή την πολυθρόνα που είναι Εames. Ήθελα τη συγκεκριμένη τραπεζαρία του Jean Prouvé». Οι καρέκλες είναι αντίκες από τη γαλλική εταιρεία Baumann του 1950. Τις διάλεξε γιατί κάνουν μια ωραία καμπυλότητα – μου τη δείχνει με το χέρι του. Πράγματι είναι κυματιστές οι καρέκλες, σαν να κάνουν χορογραφία με το τραπέζι. To όμορφο με τον Θανάση είναι ότι έχει κάνει ένα επιτυχημένο mix ‘n’ match με μια ενδιαφέρουσα συλλογή από μάσκες.
Την προσοχή μου τραβάνε και τα ζωγραφικά έργα. Τον ρωτάω ποιου είναι, μου λέει ότι κάποια είναι δικά του και πραγματικά παθαίνω «σοκ και δέος», γιατί έχει μεγάλο ταλέντο. Πάντα ζωγράφιζε, αλλά στην καραντίνα αφιερώθηκε στη ζωγραφική κανονικά. Η ικανοποίηση που σου δίνει το να μπορείς να εκφράσεις τον εαυτό σου είναι μια εκστατική εμπειρία. Είναι σίγουρος πως η ζωγραφική θα τον απορροφήσει πλήρως μελλοντικά.
Το σπίτι του Θανάση δεν είναι άβατο, τουναντίον, είναι ένα σπίτι με ζωή. «Μου αρέσει να μαζεύω φίλους, να έρχονται εδώ, να πίνουμε κρασιά, να βάζουμε τις μουσικές που μας αρέσουν, να γελάμε».
Πιστεύω ότι το σπίτι μας είναι μέρος τη προσωπικής μας σφαίρας, σαν προέκτασή μας. Το σπίτι είναι σαν κομμάτι του χαρακτήρα σου. Ό,τι ελάττωμα έχεις θα φανεί σε αυτό. Είσαι αλαζόνας, θα έχεις και αλαζονικό σπίτι. Λες πολλά; Το σπίτι σου θα είναι κι αυτό φλύαρο, γεμάτο περιττά πράγματα.
Για να το αισθάνεται μέρος του χαρακτήρα του, σημαίνει ότι δένεται με τα σπίτια όπου μένει. «Δεν δένομαι απλώς, είναι σαν αναπόσπαστο κομμάτι μου. Αν μου πάρεις το σπίτι μου, θα μοιάζω λιποβαρής. Σαν να έχει υπόσταση το σπίτι, σαν να πρόκειται για αγαπημένο φυσικό πρόσωπο».
Μου λέει ότι το σπίτι που επιλέγουμε μαρτυρά πάντα πολλά για τον χαρακτήρα μας και το ποιοι είμαστε τελικά. «Το σπίτι ειναι πάντα αποκαλυπτικό και δηλώνει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι τα ρούχα που φοράμε. Μπορείς αμέσως να καταλάβεις ποιος είναι ο άλλος. Ας πούμε, αν κάποιος έχει οικονομική άνεση, θα πάει να πάρει ένα total look Dior. Πόσο λάθος μπορεί να πάει αυτό; Το σπίτι, όμως, δεν μπορεί να είναι total look. Εκεί πάντα κάτι θα σε προδώσει».
Τον ρωτάω για το πρώτο του σπίτι του. Μεγάλωσε στο πατρικό στην Καστοριά. Έμενε σε ένα διατηρητέο, που είχε το γούστο μιας μεσοαστικής επαρχιακής οικογένειας: πολλά έπιπλα, αρκετά φορτωμένο, κάποιες αντίκες. Ήταν τρία αγόρια, έτσι δεν είχε δικό του δωμάτιο, το μοιραζόταν με τον ένα του αδελφό. Το δωμάτιο έχει μείνει σχεδόν όπως ήταν και όταν επισκέπτεται το πατρικό του μέσα σε αυτό ξαναζεί την παιδική του ηλικία. Άλλοτε νιώθει αρμονία άλλοτε δυσφορία.
Από το πατρικό του δεν έχει κρατήσει τίποτα. Η αδελφή του πατέρα του, όμως, του μετέδωσε την αγάπη για το διάβασμα και τα βιβλία, μου λέει, και μου δείχνει τη βιβλιοθήκη του. Το διάβασμα για εκείνον ήταν διαφυγή απ’ τη στενή κοινωνία. «Eκείνη την εποχή το περιοδικό “Ταχυδρόμος”, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου».
Έφηβος, στην Καστοριά ακόμα, διάβαζε για τη ζωή του Ιόλα, συνεντεύξεις μυθικών προσώπων και σκεφτόταν ότι η ζωή είναι εκεί έξω. Έτσι αποφάσισε να πάει για σπουδές μόδας στη Νέα Υόρκη. «Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν σουρεαλιστικό ένα αγόρι από την Καστοριά να δηλώνει στους γονείς του ότι θέλει να σπουδάσει μόδα;» τον ρωτάω. «Όχι, γιατί η Καστοριά έχει ένα σωρό γουναράδες που ταξίδευαν κι έκαναν μπίζνες με την Αμερική. Ήταν σαν να πάτησα το πόδι μου σε έναν άλλο πλανήτη. Φαντάσου, πρόλαβα τη θρυλική Palladium του Steve Rubell, όπου έβλεπες τον Andy Warhol, τον Truman Capote κ.λπ.».
Τον ρωτάω τι ήταν αυτό που του άρεσε τόσο πολύ στη μόδα, που θέλησε να την ακολουθήσει επαγγελματικά. «Θαύμαζα τη ζωή των ανθρώπων που έκαναν μόδα, την ξεχωριστή τους αύρα, την υψηλή αισθητική. Έπαιρνα έμπνευση από τον Balencianga, τον Dior, τη Madame Grès, τον Charles James, τον Yves Saint Laurent».
Η μόδα είναι ο καθρέφτης της ιστορίας. Στο εξωτερικό μένει πολλά χρόνια. Σπουδάζει στο Parsons στη Νέα Υόρκη, στο Saint Martin’s στο Λονδίνο, μετά πηγαίνει Παρίσι και πάλι πίσω Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε για κάποια χρόνια ως σχεδιαστής μόδας. Στην Ελλάδα επιστρέφει τα χρόνια του Σημίτη.
«Υπήρχε μια άνθηση και μια αισιοδοξία. Γύρισα, έκανα μια συλλογή για έναν οίκο μόδας που δεν υπάρχει πια, αλλά κατάλαβα ότι η μόδα στην Ελλάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, πέρα από τον Χάρη και τον Άγγελο, τους Deux Hommes, τον Γιώργο Ελευθεριάδη και κάποιους άλλους. Το αντίπαλο δέος ήταν ο αείμνηστος Μιχάλης Ασλάνης. Από τη στιγμή που δεν έκανα το δικό μου brand, δεν ήθελα να είμαι σχεδιαστής σε έναν οίκο που η μόδα του δεν με εκπροσωπούσε». Έτσι, με τον Παναγιώτη Χατζηστέφανου, που είχαν σπουδάσει μαζί στο Saint Martin’s, άρχισαν να δουλεύουν στα περιοδικά, που ήταν σε άνθηση τότε. «Το να είμαι στυλίστας ήταν μια λύση ανάγκης. Όχι ότι δεν το έκανα με αγάπη, αλλά ήξερα ότι είχα κι άλλα να δώσω. Έτσι, πήρα μια κάμερα και άρχισα να φωτογραφίζω μανιωδώς, να μελετάω και να ασχολούμαι ώρες με τη φωτογραφία. Ήταν σαν αποκάλυψη. Στη φωτογραφία βρήκα αυτό που τελικά ήθελα να κάνω. Το να φωτογραφίζω με έκανε πραγματικά ευτυχισμένο, ένιωσα ότι βρήκα τον δρόμο μου, και ότι τίποτα δεν πήγε χαμένο, γιατί οι σπουδές και η ενασχόληση με τη μόδα μού είχαν δημιουργήσει μια βαθιά αντίληψη και ήξερα τι να ζητάω από τις φωτογραφίες μου. Η φωτογραφία μόδας, καλώς η κακώς, είναι μια ιδανική κατάσταση γιατί βασίζεται στο στυλ, κάτι που σπάνια είναι έμφυτο. Θεωρώ τον εαυτό μου ιδεαλιστή. Eίμαι μανιεριστής, δεν είμαι υπέρ του χάους, ίσως επειδή αγαπούσα πάντοτε τα περιοδικά».
Από φωτογράφους εμπνεύστηκε και μελέτησε τον Avedon, τον Huene και τον Irving Pen αλλά και άλλους που δεν ήταν φωτογράφοι μόδας, όπως ο August Sander και o Saul Leiter. Μέντορά του θεωρεί τον Κώστα Κουτάγιαρ που, αν και φωτογράφος μόδας κι εκείνος, του έδειξε ένα σωρό πράγματα.
Τα σόσιαλ θεωρεί ότι δεν βοηθούν τη δουλειά του φωτογράφου. «Έδωσαν βήμα σε ανθρώπους που δεν είναι φωτογράφοι, που δεν έχουν κανένα ταλέντο και απλώς ξέρουν να πουλάνε τον εαυτό τους. Απλοί ναρκισσιστές, που πολλοί χρειάζονται καθημερινή επιβεβαίωση. Αυτό όμως δεν είναι δουλειά του φωτογράφου αλλά του εμπόρου». Χωρίς να είναι αφοριστικός, πολλά πράγματα που συμβαίνουν αυτή την εποχή δεν τον βρίσκουν σύμφωνο. «Θέλω να καταλάβω, θέλω να αφουγκραστώ, θα ήθελα να μπορώ να ταυτίζομαι με ό,τι γίνεται, αλλά είναι αδύνατο να το αποδεχτώ όλο αυτό. Δεν μπορώ να αγκαλιάσω τον ναρκισσισμό των σόσιαλ μίντια. Δεν με νοιάζει να δω την άλλη ή τον άλλο που μας δείχνει τι έφαγε, σε ποιο εστιατόριο πήγε, αν έκανε βουτιά σε μια καταγάλανη θάλασσα, και από κάτω να σχολιάζουν “ουάου’ και “φανταστικά”. Το θεωρώ έναν πελώριο περισπασμό απ’ το ουσιώδες όλο αυτό. Αποβλάκωση. Θέλω να αποτραβηχτώ όσο πιο πολύ γίνεται απ’ όλο αυτό. Αν μπορούσα να δώσω συμβουλή σε νέους ανθρώπους αλλά και στους οικείους μου, θα έλεγα αυτό που λέει και η Nan Goldin, “αφήστε κάτω τα κινητά”».