Ένα μικρό αγόρι που πίστευε στη μαγεία των λέξεων και νικούσε το παράλογο, γράφοντας σε παλιές γραφομηχανές μέσα σε κλειστοφοβικά δωμάτια, ήταν το μόνιμο alter ego του Πολ Μπέντζαμιν Όστερ – και ευτυχώς για τους αναγνώστες αυτό το αγόρι δεν μεγάλωσε ποτέ. Από τον μικρό Ουόλτερ Κλέρμπορν Ρόουλι ή απλώς Ουόλτ του Mr. Vertigo, που ανέτρεπε τους νόμους της βαρύτητας και μιλούσε με τα άγνωστα πλάσματα της φύσης, έως τον νεαρό Μάργκο Φογκ που ταξίδεψε από τα τσιμεντένια φαράγγια του Μανχάταν στα απέραντα κατάλευκα τοπία της Άγριας Δύσης, και τον επίσης ευφυή πιτσιρικά Στίβεν Κρέιν, πάντοτε ένας έφηβος, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να γκρεμίσει τα όνειρα του, έκανε κουμάντο στους παράδοξους, φανταστικούς κόσμους του.
Άλλωστε και η δική του συγγραφική πορεία, η βεβαιότητά του ότι μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τις λέξεις, ξεκίνησε για τον μικρό Μπέντζαμιν Όστερ σε ηλικία μόλις οχτώ ετών, όταν δεν κατάφερε να πάρει αυτόγραφο από τον διάσημο παίχτη του μπειζμπολ Γουίλι Μέις, επειδή ούτε ο ίδιος ούτε οι γονείς του είχαν φροντίσει να πάρουν μαζί τους ένα μολύβι.
Από τότε τα μολύβια συντροφεύουν διαρκώς κάθε του κίνηση και γίνονται το μαγικό ξυλάκι που καταφέρνει να μεταμορφώσει τη ζοφερή πραγματικότητα σε κάτι μαγικό. Γράφοντας έδινε χρώμα στα γκρίζα τοπία γύρω από το σημερινό αεροδρόμιο του Νιούαρκ, όπου μεγάλωσε –αυτά ακριβώς που αντίκριζε και ο Κρέιν, ο ήρωάς του από το Φλεγόμενο Αγόρι–, παρατηρώντας τα αστραφτερά φώτα και τους ουρανοξύστες του Μανχάταν στο βάθος της πόλης.
Ο κόσμος του Πολ Όστερ είναι ένα διαρκές αντιστάθμισμα ανάμεσα στα ανήκουστα συμβάντα, που μπορεί να υπαγορεύονται αποκλειστικά από το παράλογο και το ξέφρενο παιχνίδι που είναι η ίδια η ζωή.
Νεοϋορκέζος μέχρι το κόκαλο, και ας αγάπησε σε βάθος την Ευρώπη και τους Γάλλους υπαρξιστές, ο Όστερ επέστρεφε πάντα στο Μανχάταν, το μέρος που τον σφράγισε –ή μήπως τον στιγμάτισε;– από μικρό. Ανάμεσα στους αμούστακους νέους που πάντοτε οδηγούσαν τη ζωή του συμπεριλαμβάνονταν, εκτός από τους πρωταθλητές του μπέιζμπολ, και ποιητές όπως ο Ρεμπό, τον οποίο ανακάλυψε σε ηλικία 14 ετών, αλλά και ο Πόε, τον οποίο ζήλευε γιατί μπορούσε, αν και έφηβος, να χωρέσει όλο τον ζόφο της ύπαρξης σε ένα ποίημα.
Ήταν οι μόνοι και μοναδικοί συμπαραστάτες σε μια δύσκολη παιδική ηλικία. Το άσχημο οικογενειακό περιβάλλον, κυρίως εξαιτίας των διαρκών τσακωμών ανάμεσα στον σκληρό πατέρα Σάμιουελ Όστερ και τη μητέρα του Κουίνι, οφειλόταν, εν πολλοίς, σε ένα οδυνηρό μυστικό που θα αποκάλυπτε στην Επινόηση της μοναξιάς, ομολογώντας πως η γιαγιά του σκότωσε τον παππού του με ένα περίστροφο.
Η πρώιμη αποξένωση σε αυτό το παράδοξο εβραϊκό σπίτι θα μετατρέψει τον έφηβο Όστερ σε έναν κατ’ εξακολούθηση συστηματικό και άκρως ευρηματικό φαντασιόπληκτο: οι ιστορίες του Ρόμπερτ Σάμιουελ Στίβενσον, που διάβαζε με μανία, του φαίνονταν πολύ πιο όμορφα πραγματικές από τη σκληρότητα της οδυνηρής καθημερινότητας. Οι μανιασμένες χιονοθύελλες, που περιέγραφε στις πρώτες, αντίστοιχα επηρεασμένες από τον Στιβενσον ιστορίες του, ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να κατευνάσει τις καταιγίδες που συνέτριβαν τον εσωτερικό του κόσμο.
Η στενή του επαφή με τον θάνατο, ωστόσο, δεν οφείλονταν μόνο στη θλιβερή ατμόσφαιρα που διαπερνούσε όλα τα μέλη της οικογένειάς του εξαιτίας της κατάρας του γενεαλογικού τραύματος, που περίπου σαν την κατάρα του μύθου των Λαβδακιδών θα έπαιρνε μακριά και τον γιο του, μόλις πριν από δυο χρόνια, σε ηλικία 44 ετών. Στα 14 του –άλλος ένας λόγος που επέστρεφε διαρκώς ως συγγραφέας στην εφηβική ηλικία– ο νεαρός Πολ Μπέντζαμιν Όστερ θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας, κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής κατασκήνωσης, του θανάτου ενός συνομηλίκου φίλου του από το χτύπημα κεραυνού (το περιστατικό περιγράφεται με διαφορετικό τρόπο στο πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, 4 3 2 1).
Από τότε η μελέτη θανάτου, κατά τη ρήση του Πλάτωνα, θα γίνει ο μόνιμος οδηγός του, όπως και η συνειδητοποίηση ότι στη ζωή μας κυριαρχεί σχεδόν αποκλειστικά η τυχαιότητα. Τα πάντα είναι θέματα πολλαπλών εξισώσεων που προσδίδουν στην τύχη ένα ιδιαίτερο βάρος, το οποίο υπερτονίζεται με διαφορετικούς τρόπους σε όλα τα βιβλία του. Και ο μόνος τρόπος για να βάλει κανείς σε τάξη στο χάος, θα πει ο ίδιος αργότερα, είναι μέσω της γραφής.
Δίνοντας τη δική του μάχη με τους ανέμους, σαν τον αγαπημένο του ήρωα Δον Κιχώτη –τα αρχικά στο πρώτο βιβλίο του από την Τριλογία της Νέας Υόρκης είναι Ντάνιελ Κουίν (δηλαδή D.Q.)–, εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει πως μόνο αυτός μπορεί δικαιωματικά να αναστήσει έναν νεκρό φίλο, όπως ο Φάνσοου που παίρνει τη θέση του ως συγγραφέας.
Το παιχνίδι ανάμεσα στην ταυτοπροσωπία και την ετεροπροσωπία, η εναλλαγή των ρόλων, το «εγώ είναι ένας άλλος», που είχε υιοθετήσει από τον αγαπημένο του Ρεμπό, δεσπόζει σε όλα σχεδόν τα κείμενά του. Το εγώ δεν αφομοιώνει, όμως, τον άλλο, αλλά γίνεται ο άλλος, όπως ο ίδιος που μετέρχεται τα χαρακτηριστικά όλων των ηρώων του, που είναι απλώς άπειρες εκδοχές του εαυτού του. «Οι έρωτες των μεταμορφωμένων τίγρεων» του Βερλέν διαπερνούν τις σελίδες του, όπως ο ιλλιγιώδης ρυθμός του μακροπερίοδου λόγου, η ποιητική φαντασία, η σιωπή που μπορεί να πει περισσότερα από την κυριολεξία, κατά τη ρήση του αγαπημένου του Βίτγκενσταϊν.
Πολλοί, ωστόσο, είχαν προτιμήσει τον Κάφκα ως αναφορά των έργων του Όστερ, αλλά ο ίδιος μάλλον θα προτιμούσε να μιλήσει για τους άπειρους φανταστικούς κόσμους που στήνουν οι ποιητές-συγγραφείς σε ένα δωμάτιο, με τον τρόπο των αγαπημένων του Γνωστικών, οι οποίοι επανέρχονται διαρκώς στο έργο του, ή των αυτοχθόνων που ήξεραν πάντοτε καλύτερα να επικαλούνται το τυχαίο και τη μοίρα.
«Το τυχαίο σκοντάφτει πάνω μας καθημερινά και ορίζει τις ζωές μας, ζωές που μπορεί να στερηθούμε ανά πάσα στιγμή, χωρίς κανένα λόγο. Η σκληρή γεωμετρία και η αλλοτρίωση της ζωής στη μεγάλη πόλη μάς αφήνουν μετέωρους, έρμαια μιας παράλογης δύναμης που μας ορίζει χωρίς να την ορίζουμε. Απ’ την άλλη, η επιστήμη και η λογική δεν μας δίνουν πάντα τα κλειδιά για να κατανοήσουμε το μυστήριο» έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Αυτή η εξω-φυσική εμπειρία περιγράφεται με τρόπο ανάγλυφο στο Ημερολόγιο του Χειμώνα, όπου λίγο προτού κλείσει τα εξήντα του χρόνια ο συγγραφέας-πρωταγωνιστής επιχειρεί ένα ενσαρκωμένο ταξίδι σε όλες τις εμπειρίες που μπορούν να επαναλαμβάνονται στη ζωή ενός ανθρώπου, υπαγορεύοντάς του ότι μπορεί δικαιωματικά να αποτύχει, αρκεί να το κάνει με τον πιο ευφάνταστο τρόπο: τον δικό σου/δικό του.
Εξού και ότι ο κόσμος του Πολ Όστερ είναι ένα διαρκές αντιστάθμισμα ανάμεσα στα ανήκουστα συμβάντα, που μπορεί να υπαγορεύονται αποκλειστικά από το παράλογο και το ξέφρενο παιχνίδι που είναι η ίδια η ζωή. Αυτό είναι που τον έκανε να τολμήσει στη θέση του alter ego του να βάλει τον ηθοποιό Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο οποιος ομολογεί κάπου στη μέση από τα Φαντάσματα ότι «οι χαμένες ευκαιρίες αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες».
Το δικό του κυνήγι των ευκαιριών, πάντως, ο Πολ Όστερ το έδωσε μακριά από το αποδομημένο όνειρο της Αμερικής στο άκρως περιπετειώδες Παρίσι, με ένα σημειωματάριο μόνο στην τσέπη και με ελάχιστα χρήματα.
Είχε ήδη μαγευτεί από τη γαλλική φιλοσοφία και λογοτεχνία ενώ είχε συμμετάσχει ενεργά στους φοιτητικούς αγώνες στο Κολούμπια ως φοιτητής το 1968 και με ένα μεταπτυχιακό στη Γαλλική Λογοτεχνία πήγαινε να συναντήσει τους ήρωες του. Τρέφοντας όμως εγγενή αντιπάθεια προς τον μποεμισμό, φρόντισε να κλείσει αρκετές σκληρές εργατοώρες πάνω σε ένα γκαζάδικο με το οποίο ταξίδεψε για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα που θα τον βοηθούσαν να ζήσει στο Παρίσι. Μετέφρασε και μια Μικρή ανθολογία με σουρεαλιστικά ποιήματα το 1972. «Κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο, καθήλωνα ιλίγγους» έγραφε ο αγαπημένος του Ρεμπό στο Μεθυσμένο Καράβι, μια φράση που στοίχειωνε τότε κάθε στιγμή της ζωής του.
Μέσα στην εσωτερική απελπισία, αντιστάθμισμα είναι ο έρωτας που τον συναντά ως φοιτητής στο πρόσωπο της συγγραφέως Λίντια Ντέιβις, την οποία παντρεύεται επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη το 1974. Μόνο ο έρωτας είναι ικανός να σε χτυπήσει, κατά τη ρήση του επίσης αγαπημένου του Κορτάσαρ, αλλά και του πραγματικού γεγονότος που είχε βιώσει από μικρός, σαν κεραυνός, και να σε αφήσει μόνο στην μέση της αυλής. Το βροντερό ερωτοχτύπημα θα ξανασυναντήσει, χρόνια αργότερα, στο πρόσωπο της δεύτερης γυναίκας του, της επίσης συγγραφέως Σίρι Χούσβεντ (τα βιβλία της κυκλοφορούν στα ελληνικά, όπως και του Πολ Όστερ, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).
Παρότι η Επινόηση της μοναξιάς τον έκανε σχετικά γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους όταν πρωτοεκδόθηκε το 1979, η Γυάλινη Πόλη, που έμελλε να γίνει η πρώτη επιτυχία του από την περίφημη Τριλογία της Νέας Υόρκης, γνώρισε 17 απορρίψεις μέχρι να βρει εκδοτικό οίκο (ο Όστερ είχε πάντα μια μεταφυσική σχέση, κατά τον τρόπο του Βίτγκενσταϊν και των Γνωστικών με τους αριθμούς). Σχεδόν αυτοβιογραφικά, όλα τα βιβλία του επιστρέφουν σε αυτό το ατελείωτο ταξίδι της φαντασίας που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να στήσει ως απόλυτη πραγματικότητα, κάνοντας τους ήρωές του, σαν τον νεαρό Μάργκο Φογκ –κατά τον Φιλέα Φογκ–, να μπορούν να κατακτούν όχι μόνο το φεγγάρι, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη.
«Το πραγματικό είναι πάντοτε παραμυθένιο» μας έλεγε σε συνέντευξη που του είχαμε κάνει για τη LiFO, όταν τον είχαμε συναντήσει από κοντά το 2014, τότε που είχε έρθει Ελλάδα ως καλεσμένος της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. «Συγγραφέας γίνεσαι όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, όταν ξέρεις ότι οποιαδήποτε άλλη σου απόπειρα πάλι θα σε κάνει να επιστρέψεις σε αυτό. Κι εγώ οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι απόλυτα ευτυχής που μπόρεσα να το κάνω επάγγελμα, παρότι στη συγγραφή δεν ταιριάζει μια τέτοια λέξη».
Ή, όπως έγραφε στην Τριλογία της Νέας Υόρκης, ο μαγικός κόσμος είναι αυτός που ξαναστήνει τον πραγματικό κόσμο στα εξ ων συνετέθη. «Βλέπετε, κύριε, ο κόσμος έγινε κομμάτια. Όχι μόνο χάσαμε το νόημα του σκοπού, χάσαμε και τη γλώσσα μέσω της οποίας μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτόν. Αναμφίβολα αυτά είναι πνευματικά θέματα, έχουν όμως τα ανάλογά τους στον υλικό κόσμο» επαναλαμβάνει στην Τριλογία του. «Επειδή οι λέξεις μας δεν αντιστοιχούν πια στον κόσμο. Όμως τα πράγματα ήταν ακέραια, είχαμε την πεποίθηση ότι οι λέξεις μας μπορούσαν να τα εκφράσουν. Σιγά-σιγά, όμως, τα πράγματα έσπασαν, διαλύθηκαν, κατέρρευσαν μέσα στο χάος. Παρ' όλα αυτά, οι λέξεις μας παραμένουν ίδιες. Δεν προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα. Έτσι, κάθε φορά που προσπαθούμε να μιλήσουμε για ό,τι βλέπουμε, μιλάμε λανθασμένα, διαστρεβλώνοντας το ίδιο το πράγμα που θέλουμε να αναπαραστήσουμε. Αυτό χάλασε τα πάντα».
Σε αυτόν τον «χαλασμένο κόσμο» ο Πολ Όστερ επέμενε να στέκεται όρθιος γράφοντας. Δεν γύριζε ποτέ την πλάτη στην κοινωνική πραγματικότητα, ενώ είχε ασκήσει δριμεία κριτική στα απολυταρχικά καθεστώτα, όπως του Ερντογάν. Επίσης, παίρνοντας ξεκάθαρα το μέρος των αντιπάλων του Τραμπ στο Αιματοβαμμένο Έθνος, μιλούσε για τον θανάσιμο κίνδυνο ενός έθνους που είχε μάθει από πολύ νωρίς, προτού καν ενηλικιωθεί, στη βία. Μόνο που το πιστολίδι της πραγματικότητας καμία σχέση δεν είχε με τα γουέστερν, που λάτρευε μικρός και τον έκαναν να αφοσιωθεί, εκτός από τη γραφή, στο σινεμά, που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη και τη ζωή του.
Είχε γράψει το σενάριο για την ταινία Καπνός, τη μεγάλη επιτυχία του Γουέιν Γουάνγκ από τη δεκαετία του '90, με πρωταγωνιστές τον Χάρβεϊ Καϊτέλ και τον Γουίλιαμ Χαρτ, ενώ το 1998 είχε την αναγνώριση και από την καρέκλα του σκηνοθέτη με το Ερωτευμένοι ως την αιωνιότητα, πάλι με τον Χάρβεϊ Καϊτελ, τη Μίρα Σορβίνο και τον Γουίλεμ Νταφόε. Ακολούθησε η Εσωτερική Ζωή του Μάρτιν Φροστ, όπου έδινε σκηνοθετικές οδηγίες στην κόρη του Σόφι.
Είχε αποπειραθεί να στήσει και θεατρικά έργα, κατά τον τρόπο του Μπέκετ, όπως το Hide and Seek, καθώς πολλοί μπεκετικοί ήρωες περιδιαβαίνουν διάφορα έργα του: στο Travels in the Scriptorium ο κεντρικός του ήρωας λέγεται Mr. Blank, εμπνευσμένος από τη βωβή κινηματογραφική ταινία Film, που είχε γυριστεί με οδηγίες του Μπέκετ.
Η εγκιβωτισμένη ανάγνωση και η διακειμενικότητα χαρακτηρίζει, άλλωστε, τα περισσότερα βιβλία του Πολ Όστερ, που δεν έπαψαν να είναι ένας ατελείωτος φόρος τιμής στους συγγραφείς, ποιητές και φιλοσόφους που επηρέασαν τη σκέψη του, οι οποίοι ζωντανεύουν αυθάδικα μέσα στις σελίδες του, συναντώντας καθημερνό κόσμο, αλλόκοτους πλάνητες ακόμα και σταρ του σινεμά.
Όλα αυτά κατάφεραν να συνυπάρχουν αρμονικά μόνο στις γλαφυρές αφηγήσεις του, που δένουν αρμονικά τον Αίσωπο με την ευτραφή αυτόχθονα Μάμα Σιου, τους πιο τρομακτικούς ρατσιστές με ανήλικους μάγους. Αλλά, όπως θα δήλωνε καλύτερα ο ίδιος, το ιδανικό πορτρέτο ενός συγγραφέα είναι αυτό ενός μαγεμένου από τα βιβλία ανθρώπου. Μόνο η λογοτεχνία είναι ικανή να εξευγενίσει, επαναλάμβανε διαρκώς στις συνεντεύξεις του, τολμώντας όπως ο αρχιμάγος Μποντλέρ να φτύσει την ομορφιά, να δαγκώσει και να φάει τελικά την ίδια την καρδιά του – γιατί μόνο αυτός μπορούσε.
Μπορεί, λοιπόν, η θνητή οντότητα του Πολ Μπεντζαμιν Όστερ να υπέκυψε στις θανατηφόρες επιταγές του καρκίνου, αλλά ως μικρός μάγος και αρχηγός μιας δικής μας απόκοσμης φυλής ζει κάπου στα ακρώρεια ενός άγνωστου λογοτεχνικού κόσμου που μόνο αυτός έχει τα κλειδιά του. Το μόνο που μας επιτρέπει να τον ανοίξουμε είναι τα βιβλία του.