ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΝΟΤΟΥ δεν μοιράζονται μόνο τον ίδιο χώρο στη βάση του χάρτη της γηραιάς ηπείρου. Με προφανή την ιταλική εξαίρεση, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Κύπρος θεωρούνταν θωρακισμένες μπροστά στην άνοδο της Ακροδεξιάς, λόγω της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας τους και της νωπής μνήμης από ακροδεξιά καθεστώτα: οι τρεις πρώτες απαλλάχτηκαν τελευταίες στην Ευρώπη, σχεδόν ταυτόχρονα στη δεκαετία του ’70, από δικτατορίες, ενώ η Κύπρος πλήρωσε –και πληρώνει– τον μεγαλοϊδεατισμό της δικτατορίας Ιωαννίδη.
Μολονότι, λοιπόν, το 2011 η Ελλάδα έβλεπε τον ακροδεξιό ΛΑΟΣ εταίρο στην τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου, οι νότιοι ιδεολογικοί συγγενείς απείχαν μακράν: το ισπανικό Vox, του φιλοφρανκικού Σαντιάγο Αμπασκάλ, κινούνταν μεταξύ 11ης και 15ης θέσης στα τρία πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του (2013-2016), μένοντας εκτός Βουλής μέχρι το 2018· το πορτογαλικό Chega (Φτάνει πια), του άλλοτε σχολιαστή ποδοσφαιρικών αγώνων Αντρέ Βεντούρα (και υποψήφιου του κεντροδεξιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Λισαβόνα), έμενε έβδομο με μόλις 1,3% το 2019· το δε κυπριακό ΕΛΑΜ, του Χρίστου Χρίστου (που επιχείρησε αρχικά να συμμετάσχει στις εκλογές ως «Χρυσή Αυγή - Πυρήνας Κύπρου»), στην τριετία 2014-2016 τερμάτιζε μεταξύ έβδομης και όγδοης θέσης (2,69%-3,7%).
Τάσεις
Πόσο μακριά είμαστε σήμερα από το τοπίο εκείνο το δείχνει μια γρήγορη ματιά στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα και τις δημοσκοπήσεις για τις Ευρωεκλογές. Το φιλοδικτατορικό Vox, τρίτο στις βουλευτικές εκλογές του 2023 (12,38%), φαίνεται ότι θα παραμείνει σε διψήφιο ποσοστό· το κόμμα καταγράφεται στην ευρωομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), και κατεβαίνει με υποψήφιο τον εκλεγμένο Χόρχε Μπουσαντέ, πρώην στέλεχος της ισπανικής «Φάλαγγας» (της διαβόητης φασιστικής οργάνωσης του Πρίμο ντε Ριβέρα, που στήριξε τον Φράνκο μετά τον ισπανικό εμφύλιο).
Αν, κατά τη γνωστή διατύπωση, η Ακροδεξιά είναι μια «πολύπλοκη αλχημεία», αυτό έχει να κάνει με την ξεχωριστή σε κάθε χώρα συνθήκη μέσα στην οποία συγκροτείται: αυτό ισχύει ούτως ή άλλως για κάθε κόμμα, πολύ περισσότερο όμως για δυνάμεις με «σημαία» τον εθνικισμό.
Το Chega, επίσης τρίτο στις προεδρικές εκλογές στην Πορτογαλία το 2021, όπως και στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, με το εντυπωσιακό 18,1%, είναι από τις δυνάμεις που θα ενισχύουν δραστικά την παρουσία της ευρωομάδας «Ταυτότητα και Δημοκρατία» (ID).
Στην Κύπρο, όπου στις ευρωεκλογές του 2019 το ΕΛΑΜ είχε κερδίσει 8,25%, το κόμμα έρχεται τρίτο πια στις δημοσκοπήσεις, με εκτίμηση ψήφου στο 10% (στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2021 ήταν πέμπτο, με 7,31%)· ανάμεσα στους έξι του ευρωψηφοδελτίου του είναι τώρα ο πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος επί προεδρίας Νίκου Αναστασιάδη και πρώην αντιπρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗΣΥ), Μάριος Πελεκάνος.
Όσο για την Ελλάδα, η τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ipsos (Μάρτιος 2024, βλ. εδώ) δείχνει Ελληνική Λύση (στους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές), Νίκη και Σπαρτιάτες σε ποσοστό 15,6% αθροιστικά – με το κόμμα του Βασίλη Στίγκα, ωστόσο, να φαίνεται ότι δεν θα εκπροσωπηθεί στη νέα Ευρωβουλή, στο φόντο και της ποινικής δίωξης που αντιμετωπίζουν πλέον οι βουλευτές του για εξαπάτηση του εκλογικού σώματος.
Πώς εξηγούνται οι επιδόσεις της Ακροδεξιάς στον ευρωπαϊκό Νότο;
Για ένα όλο και πιο σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων στις τέσσερις χώρες του Νότου, η μνήμη των νοτιοευρωπαϊκών δικτατοριών δεν αποτελεί, όπως μέχρι πρότινος, ισχυρό «αντίσωμα». Από την άλλη, ενώ η Ακροδεξιά στη νότια Ευρώπη δεν χάνει την ευκαιρία να προβάλλει τις συνδέσεις της με τα δικτατορικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, προκειμένου να συσπειρώσει έναν πυρήνα αφοσιωμένων οπαδών, όταν απευθύνεται στο γενικό εκλογικό σώμα, προτιμά να προβάλει μια εικόνα «φιλική προς τον χρήστη» των παραδοσιακών και των νέων μέσων επικοινωνίας. Το πολιτικό παρελθόν των ηγετών της στην παραδοσιακή Δεξιά (βλ. Αμπασκάλ και Βεντούρα, σε Ισπανία και Πορτογαλία αντίστοιχα), και προφανώς η ευρωπαϊκή και διεθνής τάση, υποχρεώνουν τα κόμματα να αναζητούν διαύλους επαφής με πλειοψηφικά κοινά, προβάλλοντας ως σημερινοί «ρυθμιστές» και επίδοξοι διαχειριστές της εξουσίας. Να το πούμε απλούστερα: η προέλευση του Αμπασκάλ από το Λαϊκό Κόμμα, η θητεία του Βεντούρα στους κεντροδεξιούς Πορτογάλους Σοσιαλδημοκράτες (και τα πορτογαλικά ΜΜΕ) και η πρόσφατη «μεταγραφή» του Πελεκάνου, προβεβλημένου ηγετικού στελέχους της κυπριακής Κεντροδεξιάς, επιτρέπουν στα κόμματά τους να αυτοπροβάλλονται ως «κανονικά» κόμματα, με σημαντικούς βαθμούς διείσδυσης σε μη ακροδεξιά κοινωνικο-πολιτικά περιβάλλοντα.
Η υποκειμενική διάσταση, ωστόσο –αυτά που επιδιώκουν, λένε και κάνουν τα κόμματα της Ακροδεξιάς και οι εκπρόσωποί τους– είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που ευνοεί την ενίσχυσή τους – τη «δομή ευκαιριών» που αξιοποιούν. Ως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η Ευρώπη βρισκόταν αντιμέτωπη με έναν πολιτικό «δυϊσμό»: ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αμφισβητούνταν από ριζοσπαστικές δυνάμεις τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, στις μεν χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» η αμφισβήτηση είχε να κάνει κυρίως με τη μαζική μετανάστευση και τα προγράμματα διάσωσης των «τεμπέληδων» του Νότου – στις δε χώρες της ευρωπαϊκής «περιφέρειας», η αμφισβήτηση αφορούσε κυρίως τα προγράμματα λιτότητας και την έκρηξη των ανισοτήτων, που αποδίδονταν στον νεοφιλελευθερισμό των ευρωπαϊκών ελίτ (αξίζει να ανατρέξει κανείς στην έρευνα με τίτλο “European Disunion? Social and Economic Divergence in Europe, and their Political Consequences", των Bruno Palier, Allison Rovny και Julian Rovny, βλ. εδώ).
Η σταδιακή αποδυνάμωση της δεύτερης αυτής πηγής αμφισβήτησης –η αποδυνάμωση του αριστερού ριζοσπαστισμού στην περίοδο 2015-17–, τάση που αφορά όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, φαίνεται να είχε δύο επιπτώσεις: στο μεν ευρωπαϊκό περιβάλλον άφησε την ακροδεξιά κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς ισχυρό αντίβαρο – για τη δε κοινή γνώμη κάθε επιμέρους χώρας, συρρίκνωσε το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, περιορίζοντας την πολιτική ατζέντα σε θέματα αποκλειστικά εσωτερικού/εθνικού ενδιαφέροντος: εθνικό ζήτημα, πολιτική και οικονομική διαφθορά, ζητήματα μετανάστευσης που μεταμφιέζονται σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η περίπτωση του Vox, η άνοδος του οποίου αποτύπωσε τη ριζοσπαστική αντίθεση στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας και τον φεμινισμό – για τους συντηρητικούς Καθολικούς, φορέα υπονόμευσης της οικογένειας και του έθνους. Στη δεύτερη περίπτωση, το σκάνδαλο διαφθοράς στην Πορτογαλία, όπου ενεπλάκη ο Σοσιαλιστής Κόστα, απογείωσε το Chega, προσθέτοντας στην μέχρι πρότινος κόπωση από τη διαχείριση της κρίσης την ακύρωση του «ηθικού πλεονεκτήματος» των αντιπάλων της Ακροδεξιάς. Στην Κύπρο, τέλος, η αδιαλλαξία Αναστασιάδη στα «εθνικά», η πάγια διαφθορά, αλλά και η πολιτικοποίηση του μεταναστευτικού με όρους ασφάλειας (και με όρους δρόμου από το ΕΛΑΜ) λειτουργούν από κοινού ως ισχυρή ώθηση για τους «κανονικοποιημένους» ιδεολογικούς επιγόνους της Χρυσής Αυγής.
Ο Νότος, το εθνικό και το ευρωπαϊκό
Αν, κατά τη γνωστή διατύπωση, η Ακροδεξιά είναι μια «πολύπλοκη αλχημεία», αυτό έχει να κάνει με την ξεχωριστή σε κάθε χώρα συνθήκη μέσα στην οποία συγκροτείται: αυτό ισχύει ούτως ή άλλως για κάθε κόμμα, πολύ περισσότερο όμως για δυνάμεις με «σημαία» τον εθνικισμό. Την ίδια στιγμή, η πολιτική ιστορία των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου επέτρεπε μέχρι πρότινος να δούμε κοινά μοτίβα. Όσα μεσολάβησαν μετά την κρίση του 2008-2010 και τη διαχείρισή της υποχρεώνουν να δούμε πώς η μεγάλη εικόνα –η πανευρωπαϊκή τάση ανόδου της Ακροδεξιάς– εξειδικεύεται στην «περιφέρεια» της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και στη δυναμική που αναπτύσσει η Ακροδεξιά σε κάθε χώρα με το πολιτικό περιβάλλον και τους πολιτικούς ανταγωνιστές της.
Δείτε τα προηγούμενα σημειώματα του Παρατηρητηρίου του Σημείου εδώ
Περισσότερα για το Σημείο για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς εδώ