ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΛΟΓΟ προκαλεί πάντα πλήξη η «Ευρώπη» και οι εκλογές της; Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες. Το ότι αισθανόμαστε την πολιτική με τοπικούς και εθνικούς όρους, το ότι τα ευρωπαϊκά θέματα έχουν στιγματιστεί ως ελιτίστικα και δυσνόητα και, φυσικά, το ότι τα κόμματα σε όλες τις χώρες χρησιμοποιούν τις ευρωεκλογές ως προθάλαμο ή δοκιμαστήριο των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων.
Ωστόσο, όλες οι μεγάλες εξηγήσεις νομίζω ότι παραβλέπουν κάτι σημαντικό: ότι στη δημόσια ζωή μπορούμε να αλλάζουμε μοτίβα και να επιδρούμε με τη σειρά μας στις διαμορφωμένες τάσεις. Στην πολιτική αξίζει πάντα τον κόπο να φανταζόμαστε πώς θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Αν το σκεφτούμε, άλλωστε, η πλήξη με την «Ευρώπη» είναι πλήξη με όλες τις διαστάσεις της επίσημης και θεσμικής πολιτικής. Προφανώς, η πολυπλοκότητα των θεμάτων, η δυσκολία των «ντοσιέ» τρομάζει. Κάποιος που δεν έχει επαγγελματική διαστροφή με τα δημόσια και πολιτικά θέματα δεν θέλει να έχει στο κεφάλι του και αυτό το άγχος.
Το ερώτημα για την Ευρώπη είναι στην ουσία ένα ερώτημα για το πώς μπορούμε να βγούμε από τον ύπνο μιας ρουτίνας δίχως να γλιστρήσουμε στο παραμύθι ενός αγανακτισμένου μικροαστισμού.
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία αποξένωσης και βαρεμάρας βγαίνουν νικήτριες δυο λογικές. Η πρώτη πάει να απλοποιήσει τα πράγματα στη βάση της απέχθειας, ενώ η δεύτερη οχυρώνεται πίσω από την υπερβολική πολυπλοκότητα. Η πρώτη εκμεταλλεύεται θερμά συναισθήματα και η δεύτερη παίζει με τους ψυχρούς υπολογισμούς και τις ανασφάλειες. Αυτές οι λογικές βρίσκουν πολιτική έκφραση είτε στον αστερισμό των ακροδεξιών είτε σε κόμματα και προσωπικότητες του τεχνοκρατικού κέντρου, είτε λίγο προς τα δεξιά είτε λίγο πιο προοδευτικά. Ό,τι κινείται πολιτικά στην Ευρώπη παίζεται μεταξύ αυτών των δυο λογικών που εκφράζουν η μεν ακροδεξιά τον λαϊκίστικο συναισθηματισμό, το δε κέντρο έναν ελιτίστικο ορθολογισμό.
Οι προσπάθειες για να υπάρξει μια διαφορετική λογική έχουν μικρή επιτυχία. Οι εύκολες λύσεις ελκύουν περισσότερο. Εύκολη λύση είναι ο εθνικισμός όσο και η τεχνοκρατική προσδοκία με αμφίδρομα δάνεια απ' όλες τις πολιτικές παραδόσεις.
Η πλήξη, πάντως, δεν είναι θετικό συναίσθημα για τον δημοκρατικό πολιτισμό. Στην ουσία είναι ανάθεση και ευθυνοφοβία. Αφήνει το πεδίο της δράσης σε εκείνους που δεν πλήττουν καθόλου, σε ανεξέλεγκτες ολιγαρχίες, σε φιλόδοξους νάρκισσους, σε δημαγωγούς και γκρίζους επαγγελματίες των κενών λόγων.
Τι θα ήταν τελικά το αντίθετο της πλήξης; Εδώ οι απαντήσεις διαφέρουν και δεν θα ήταν δυνατό να είναι ίδιες. Για κάποιους, ας πούμε, θα ήταν ένα θερμό και διαρκές ενδιαφέρον για τα δημόσια ζητήματα, μια αφυπνισμένη κοινωνικοπολιτική συνείδηση. Για άλλους όμως (και αυτοί έχουν γίνει περισσότεροι με τα χρόνια), μια κουλτούρα πολιτικής ευαισθητοποίησης είναι προορισμένη για κάποιες οριακές στιγμές της Ιστορίας, για στιγμές εξέγερσης ή καθεστωτικών αλλαγών. Στις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» η ρουτίνα παίζεται με υφέσεις και εξάρσεις, κυρίως όμως με πολλές δόσεις… πλήξης! Από μια άποψη, λένε ορισμένοι, καλύτερα να πλήττουμε παρά να σφαζόμαστε ή να παθιαζόμαστε σαν χούλιγκαν και τζιχαντιστές της πολιτικής.
Γιατί όμως πρέπει να πρέπει να διαλέγουμε πάντα ανάμεσα σε καρικατούρες; Να είμαστε είτε αρχαϊκά φανατικοί είτε αλά καρτ νερόβραστοι και απολιτίκ; Να κινούμαστε αναθέτοντας το συναίσθημά μας σε εθνικοπατριώτες δημαγωγούς και τη λογική μας σε δυνάμεις της συμβατικής διαχείρισης;
Το ερώτημα για την Ευρώπη είναι στην ουσία ένα ερώτημα για το πώς μπορούμε να βγούμε από τον ύπνο μιας ρουτίνας δίχως να γλιστρήσουμε στο παραμύθι ενός αγανακτισμένου μικροαστισμού. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι πολιτικοί θα ανακαλύπτουν το ΤikTok και τη «νεολαία» – αυτήν τη νεολαία που έχει γίνει ο τελευταίος εξωτικός προορισμός για την παραδοσιακή εκλογική μας αγωνία.