Η ΜΠΙΕΝΑΛΕ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ μπορεί να έχει χάσει σημαντικό μέρος της μοναδικής της λάμψης από τη στιγμή που υπάρχουν εδώ και χρόνια τόσες άλλες διεθνείς περιοδικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, όμως για δεκαετίες, μετά την ίδρυσή της το 1895, ήταν μία από τις ελάχιστες στο είδος της. Η διοργάνωση γιορτάζει φέτος την 60ή της χρονιά στο Giardini και στο Arsenale της Βενετίας, αλλά κανείς δεν περιμένει πλέον ότι αυτή η εικαστική υπερπαραγωγή θα αλλάξει δραματικά τις αντιλήψεις για την σύγχρονη τέχνη, όπως έκανε κάποτε – όπως συνέβη με τον πιο εμφατικό και «σκανδαλώδη» τρόπο το 1964.
Ήταν η χρονιά που ένας από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της ποπ αρτ, ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, 38 ετών τότε, έγινε ο πρώτος Αμερικανός καλλιτέχνης που κέρδισε το πολυπόθητο Μεγάλο Βραβείο Ζωγραφικής, που σήμερα ονομάζεται Χρυσό Λιοντάρι. Οι έντονες αντιδράσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά την ανακοίνωση της βράβευσης, «Προδοσία στη Βενετία», ήταν η επικεφαλίδα ενός σχετικού άρθρου την επόμενη ημέρα.
Η άνευ προηγουμένου βράβευση ενός Αμερικανού καλλιτέχνη που, μια δεκαετία νωρίτερα, προμήνυε την κορύφωση του αμφιλεγόμενου είδους της ποπ αρτ επισφράγισε μια αργή αλλά σταθερή αλλαγή που βρισκόταν σε εξέλιξη από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: Η Νέα Υόρκη είχε επισήμως εκτοπίσει το Παρίσι από την καλλιτεχνική κορυφή. Ο κριτικός Τύπος στην Ευρώπη, ιδίως στη Γαλλία, έκανε λόγο για «πρωτοφανές σκάνδαλο». Η σπέκουλα, η σκανδαλολογία και οι θεωρίες συνωμοσίας έδιναν κι έπαιρναν.
Η τελική επιλογή του Ράουσενμπεργκ σίγουρα έδωσε σε όλους ένα καυτό θέμα συζήτησης. Μια κριτική έκανε λόγο για «τους σπόρους ενός νέου φασισμού».
Αυτό είναι το πλαίσιο αναφοράς που καθοδηγεί το Taking Venice [«Η κατάληψη της Βενετίας»], ένα νέο ντοκιμαντέρ της σκηνοθέτριας και βετεράνου κριτικού τέχνης της Νέας Υόρκης Αμέι Γουάλας. Το Taking Venice δεν παίρνει θέση για το αν υπήρξαν «ανέντιμες» ατασθαλίες που αμαύρωσαν τη διαδικασία της κριτικής επιτροπής για την επιλογή του Ράουσενμπεργκ, αν και αφήνει την αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης κέρδισε εύκολα το βραβείο, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν είχε και τόσο σημαντικό ανταγωνισμό.
Το χρίσμα που δόθηκε στον Ράουσενμπεργκ έπεσε βαρύ σε όσους δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι το Παρίσι –η κοιτίδα του Πικάσο, του Ματίς, του Μίρο, του Μπρανκούζι, ακόμη και του Ντισάν– είχε παραμεριστεί στη διεθνή πολιτιστική σκηνή από έναν τύπο που είχε γεννηθεί στο Τέξας και έκανε μεταξοτυπίες με εικόνες του προέδρου Κένεντι και φαλλικά πυραυλικά σκάφη. Είχε συντελεστεί ένα πολιτιστικό έγκλημα και η ενοχή έπρεπε να αποδοθεί.
Η αφήγηση του ντοκιμαντέρ για το τι πραγματικά συνέβη κατά το υποτιθέμενο «μαγείρεμα» του βραβείου διαμορφώνεται μέσα από τέσσερις προσωπικότητες-κλειδιά της υπόθεσης. Πρώτα βέβαια, «ο καλλιτέχνης», ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ. Ακολούθως, «ο έμπορος τέχνης», ο διάσημος γκαλερίστας Λίο Καστέλι, ο οποίος είχε μεθοδεύσει την άνοδο της αμερικανικής ποπ αρτ, συμπεριλαμβανομένου του Ράουσενμπεργκ, στο διεθνές εικαστικό στερέωμα. Τρίτη είναι «η insider», η Άλις Ντένι, παράγων της εικαστικής σκηνής της Ουάσινγκτον, σύζυγος ενός δικηγόρου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και φίλη της οικογένειας Κένεντι.
Για πρώτη φορά, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών είχε αποφασίσει να συμβάλει πολύ ενεργά στη χορηγία του αμερικανικού περιπτέρου στη Βενετία. Όποτε χρειαζόταν μια «ώθηση», όπως η εξασφάλιση ενός στρατιωτικού μεταγωγικού αεροπλάνου για τη μεταφορά έργων τέχνης μεγάλης κλίμακας μέσω του Ατλαντικού, η Ντένι ήταν ο άνθρωπος που έκανε τις απαραίτητες ενέργειες.
Τέλος, ο «επίτροπος» που οργάνωσε την αμερικανική παρουσία στην Μπιενάλε ήταν ο Άλαν Σόλομον, ο οποίος είχε μετατρέψει το Εβραϊκό Μουσείο του Μανχάταν σε θερμοκήπιο της πρωτοπορίας κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ως διευθυντής, από το 1962 έως το 1964, μεταξύ άλλων με ατομικές εκθέσεις του Ράουσενμπεργκ και του πρώην εραστή του, Τζάσπερ Τζονς. Ο Σόλομον, όχι πολύ γνωστός σήμερα, ήταν ένας μπον βιβέρ με σπουδές στο Χάρβαρντ, γνωστός για την πολυμάθειά του στην ευρωπαϊκή ιστορία της νέας τέχνης. Πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 49 ετών το 1970, λίγους μήνες μετά τα εγκαίνια της τελευταίας του έκθεσης.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ που ήταν χορηγός έκανε ό,τι μπορούσε για να εξυπηρετήσει την αμερικανική παρουσία στη Βενετία αλλά και να ενισχύσει την αμερικανική προπαγάνδα εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Η έκθεση που είχε οραματιστεί ο Σόλομον ήταν πολύ μεγάλη για το σχετικά μικρό αμερικανικό περίπτερο, οπότε τέθηκε σε λειτουργία ένα παράρτημα που παραβίαζε τους κανόνες της διοργάνωσης, στο άδειο πρώην προξενείο των ΗΠΑ δίπλα στο παλάτσο-μουσείο της Peggy Guggenheim στο Μεγάλο Κανάλι, ενισχύοντας την αίσθηση πιεστικότητας που εξέπεμπε η παρουσία της υπερδύναμης.
Ο Σαμ Χάντερ, ένας Αμερικανός ιστορικός τέχνης με επιρροή, ήταν μια προσθήκη της τελευταίας στιγμής στην κριτική επιτροπή του βραβείου. Στο θρυλικό Teatro La Fenice της Βενετίας, μια αμερικανική παράσταση πρωτοποριακού χορού της τελευταίας στιγμής με πολύ επιφανείς συντελεστές –χορογραφία Μερς Κάνινχαμ, μουσική Τζον Κέιτζ και σκηνικά του Ράουσενμπεργκ– σημείωνε επίσης μεγάλη επιτυχία.
Όλα αυτά ήταν απλώς το πακέτο του δυναμίτη. Για την έκρηξη, κάποιος έπρεπε να ανάψει το φιτίλι και ο Σόλομον ήταν τελικά αυτός που έφερε τα σπίρτα. Η επιλογή του Μεγάλου Βραβείου ήταν πάντα το αποτέλεσμα υπόγειων συναλλαγών σε καπνισμένα παρασκήνια, αλλά ο Σόλομον έκανε κάτι πιο αποτελεσματικό. Καθώς η κριτική επιτροπή συσκεπτόταν κατ' ιδίαν, αυτός έδωσε συνέντευξη Τύπου όπου διένειμε μια επίσημη ανακοίνωση με τίτλο «Οι Αμερικανοί στη Βενετία» την οποία συνόδευε μια καρτ-ποστάλ της αρχαίας γέφυρας Ριάλτο σε αντιπαράθεση με έναν τρισδιάστατο πίνακα του Τζονς με την αμερικανική σημαία. Σε περίπτωση που ο συμβολισμός της εικόνας δεν ήταν αρκετός, το κείμενο δήλωνε: «Είναι φανερό όπου κι αν κοιτάξει κανείς ότι το παγκόσμιο κέντρο της τέχνης έχει μετατοπιστεί από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη».
Η τελική επιλογή του Ράουσενμπεργκ σίγουρα έδωσε σε όλους ένα καυτό θέμα συζήτησης. Μια κριτική έκανε λόγο για «τους σπόρους ενός νέου φασισμού». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ήταν χαρούμενος αλλά και ανήσυχος, δηλώνοντας την απόφασή του να καταστρέψει όλες τις μεταξοτυπίες που είχε χρησιμοποιήσει για να φτιάξει τους πίνακες που είχε εκθέσει, ώστε να μην μπορεί να επαναλάβει τον εαυτό του.
Όσο για τις θεωρίες συνωμοσίας, δύσκολα μπορούν να στηριχτούν. Το βέβαιο είναι ότι, όπως δείχνει το ντοκιμαντέρ, πριν από εξήντα χρόνια, συντελέστηκε μια ιστορική καμπή.
Taking Venice Trailer
Με στοιχεία από The Los Angeles Times