«Ne me quitte pas». Όταν η Νάνα Μούσχουρη κλήθηκε να ερμηνεύσει το πασίγνωστο τραγούδι του Ζακ Μπρελ, ένα από τα πιο παράφορα, τα πιο δραματικά τραγούδια του 20ού αιώνα, τα βρήκε σκούρα. «Δεν το αισθάνθηκα ποτέ», ομολογεί. Αντίστοιχες δυσκολίες συνάντησε μ’ ένα τραγούδι ερωτικής ταπείνωσης που έγραψε ειδικά γι’ αυτήν ο Σερζ Γκενσμπούργκ, το «Les yeux pour pleurer», και το οποίο δεν έγινε ποτέ επιτυχία – δεν της ταίριαζε.
«Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν μου απομένουν παρά μάτια για να κλαίω, όπως λένε οι στίχοι. Είμαι ικανή ν’ αγαπήσω, αλλά όχι να πέσω στα πόδια του ανθρώπου που αγαπώ. Ο Μπρελ, αντίθετα, ήταν ταλαιπωρημένος εραστής. Όπως και η Μπίλι Χόλιντεϊ και η Πιαφ. Τους θαυμάζω αυτούς τους καλλιτέχνες, αυτούς τους ανθρώπους που φτάνουν ως το μεδούλι της ζωής. Στον εαυτό μου αυτό δεν το επέτρεψα. Στο τραγούδι, ναι, πήρα τις πιο τολμηρές κατευθύνσεις. Αλλά το τραγούδι είναι γενναιόδωρος εραστής. Σου επιστρέφει την αγάπη που του προσφέρεις».
«Εμένα», παραδέχεται, «με συγκινούσε που οι πόρνες της Μασσαλίας, του Αμβούργου και του Άμστερνταμ έκαναν ουρά στις συναυλίες μου. Κι ούτε μ’ ενόχλησε ποτέ που πολλές drag queen και τραβεστί με μιμήθηκαν στις παραστάσεις τους… Βλέποντάς τους ένιωθα ότι γινόμουν αποδεκτή σε μια περιθωριακή κοινότητα. Περιθωριακή ένιωθα κι εγώ».
Αυτός ο «γενναιόδωρος εραστής» πρωταγωνιστεί και στη βιογραφία της Μούσχουρη «Το όνομά μου είναι Νάνα» (Λιβάνης, 2007), ένα δυσεύρετο πια βιβλίο που προέκυψε από την απόφασή της ν’ αφηγηθεί την πλούσια σε εμπειρίες και επιτυχίες ζωή της στον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη, χωρίς ούτε τις αδυναμίες της ν’ απαλείψει, ούτε τις πίκρες της να κρατήσει κρυφές. Πράγματι, είτε από υπερβολική δόση αξιοπρέπειας είτε από φόβο, η Μούσχουρη δεν υπήρξε ριψοκίνδυνη στον έρωτα. Από κοπελίτσα, άλλωστε, είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η εμφάνισή της δεν είναι από εκείνες που καίνε καρδιές. Οχυρωμένη πίσω από τα μυωπικά γυαλιά και ανένδοτη στο να προσαρμόσει την εικόνα της στις επιταγές της showbiz, δόθηκε ψυχή τε και σώματι στη μουσική. Και ανταμείφθηκε.
Για τη γενιά των Ελλήνων συνομηλίκων της, όσων δηλαδή οδεύουν προς τα ενενήντα, αλλά όχι μόνο, η Μούσχουρη αντιπροσωπεύει πάνω απ’ όλα την αγαπημένη ερμηνεύτρια του Χατζιδάκι: μια φωνή που θα μπορούσε να διαπρέψει στη λυρική σκηνή αλλά που οδηγήθηκε στα μονοπάτια της τζαζ και ταυτίστηκε με μελωδίες πιο ανάλαφρες, πιο αισθαντικές. Για τα εγγόνια των παραπάνω, η Μούσχουρη υπήρξε ενδεχομένως μια καλή νεράιδα, πρόθυμη μέσω της Unicef να εργαστεί για ανθρωπιστικούς σκοπούς και έτοιμη να δώσει μια χείρα βοηθείας σε νεότερους καλλιτέχνες ώστε να δικτυωθούν στο εξωτερικό. Για τους πολίτες του υπόλοιπου πλανήτη, ωστόσο, η Μούσχουρη είναι η καλλιτέχνιδα που μοιράστηκε τις πρώτες θέσεις των τσαρτς με τους Beatles, τον Έλτον Τζον αλλά και τη Madonna, που συνεργάστηκε ισότιμα με μορφές όπως ο Μισέλ Λεγκράν, ο Ζορζ Μπρασένς, ο Κουίνσι Τζόουνς και ο Χάρι Μπελαφόντε, που διασταυρώθηκε με την Τζόαν Μπαέζ, τον Μπομπ Ντίλαν ή τον Λέοναρντ Κοέν, και η οποία έχει πουλήσει πάνω από τριακόσια εκατομμύρια δίσκους ως τώρα, τραγουδώντας ελληνικές και ξένες συνθέσεις ως και στα κινέζικα ή τα φιλανδικά. Μια τραγουδίστρια με δεκάδες διακρίσεις στο ενεργητικό της και στρατιές φανατικών θαυμαστών.
Ανάμεσα στους fans και «ομοφυλόφιλοι κάθε ηλικίας», που ένιωθαν ίσως την κατανόησή της απέναντι στη διαφορετικότητα. «Αν και η οικογένειά μου», λέει, «ήταν συντηρητική, πάντα αισθανόμουν πιο άνετα ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι ανοιχτοί παρά σ’ αυτούς που θέτουν όρια». Στη μυθική παρέα του Φλόκα, άλλωστε, τότε που η ίδια μαθήτευε πλάι στον αιώνιο φίλο της Νίκο Γκάτσο αλλά και στον Μόραλη, τον Τσαρούχη, τη Μερκούρη ή τον Μινωτή, κανείς δεν διαδήλωνε τις επιλογές του ούτε κατέκρινε τον άλλον αν ήταν διαφορετικός. «Εμένα», παραδέχεται, «με συγκινούσε που οι πόρνες της Μασσαλίας, του Αμβούργου και του Άμστερνταμ έκαναν ουρά στις συναυλίες μου. Κι ούτε μ’ ενόχλησε ποτέ που πολλές drag queen και τραβεστί με μιμήθηκαν στις παραστάσεις τους… Βλέποντάς τους ένιωθα ότι γινόμουν αποδεκτή σε μια περιθωριακή κοινότητα. Περιθωριακή ένιωθα κι εγώ. Από νέα πάσχιζα να γίνω αποδεκτή στην κοινωνία με αυτά που αγαπούσα κι όχι μ’ εκείνα που περίμενε από μένα. Έτσι αισθανόμουν αλληλέγγυη απέναντί τους».
Μικροαστικής καταγωγής –ο πατέρας της ήταν μηχανικός προβολής σε σινεμά και αμετανόητος χαρτοπαίχτης ως τα στερνά του–, η Μούσχουρη αναγκάστηκε να ανταλλάξει την ελευθερία της, ώστε να παντρευτεί τον πρώτο της σύζυγο, τον κιθαρίστα Γιώργο Πετσίλα, με την αγορά ενός διαμερίσματος κατ’ απαίτηση της μαμάς της. Η αίσθηση ότι για την οικογένειά της ήταν η… κότα με τα χρυσά αυγά φαίνεται πως δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Διαβάζοντας το βιβλίο, αντιλαμβάνεται κανείς τις ενοχές απέναντι στα δυο παιδιά της, που μεγάλωσαν στα χέρια μιας άξιας αλλά μάλλον νευρωτικής νταντάς, τον θυμό της απέναντι στον Μίκη Θεοδωράκη, που πίσω από την πλάτη του Χατζιδάκι ηχογραφούσε τον «Επιτάφιο» με τον Μπιθικώτση, κρίνοντας την ίδια ακατάλληλη να συγκινήσει τις λαϊκές μάζες, όπως και τη δυσαρέσκειά της από την απόρριψη της συμμετοχής της σε μια από τις τελετές των Ολυμπιακών του 2004, τη μοναδική φορά που ζήτησε κάτι από την ελληνική πολιτεία. Πού να το φανταζόταν ότι δυο δεκαετίες μετά θα τραγουδούσε τον γαλλικό εθνικό ύμνο στην τελετή παράδοσης της ολυμπιακής φλόγας στο Καλλιμάρμαρο για τους Ολυμπιακούς που θα γίνουν το καλοκαίρι στο Παρίσι!
«Τι σημαίνει για σένα το τραγούδι;», την είχε ρωτήσει η Μαρία Κάλλας, πριν ακόμα η Μούσχουρη φύγει από την Ελλάδα, όταν εργαζόταν σε αθηναϊκό κέντρο, στο πλευρό του Γιάννη Σπάρτακου. «Προσπαθώ να εκφράσω τη συγκίνησή μου», της είχε απαντήσει. «Θα ήθελα να μ’ αγαπήσουν, να βρω μια θέση στη ζωή». Ποιος να ισχυριστεί ότι δεν τα κατάφερε;