Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1941. Είμαι το πέμπτο και μικρότερο παιδί της οικογένειας του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη. Το πατρικό μας βρισκόταν στην περιοχή της Κυπριάδου. Ζούσαμε σε μια όμορφη μονοκατοικία στη διασταύρωση των οδών Μαρκορά και Βιζυηνού στα Άνω Πατήσια, σε κοντινή απόσταση από το διαμέρισμα όπου κατοικώ σήμερα. Εκείνα τα χρόνια η συγκεκριμένη συνοικία ξεχώριζε για την ιδιαίτερη αύρα της και το αρχιτεκτονικό της ενδιαφέρον. Θυμάμαι ότι τα περισσότερα σπίτια είχαν κήπους, οι γείτονες γνωρίζονταν μεταξύ τους και πάντοτε έμεναν εκεί σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, ο Παπαλουκάς. Όλοι μας επισκέπτονταν πολύ συχνά, όπως και ο Εγγονόπουλος ή ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Ο πατέρας μου είχε αναπτύξει στενή φιλία με κορυφαίους συγγραφείς της γενιάς του ’30 και από το 1935 και έως το 1937 εξέδωσε μαζί με τον ζωγράφο και φίλο του, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, το περιοδικό «Το τρίτο μάτι», στο οποίο δημοσίευσε ο ίδιος αρκετά κείμενά του. Κυριαρχούσαν, λοιπόν, στο σαλόνι μας διαρκώς συζητήσεις πάνω σε θέματα που αφορούσαν την τέχνη, την αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία. Μάλιστα, η ενασχόληση του πατέρα μου με τη φιλοσοφία επηρέασε βαθιά την αρχιτεκτονική του σκέψη.
• Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στον Πειραιά από Χιώτες γονείς. Σε ένα κείμενό του έγραφε: «Κι αναθυμούμενος τα παιδικά μου χρόνια, βρίσκω πως μέσα στο βρέφος, μέσα στο παιδί, στα ορμήματα της ψυχής του και στους αδιατύπωτους στοχασμούς του, στις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του, κρύβεται αυτούσιος ο χαρακτήρας του μεγάλου, η μοίρα της ζωής του ολάκερης». Από μικρή ηλικία ανακάλυψε την κλίση που είχε στη ζωγραφική. Δάσκαλός του υπήρξε ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ενώ καταλυτική ήταν και η παρουσία του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, σπουδαστή τότε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά.
Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σ’ ένα μαζικό λούνα παρκ. Η ζωή εξαφανίζεται από το ιστορικό κέντρο της. Η βρομιά είναι πολύ ενοχλητική, τα πεζοδρόμια έχουν κακοτεχνίες. Όλα αυτά, λοιπόν, είναι τραγικά και επιταχύνουν το ευκαιριακό, το μαζικό, το γρήγορο, μετατρέποντας την Αθήνα σε μια αβίωτη πόλη
• Ξέρετε, μπορεί να ήταν ο άνθρωπος που σχεδίασε τις πιο όμορφες κατοικίες στην περιοχή των Πατησίων, αλλά ο ίδιος έμενε στο νοίκι. Αδιαφορούσε παντελώς για τα χρήματα, τη δόξα ή την υστεροφημία. Πάντοτε τον γοήτευαν οι φτωχοί και αβοήθητοι άνθρωποι. Με τη μητέρα μου, Αλεξάνδρα Αναστασίου, είχαν δεκαπέντε χρόνια διαφορά. Από τη μια, ο ίδιος ήταν απομονωμένος σ’ έναν δικό του κόσμο – επειδή έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, όταν επέστρεφε, ήθελε να ξεκουράζεται. Μάλιστα, τον ταλαιπωρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα πονοκέφαλοι και έντονες ημικρανίες, με αποτέλεσμα πολλές νύχτες να τις περνά ξάγρυπνος. Από την άλλη, η μητέρα μου ήταν μια δυναμική και πρακτική γυναίκα που φρόντιζε τους πάντες και τα πάντα. Ήταν αυτή που έδινε στον πατέρα μου την ισορροπία και την ηρεμία που χρειαζόταν. Ο ίδιος συνειδητά την άφηνε να ζωγραφίζει και δεν πετούσε ποτέ τα έργα της. Κάποτε είχε ζωγραφίσει μια αγελάδα και δεν θα ξεχάσω που δημοσίευσαν αυτό το σχέδιο αλλά κι ένα ακόμα της συζύγου του Κόντογλου στο «Τρίτο Μάτι». Νομίζω ότι με αυτή την κίνηση ήθελαν να δείξουν πώς ένας απλός άνθρωπος μπορεί να φτιάξει κάτι σημαντικό. Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φράση της μητέρας μου: «Μίμη, δεν σου έχω φαΐ, το έκαψα γιατί ζωγράφιζα».
• Κάτι που άρεσε πολύ στον πατέρα μου ήταν ότι από τεσσάρων ετών είχα μάθει να ξεχωρίζω τους μεγάλους ζωγράφους, για παράδειγμα τον Σεζάν από τον Βαν Γκογκ. Πάντα μας παρότρυνε να ασχοληθούμε με ό,τι πραγματικά αγαπούσαμε. Βέβαια, τα βασικά ερεθίσματα που παίρναμε από το σπίτι είχαν να κάνουν με το σχέδιο, την κατασκευή και τη δημιουργία. Έτσι, σπούδασα Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) από το 1961 έως το 1966. Έπειτα, από το 1967 έως το 1989 εργάστηκα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, αρχικά ως βοηθός και εν συνεχεία ως λέκτωρ, μετέχοντας στις εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητες της σχολής. Τα αρχιτεκτονικά μου ενδιαφέροντα εστιάστηκαν κυρίως στην κατοικία, ενώ συνεργάστηκα πολλά χρόνια και με τον αδελφό μου, τον αρχιτέκτονα Πέτρο Πικιώνη, σε θέματα τουριστικής ανάπτυξης, αναπαλαίωσης κτιρίων και διαμόρφωσης εσωτερικών και εξωτερικών χώρων.
• Όταν μπήκα στο ΕΜΠ, ήμουν πάντα η κόρη του Δημήτρη Πικιώνη. Πολλές παιδικές μνήμες έρχονταν στο μυαλό μου σε ανύποπτο χρόνο από τους χώρους του εκπαιδευτικού ιδρύματος, σκεφτόμουν πόσο πολύ μου άρεσε να κάθομαι μαζί με τον πατέρα μου και να παρατηρώ ή αργότερα, που παρακολουθούσα τα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης του Πολυτεχνείου, την περίοδο που σπούδαζαν εκεί τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια μου, η Ινώ και ο Πέτρος. Μία από τις εικόνες που μου έχουν αποτυπωθεί ήταν όταν πόζαρα ως μοντέλο στη σχολή και με κέρασαν μια καραμέλα. Ήταν μια όμορφη εμπειρία.
• Από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα ότι το συνολικό έργο του πατέρα μου, ζωγραφικό και αρχιτεκτονικό, έπρεπε να διασωθεί αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό. Γι’ αυτό αποφάσισα να αφιερώσω το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου στην ταξινόμηση, μελέτη και παρουσίασή του. Επιμελήθηκα πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και νομίζω ότι συνέβαλα ουσιαστικά στην υλοποίηση εκδόσεων, ομιλιών, διαλέξεων, δημοσιευμάτων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον για το έργο του να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα. Το 2010 επιμελήθηκα, μαζί με την κόρη μου Ντόρα Ρόκου-Πικιώνη, τη μεγάλη αναδρομική έκθεση για τον Δημήτρη Πικιώνη στο Μουσείο Μπενάκη, ενώ εδώ και αρκετά χρόνια έχουμε δωρίσει το σύνολο του ζωγραφικού και αρχιτεκτονικού έργου του στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη.
• Μερικά από τα γνωστά έργα του είναι το δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια Λυκαβηττού, η πολυκατοικία της οδού Χέυδεν, το Ξενία των Δελφών, το Δασικό Χωριό στο Περτούλι αλλά και ο Παιδικός Κήπος της Φιλοθέης. Φυσικά, το εμβληματικό έργο του ήταν η διαμόρφωση του χώρου γύρω από τους λόφους της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου. Ουσιαστικά, ήταν το πιο σημαντικό όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για όλους μας. Ένας μεγάλος περίπατος πέριξ του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης, του Λόφου του Φιλοπάππου, μαζί με τη δημιουργία του Τουριστικού Περιπτέρου του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, γνωστού ως «Αναπαυτηρίου». Η ανάθεση του έργου ξεκίνησε από έναν μαθητή του, τον Προκόπη Βασιλειάδη, που ήταν ο ιδιαίτερος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Εκείνος του είπε ότι μόνο ο Πικιώνης θα μπορούσε να κάνει αυτό το έργο. Ο Καραμανλής πήγαινε πολύ συχνά στο εργοτάξιο και πίεζε τον Πικιώνη για την ολοκλήρωση του έργου. Μια μέρα ο πατέρας μου είπε στον Καραμανλή: «Καλό θα ήταν να μην επεμβαίνετε στη δημιουργία του, όπως εγώ δεν εμπλέκομαι στις δικές σας εργασίες». Νομίζω ότι αυτή ήταν μια φράση που εκτίμησε πολύ ο Καραμανλής.
• Ένα χαρακτηριστικό του τρόπου σκέψης του ήταν ότι είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει υλικά από κατεδαφισμένα νεοκλασικά για τη διαμόρφωση του Λόφου του Φιλοπάππου. Έκανε ατελείωτες πεζοπορίες στο κέντρο της Αθήνας κατά τις οποίες συνέλεγε θραύσματα από νεοκλασικά που γκρεμίζονταν εξαιτίας της αντιπαροχής και με αυτόν τον τρόπο ήθελε να αναδείξει τη σχέση του δημιουργού με την πέτρα ως υλικό στην αρχιτεκτονική. Επίσης, ήταν ο πρώτος που τόλμησε να φυτέψει ελιές, κυπαρίσσια, μυρτιές και δάφνες. Δυστυχώς, το «Αναπαυτήριο», αυτό το λιτό κτίριο με τους ημιυπαίθριους χώρους, το οποίο σχεδίασε για να ξεκουράζονται οι επισκέπτες και να απολαμβάνουν τη μοναδική θέα προς τον Ιερό Βράχο, έχει υποστεί αυτοσχεδιασμούς και παρεμβάσεις, ενώ κανείς δεν έχει φροντίσει να συντηρηθεί από ειδικούς.
• Είμαι βέβαιη ότι ο Πικιώνης, αν ζούσε σήμερα, θα έφριττε με την ιδέα της δημιουργίας του καφέ. Αυτός είναι και ο λόγος που αποφεύγω να επιστρέφω στην περιοχή, γιατί με στενοχωρεί όλο αυτό που βλέπω. Η κοσμοθεωρία του πατέρα μου στηριζόταν σε μια άλλου είδους προσέγγιση: ευνοούσε την ψυχική ηρεμία, την ησυχία, τη γαλήνη και τον στοχασμό. Άλλωστε, προοριζόταν για χώρος ανάπαυσης. Η ανάπλασή του απαιτεί μια ολιστική αντιμετώπιση. Και η ανάγκη για την αποκατάσταση, συντήρηση και ανάδειξη όλη της έκτασης είναι πιο έντονη από ποτέ. Επομένως, προφανώς και δεν χρειάζονται ξένες, ως προς το πνεύμα του, επεμβάσεις. Είναι γεγονός, πάντως, ότι οι κατοικίες που κατασκεύασε ο πατέρας μου αγαπήθηκαν, τα δημόσια έργα του, όμως, κάπως ατύχησαν ως προς τη διαχείριση, τη διαφύλαξη και την προστασία τους.
• Στις μέρες μας με θυμώνει η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική. Ο Πικιώνης ήταν υπέρμαχος της σύζευξης της ελληνικής παράδοσης με τον δυτικό μοντερνισμό. Για τον ίδιο, κτίσμα και τόπος ταυτίζονται. Γι’ αυτό και κάποτε αντέδρασε με ένα προφητικό του κείμενο με τίτλο «Γαίας Ατίμωσις», στο οποίο υποστήριζε: «Μα τι τ’ όφελος, η ύβρις μένει. Τίποτα πια δεν μπορεί να την απαλείψει, θα μείνει εις τον αιώνα. Τρισμέγιστη είναι η ενοχή μας. Κι όχι μονάχα απέναντι του εαυτού μας, μα έναντι της μνήμης των περασμένων, έναντι του μέλλοντος και έναντι όλων των λαών της οικουμένης. “Μα οι ανάγκες;” θα μου πείτε. Εκείνοι που βάζουν αυτό το ερώτημα ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι η αδήριτη χρεία, αυτή καθαυτή, η αιτία της καταστροφής. Η αιτία έγκειται στον τρόπο που ανεχθήκαμε να θεραπευθεί αυτή η χρεία».
• Χαίρομαι που κατοικώ σε μια περιοχή που παραμένει ανθρώπινη. Διότι είναι λυπηρό το ότι κάθε παρέμβαση που γίνεται στην πρωτεύουσα στοχεύει μόνο στους τουρίστες και όχι στους κατοίκους. Αναμφίβολα, η Αθήνα έχει εξελιχθεί σ’ ένα μαζικό λούνα παρκ. Η ζωή εξαφανίζεται από το ιστορικό κέντρο της, ο πολεοδομικός ιστός διαμορφώνεται σε βάρος των μικρεμπόρων, οι οποίοι έδιναν και το απαραίτητο χρώμα στην πόλη. Οι μουριές έχουν ξεραθεί και δεν βλέπεις καμία σοβαρή ενέργεια αντικατάστασής τους. Η βρομιά είναι πολύ ενοχλητική, τα πεζοδρόμια έχουν κακοτεχνίες, ενώ τα περισσότερα εκτείνονται σε λιγότερο από ένα μέτρο. Όλα αυτά, λοιπόν, είναι τραγικά και επιταχύνουν το ευκαιριακό, το μαζικό, το γρήγορο, μετατρέποντας την Αθήνα σε μια αβίωτη πόλη. Και πάλι εδώ θέλω να ανατρέξω στα λόγια του πατέρα μου, ο οποίος έλεγε: «Τι εκάνατε την Ελευσίνα; Tι εκάνατε τον Ιλισό και τον Κηφισό, τα δυο αγιάσματά μου; Εβάλατε μέσα τους τους υπονόμους σας, ερίξατε τα νερά των εργοστασίων σας. Δεν βλέπω πια βωμούς των θεών επάνω εις τα όρη μου και τους λόφους, πάρεξ τα γραφεία και τις μηχανές των Εταιρειών σας. Εκείνοι ήταν σημάδι λατρείας, σε σας δεν απόμεινε παρ’ η κατώτερη μορφή της σχέσης με τη Φύση, η εκμετάλλευση».
• Θαυμάζω σπουδαίες φυσιογνωμίες της αρχιτεκτονικής σκέψης, όπως ο Λε Κορμπυζιέ, ενώ από Έλληνες εκτιμούσα πολύ τον φίλο μου Κυριάκο Κρόκο αλλά και τον Άρη Κωνσταντινίδη. Μέσω της τέχνης της αρχιτεκτονικής αλλάζουν οι ζωές των ανθρώπων. Η Αθήνα έχασε το στοίχημα και εξελίχθηκε σε τσιμεντούπολη όταν η υπογραφή του αρχιτέκτονα σε μια μελέτη έπαψε να είναι απαραίτητη.
• Έχω αποκτήσει δύο κόρες, την Ντόρα και την Αλεξάνδρα, από τον μοναδικό γάμο που έκανα το 1971 και διήρκεσε επτά χρόνια. Μου έκανε πάντα εντύπωση ότι τα αγόρια δυσκολεύονταν να με πλησιάσουν επειδή ήμουν η κόρη του διάσημου Πικιώνη. Υπήρχε πάντα ένας δισταγμός, τον οποίο ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω. Αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα σας έλεγα ότι έχω μετανιώσει που δεν αφιέρωσα περισσότερο χρόνο στις κοινές στιγμές με τον πατέρα μου, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Έλειπα πολύ από το σπίτι και είχα πολλή δουλειά λόγω του Πολυτεχνείου. Έτσι, όταν επέστρεφα για λίγες ώρες ύπνου, εκείνος ήθελε παρέα, αλλά δεν μπορούσα να ανταποκριθώ.
• Οι αναμνήσεις βέβαια, ειδικά από την τελευταία περίοδο της ζωής του, παραμένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου. Είχαμε νοικιάσει ένα γραφείο στο οποίο εργαζόμασταν και ένα βράδυ ήρθε να μας επισκεφθεί. Ετοίμαζα τη διπλωματική μου, γι’ αυτό έμενα ως αργά εκεί. Τον είδα ξαφνικά να ακουμπά στο παράθυρο και στη συνέχεια να μπαίνει μέσα. Ήμουν στη φάση της δημιουργίας ενός προοπτικού για την είσοδο ενός μουσείου. Τον θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, που πήρε το μολύβι και μου σχεδίασε μια φιγούρα που έμοιαζε με άγγελο. Λίγο καιρό μετά φτάσαμε στην ημερομηνία που δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου, την 28η Αυγούστου 1968, τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου – ήμουν 27 ετών. Κάποιες μέρες πριν ήταν με τη μητέρα μου στο σπίτι μας στην Αίγινα. Έπαθε εγκεφαλικό και χρειάστηκε να μεταφερθεί άμεσα με ελικόπτερο στην Αθήνα. Για μένα ήταν πάντα ο πατέρας μου, όχι ο κορυφαίος αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης.
• Φέτος, είναι ο πρώτος χρόνος της ζωής μου που δεν έχω ευθύνες και έγνοιες. Όλα τα προηγούμενα χρόνια κυριαρχούσαν τα «πρέπει», οι υποχρεώσεις, οι συναντήσεις, τα ταξίδια, οι δεσμεύσεις αλλά και οι πολύωρες απαιτήσεις προκειμένου να καλύψω τις ανάγκες των σπουδαστών στην έδρα της Μορφολογίας που είχαν θέμα κάποιο έργο του Πικιώνη και χρειάζονταν να τους παραχωρήσω φωτοαντίγραφα από το αρχείο του. Αισθάνομαι πλήρης και ευτυχισμένη που η δημιουργική συμβολή του Πικιώνη στην εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και γενικότερα του νεοελληνικού πολιτισμού έχει πλέον αναγνωρισθεί εδώ και πολλά χρόνια. Ιδιαίτερα το αρχιτεκτονικό του έργο κατέχει μοναδική θέση στην ιστορία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Σήμερα παρουσιάζεται, αναλύεται και ερευνάται εντός αλλά και εκτός της Ελλάδας. Μια φράση που κρατώ από εκείνον; Μια δική του υπενθύμιση: «Μην οκνήσετε ποτέ, γιατ’ είναι γραμμένο πως το να μην μπορέσουμε ίσως κάποτε μας συγχωρεθεί, το να μην προσπαθήσουμε, όμως, ποτέ».
• Τώρα βρίσκομαι σε μια φάση της ζωής μου που μπορώ να απολαμβάνω τον ελεύθερο χρόνο μου και δεν σας κρύβω ότι νιώθω υπέροχα. Μένω πολλές ώρες στο σπίτι, λύνω κρυπτόλεξα, διαβάζω και, όσο μπορώ, κάνω κάποιους περιπάτους. Όλα αυτά λειτουργούν, για μένα, ως μια πνευματική διαφυγή. Γι’ αυτό ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι ο θάνατος. Δεν θέλω να πεθάνω γιατί περνώ όμορφα και είμαι ευτυχισμένη έτσι όπως έχω χτίσει την καθημερινότητά μου. Τέλος, σ’ εκείνες τις ανέμελες στιγμές του ρεμβασμού με ενθουσιάζει να παρατηρώ τις ελπιδοφόρες αλλαγές της εποχής μας. Χαίρομαι πολύ, για παράδειγμα, να παρακολουθώ τους μπαμπάδες ή τα ερωτευμένα ζευγάρια να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο γειτονικό σχολείο. Όταν ήμουν παιδί η εικόνα αυτή ήταν εντελώς άγνωστη ή ανύπαρκτη. Ευτυχώς, το παρωχημένο αυτό πρότυπο ξεθώριασε και απομυθοποιήθηκε. Και μου αρέσει πολύ να το χαζεύω να συμβαίνει, καθισμένη στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Είναι κι αυτό μια μορφή ευτυχίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.